Έχουμε βρει διάφορους εύσχημους τρόπους να το θέτουμε ή κυρίως να αποφεύγουμε να το συζητάμε. Η επίσκεψη στην τουαλέτα, αλήθεια είναι πως δεν έχει τίποτα μα τίποτα το θελκτικό ως θέμα, μια αηδία είναι. Αλλά (έλα κιόλας που) είναι ανάγκη. Φυσική. Συχνά κατεπείγουσα. Και δεν μπορεί να περιμένει. Δεν δίνεις ραντεβού με το πότε ο οργανισμός θα σου πει «φίλε, τώρα αφοδεύουμε». Και μπορεί κάλλιστα, ή χείριστα όπως το βλέπει κανείς, να σε πετύχει το κακό (κατάλαβες τι κάναμε εδώ;) εν ώρα εργασίας. Ειδικά καθώς ΟΛΗ μέρα δουλεύουμε.
Είναι ένα θέμα ταμπού που δεν συζητάμε παρά μόνο με ένα πολύ στενό κύκλο δικών μας ανθρώπων – και μόνο αν είναι απολύτως απαραίτητο. Πρέπει όμως να προσπεράσουμε τις όποιες ντροπές. Γιατί, πάνω και πρώτα από όλα, είναι ζήτημα υγείας.
«Είναι ΟΚ να κάνεις κακά στη δουλειά» ήταν το μήνυμα που ανέβηκε στα social media με την υπογραφή υπηρεσίας του υπουργείου Υγείας της Αυστραλίας. Τα χιλιάδες like που πήρε το post στο Instagram έδειξαν με ντοκουμέντα πόσος κόσμος περίμενε απλώς μια αφορμή για να εκδηλωθεί, για να το βγάλει από μέσα του (κατάλαβες τι κάναμε και εδώ;).
Δίνεται έτσι παράλληλα αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση. Που υπό νορμάλ συνθήκες, ξαναλέμε, είναι κάθε άλλο παρά ωραία. Όμως αν είναι κάτι στο οποίο χρειάζεται να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας ή μας γυρνάει μπούμερανγκ αν το κάνουμε λάθος, πρέπει να το μιλάμε, δεν πρέπει;
Εκπαιδεύοντας τον εαυτό σου με την τουαλέτα, γλιτώνεις πολλά… κακά
Λοιπόν και ειλικρινά: Εσύ πας στη δουλειά για το “Number 2” (ακόμα ένας εύσχημος τρόπος για να το θέσουμε); Κι αν όχι, γιατί; Οι ειδικοί επιμένουν πως δεν πρέπει να αγνοούμε, ή πιο σωστά να καταπιέζουμε, το κάλεσμα της φύσης. Πως είναι λάθος να κρατιόμαστε, για πιο μετά, για το σπίτι. Ρισκάρουμε να δημιουργήσουμε διάφορα προβλήματα στον οργανισμό μας.
Oι περισσότεροι εξ ημών πάντως ούτε καν το διανοούνται. Για τη μυρωδιά που προδίδει το τι έγινε (υπάρχουν πάντως και αποσμητικά χώρου που κάνουν θαύματα, οι «ψαγμένοι» θα σου μιλήσουν και για τα σπίρτα), για το ότι σιχαίνονται να κάθονται σε δημόσιες τουαλέτες επειδή φοβούνται τα μικρόβια – το ακούμε ως επιχείρημα.
Μια κάποια οργάνωση ίσως να δώσει τη λύση. Να εκπαιδεύσουμε τον οργανισμό μας να αφοδεύει πριν φύγουμε από το σπίτι για δουλειά – δεν ισχύει για τους τυχερούς που κάνουν τηλεργασία. Να ξυπνάμε λίγο πιο νωρίς, να φτιάξουμε μια ρουτίνα, τυρόπιτα και Milko θα βοηθούσαν, αλλά έλα που μια τέτοια διατροφή καθημερινά περισσότερα κακά θα φέρει παρά θα λύσει (ναι, ναι, το κάναμε ξανά, σόρι),
Σε κάθε περίπτωση, πάντα θα υπάρχουν και αυτοί που δεν δίνουν δεκάρα για το πού, μόνο για την πράξη αυτή καθαυτή. Να ελευθερωθούν θέλουν, να «μερώσει» η καρδούλα τους. Και να γράψουν ίσως μετά ένα μήνυμα τέτοιου τύπου στις τουαλέτες:
Στην τουαλέτα, πάνω από όλα, δεν θέλει άγχος
Όλοι αφοδεύουν άλλωστε, αλλά ή απλά δεν χρειάζεται να το (ή τα) κάνουμε όλοι κάθε μέρα. Μην βάζουμε τσάμπα ανησυχίες στη ζωή μας, αρκετές έχουμε ήδη. Είναι μια παρανόηση το καθημερινό, όπως εξήγησε στο CNN η γαστρεντερολόγος Φόλασεϊντ Μέι, αναπληρωτής καθηγητής στην Ιατρική Σχολή David Geffen του UCLA.
«Έχω ακόμη και ανθρώπους που προσπαθούν να κλείσουν ραντεβού, επειδή λένε: “Ω, σταμάτησα να κάνω κένωση κάθε μέρα πριν από μερικά χρόνια”»», δήλωσε η Μέι. «Και πρέπει να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει πραγματικά ένας σταθερός ή φυσιολογικός αριθμός κινήσεων του εντέρου».
Αυτή η αντίληψη πιθανώς προέρχεται από την πεποίθηση της βικτοριανής εποχής ότι η καθημερινή κένωση του εντέρου μας κάνει πιο υγιείς, όπως εξηγεί ο Δρ Μάικλ Καμιλέρι σύμβουλος και καθηγητής στο τμήμα γαστρεντερολογίας και ηπατολογίας της Κλινικής Μάγιο στη Μινεσότα.
Κάτι όμως που στην πραγματικότητα δεν ισχύει. «Οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν οπουδήποτε μεταξύ μιας κένωσης του εντέρου έως τρεις φορές την ημέρα έως τρεις φορές την εβδομάδα», διευκρινίζει η Μέι. «Οπότε οπουδήποτε σε αυτό το εύρος, θεωρούμε ότι είναι φυσιολογικό».
Όταν πρόκειται για τις κινήσεις του εντέρου ως μέτρο της υγείας, η συχνότητα δεν είναι ο μόνος σημαντικός παράγοντας. Και αρκετοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το πόσο συχνά κάνουμε κακά, συμπεριλαμβανομένης της διατροφής, της ενυδάτωσης, του στρες, της ηλικίας, της χρήσης φαρμάκων και των κοινωνικών συνθηκών. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται πίεση, παιδιά. Χαλαρά και όλα γίνονται καλύτερα. Γενικώς και ειδικώς!