Το πακετάρισμα είναι η αρχή των πάντων. Μια μικρή χειραποσκευή και μια βαλίτσα. Τα απολύτως απαραίτητα, όσα θα σου χρειαστούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όσα δεν γίνεται να μπουν στο πορτ μπαγκάζ, όσα δεν σε παίρνει να δεις να φεύγουν στο check in μέσα στη βαλίτσα σου για να τα ξαναδείς στον ιμάντα παραλαβής αποσκευών του αεροδρομίου του προορισμού. Όσα δεν σου επιτρέπεται να αφήσεις στο γκαράζ του πλοίου για όση ώρα διαρκεί το ταξίδι. Κινητό, βιβλίο, τσιγάρα, ένα νεσεσέρ υποθέτω. Ίσως και όχι. Ίσως μόνο κινητό, ακουστικά και τσιγάρα. Εισιτήριο και ταυτότητα. Τα απαραίτητα που χωράνε μέχρι και στη γνωστή, καγκούρικη, βολικότατη τσάντα μέσης. Ή που τέλος πάντων χωρούσαν. Μέχρι πριν λίγα χρόνια. Γιατί όλα τα “απαραίτητα” πλέον έχουν δικά τους απαραίτητα: τους φορτιστές τους. Τα απαραίτητα είναι πλέον υπερβολικά πολλά, ανεπαίσθητα δεσμευτικά, εντελώς ανελεύθερα. Οι τσάντες εξίσου βαριές μετά όλα όσα πρέπει να έχουμε στον νου μας.
“Πες μου ότι είσαι Βαλκάνια, χωρίς να μου το πεις”, μου είχε πει ειρωνικά (και εντελώς ξεκαρδιστικά) μια φίλη που ζει στο εξωτερικό, τη μέρα που συνειδητοποίησε πως τα ταπεινά μου τσιγάρα, με τον πακετάκι τους και τον αναπτήρα τους, είχαν αντικατασταθεί από μια συσκευή IQOS που κράδαινα αμήχανη στα χέρια μου, χαρακτηρίζοντάς την “θλιβερό υποκατάστατο”. Αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα ήταν πως τα νέα μου “τσιγάρα” θέλουν φόρτιση. Πέραν του χώρου στο υποσυνείδητό μου που πιάνει το ενδεχόμενο έλλειψής τους (να σταματήσω στο περίπτερο να πάρω ένα πακετάκι), το “νου μου” να μην τα ξεχάσω πουθενά, πλέον πρόσθεταν άλλη μια υποχρέωσή μου απέναντι στον αχρείαστο εθισμό μου και -ας μη γελιόμαστε- στον αργό μου θάνατο: να τον φορτίζω. Παλιά απλώς τον αγόραζα. Τώρα τον φορτίζω κιόλας. Κάθε βράδυ. Ίσως και δυο φορές τη μέρα. Μια μετά τη δουλειά, μια ακόμα πριν το ποτό, γιατί αλλιώς θα με προδώσει και η τράκα το 2023, που το κάπνισμα βασίζεται σε gadgets, δεν έχει καμία μα καμία ουσιαστική χρήση αν η συσκευή σου είναι αφόρτιστη, νεκρή, dead.
Στην ίδια απελπισία οδηγεί και η στιγμή που dead είναι και τα νέα, μικρά, υπέρκομψα λευκά (ή και όχι) ακουστικά. Τα οποία φυσικά έχουν τον δικό τους προσωπικό φορτιστή. Γιατί ποιος θέλει το 2023 να ξεμπερδεύει βρώμικα λευκά καλώδια ενώ το μετρό έχει ήδη αλλάξει δυο στάσεις και αυτή η αφοσιωμένη συγκέντρωση στο ξέμπλεγμα προκαλεί ζαλάδα και ο τύπος στο διπλανό κάθισμα έχει ήδη δώσει δείγματα ακατάπαυστης φλυαρίας; Υποθέτω κάποιος που έχει ζήσει το ίδιο και απαράλλαχτο σκηνικό με ασύρματα ακουστικά που έχουν ξεμείνει από μπαταρία. Να τα φορτίσουμε και αυτά το βράδυ. Καλού κακού. Να βάλουμε τον φορτιστή τους στην τσάντα με τα απαραίτητα, η οποία έχει βαρύνει ανεπαίσθητα, ωστόσο αβάσταχτα.
Η βραδινή ρουτίνα του μέσου ανθρώπου που έχει λίγη ακόμα ψυχή να χάσει έχει αρκετά στάνταρ σημεία. Είτε βρίσκεται στο σπίτι του, είτε στην καμπίνα ενός πλοίου είτε σε ένα φθηνό Airbnb, είτε ιδρωμένος σε μια σκηνή στην Εύβοια που κατά τις έξι το πρωί θα έχει μετατραπεί σε θερμοκήπιο. Βούρτσισμα δοντιών, καμία ενυδατική, ένα ποτήρι νερό, απενεργοποίηση συσκευών, βουτιά στο σκοτάδι, φόρτιση όλων τον απαραίτητων που πια φορτίζονται: τα “νέα” τσιγάρα, τα ακουστικά, το κινητό. Μερικοί φορτίζουν και e-book, άλλοι ρολόγια που τους ενημερώνουν για τα βήματα που έκαναν, τις θερμίδες που έκαψαν και κάποια συγκεκριμένη ώρα τους θυμίζουν πως “ήρθε η ώρα για ύπνο”, απλώς για να πατήσουν το snooze και να συνεχίσουν το doom scrolling στο TikTok.
Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, το μόνο που τους θυμίζει πως βρισκόμαστε στο 2023 είναι ένα υπερφορτωμένο πολύπριζο και τα μπλε και λευκά λαμπάκια πέντε έξι διαφορετικών συσκευών που κάπως έτσι τους υπόσχονται πως και αύριο δεν θα νιώσουν προδομένοι από την τεχνολογία. Σίγουρα πάντως λίγο εγκλωβισμένοι στην ανελευθερία της.