Αγώνας βόλεϊ της εθνικής Ελλάδας στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μαζί με τον πατέρα μου που είχε υπηρεσία ως αστυνομικός. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς ποια διοργάνωση ήταν (9-11 χρονών ήμουν, το μόνο που με ένοιαζε ήταν ο χαβαλές της κερκίδας), αλλά νομίζω πως είχε να κάνει είτε με ευρωπαϊκό, είτε με παγκόσμιο πρωτάθλημα. Όλα καλά, κι όλα ωραία, ο πατέρας μου με είχε αμολήσει κάπου στα επίσημα.

Ώσπου ακούω τον ήχο από την τρομπέτα.

Ήχος γνώριμος, τον είχα ακούσει στο διπλανό “Γεώργιος Καραϊσκάκης”, το οποίο είχα ήδη επισκεφθεί κάμποσες φορές για να δω τον Θρύλο.
 

Ήχος μονότονος και επαναλαμβανόμενος.

Ήχος που πήγαζε από μια τρομπέτα που άστραφτε τα κυριακάτικα μεσημέρια κάτω από των πειραιώτικο ήλιο

Ήχος που έβγαινε μέσα από τα πνευμόνια του θρυλικού Αττίλιο.

Κοντούλης, παχουλός, με στρογγυλά μάτια και πάντα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, καθόταν μόνος του ψηλά στο πέταλο και σάλπιζε -αυτή τη φορά όχι για τον αγαπημένο του Ολυμπιακό αλλά- για την αγαπημένη όλων, την εθνική Ελλάδας. Ημίθεος στα μάτια μου, έφυγα τρέχοντας από τα επίσημα και πήγα προς το μέρος του για να του πάρω αυτόγραφο. Τον έφτασα, του χαμογέλασα και του ζήτησα να υπογράψει σε ένα εισιτήριο που βρήκα κάτω. Μου χαμογέλασε κι αυτός, με χάιδεψε στο κεφάλι και με ρώτησε πώς με λένε. Του είπα “Ντίνο”. Έγραψε: “Στον αγαπημένο μου Κ/στα” (προφανώς, η κάθετος είχε να κάνει με τη συνήθεια του “Κων/νος”). Ήταν ξεχωριστός στη γραφή του, όπως ξεχωριστός ήταν και ως παρουσία στις κερκίδες: το πρότυπο του παθιασμένου αλλά υγιούς φιλάθλου που όλοι θα θέλαμε να κάθεται στο διπλανό κάθισμα. Και κάπως έτσι άναρχα, με το δικό του τον τρόπο τον ξεχωριστό, εκείνη την μέρα ο Αττίλιο έφτιαξε τη μέρα μου.

Πέθανε ο Αττίλιο. 
Πέθανε ένας δικός μου άνθρωπος.
Πέθανε αυτός που το άναρχο του αυτόγραφο κοσμεί το συρτάρι μου.

Τιμής ένεκεν, το χαρτάκι με την ιδιαίτερη αφιέρωση βγήκε από το συρτάρι κι έμεινε εκεί, βιτρινάτο, για κάμποσες ημέρες πάνω στο γραφείο μου.

Ο Βασίλης ο Δουρίδας, άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου το 1994 και θάφτηκε όπως ο ίδιος είχε ζητήσει μέσα σε ένα ολοκόκκινο φέρετρο, συνοδεία χιλιάδων οπαδών της πλέον θρυλικής ομάδας της Ελλάδας. Βιαστικά-βιαστικά πέρασε την πόρτα του Παραδείσου κι έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα. Σφύριξε και είδε τα αδέρφια του να μαζεύονται. Φώναξε ένα-ένα τα ονόματα των παιδιών που έβαψαν με το αίμα τους τα σκάλια της Θύρας 7. Και αφού άπαντες φώναξαν παρόντες, η παλάμη του άρχισε να χαϊδεύει με πάθος την τρομπέτα. Τα αυτιά όλων εστιασμένα στις νότες, τα χέρια ψηλά στον αέρα, χτυπούν συντονισμένα και με παλμό. Όπως τότε, κάτω, που στριμώχνονταν όλοι μαζί στο πέταλο της 7. Όπως σήμερα, όπως πάντα.

”Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ! Ο-ΛΥ-ΜΠΙ-Α-ΚΟΣ!”