07.30. Το ξυπνητήρι χτυπά αγουροξυπνημένο, ο Πέτρος σηκώνεται στραβωμένος και ξεκινά όπως πάντα, ολίγον τι, καθυστερημένος. #diplis
09.30 Αφήνει την Παλιά Επίδαυρο. Ανάμεικτα συναισθήματα, λίγο το στράβωμα με τα καμένα του Παραδείσου, λίγο η βιασύνη του χρόνου και η πίεση στο προπορευόμενο “αργοκίνητο” ανεβαίνει.
10.30 Παρκάρισμα στην Κόστα, ποδήλατο στα χέρια, καϊκάκι και ΝΑ ΤΗ! Είναι πανέμορφη η ρημάδα η Σπέτσα, ιστορική και μοναδικά αριστοκρατική.
Εκεί, λοιπόν, πριν ένα μήνα – γιατί εδώ ζούμε, α-ρά-ζου-με και μετά γράφουμε – πραγματοποιήθηκε ο Διεθνής Αγώνας Κλασσικών και Παραδοσιακών Σκαφών – Spetses Classic Yacht Regatta 2016. Ναι, ακόμα και τόσες λέξεις τίτλος δεν αρκεί για να περιγράψει την απερίγραπτη ομορφιά, την ελληνική μοναδικότητα και την μεσογειακή σημαντικότητα του αγώνα.
Ξέρεις, ο κόσμος που ζούμε ζητά διαρκώς το νέο, το φρέσκο, το καναλωτικό. Έμαθε να ζει έτσι, με υλιστικές ονειρώξεις και συνεχή απαξίωση του παρελθόντος. Σταμάτησε να εκτιμά την ανθρώπινη δημιουργία και έκανε στροφή στη ρομποτική μανία. Όλα σε κουτάκια, όπως και η ζωή του.
Στις Σπέτσες, ήταν αλλιώς.
Σε έκαναν να το πιστέψεις οι εκατοντάδες αναβιωτές της ναυτικής μας ιστορίας, τα 78 μουσειακά σκάφη και οι χιλιάδες νοσταλγικοί θεατές. Σε ταρακουνούσε το θέαμα, δεν είχες άλλη επιλογή.
Σκάφη φτιαγμένα με αγάπη, άλλα στα δημοφιλή Σπετσιώτικα καρνάγια και άλλα στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Ταξιδεμένα πάνω στις ράγες του Ισημερινού, φτιαγμένα να γνωρίσουν τον πλανήτη σε τολμηρούς ιστιοπλόους.
Παρασκευή η αφετηρία, με αέρα συνεπή και ήλιο γητευτή, όλα να μοιάζουν τόσο μακριά από το γραφείο.
Ειδικά για τον ήλιο ξέραμε τι να κάνουμε. Όπως και οι υπόλοιποι ιστιοπλόοι, εφοδιαστήκαμε από τη La Roche-Posay με το υπερ-πρακτικό Anthelios XL Fluid SPF50+. Τι κι αν βόλταραν από πάνω UVB & UVA ή μας έγλειφε γλυκά το θαλασσινό νερό, η αντηλιακή (και υπερ-βασική) προστασία μας ήταν εκεί, εγγυημένη 100%.
Κάποιος πρέπει να με σκουντήξει, να με φέρει πίσω απ΄τα νοσταλγικά μου ταξίδια και την απαράμιλλη μαγεία που αντικρίζω. Κάπου εκεί, ένα παραλιακό διάλειμμα με βάζει στη θέση μου (και για λίγο πίσω στη δουλειά) για να κλείσω τα μάτια λίγο αργότερα και γεμάτος αγωνία να ξυπνήσω Σάββατο.
Είμαι τυχερός. Όχι πάντα, εδώ όμως είμαι πολύ τυχερός. Η αγαπημένη μαέστρος της διοργάνωσης, Μαρίνα Κουταρέλλη, με έχει προορίσει για πλήρωμα στο πιο μοναδικό όλων των σκαφών. Ούτε “ίσως”, ούτε “ένα εκ των”, είπαμε ΤΟ πιο ομορφο. Άντε, της είχα πει πως έχω και δίπλωμα ιστιοπλοΐας, έτσι, για να μη λέτε .
Πίσω στο 1930 και βλέπουμε το Puritan να ναυπηγείται. Το πείραμα ατσάλι-ξύλο πετυχαίνει και η καθέλκυση ορόσημο της παγκόσμια ιστιοπλοΐας είναι γεγονός. Ένα σκάφος λυτρωτικής ομορφιάς, αισθητικής αλλά και αντοχής, είναι έτοιμο να αλωνίσει τις ακτές της Καραϊβικής και μετά “βλέπει”. Ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει πως 86 χρόνια μετά θα το κοιτούσα με στόμα ανοιχτό χαμένος στην κατασκευαστική του μαγεία και τα κατατεθειμένα στο σκαρί του, αποτυπώματα του ανθρώπινου πάθους.
Θα γνωρίσω τον Thomas, τον ιδιοκτήτη του, έναν ευγενέστατο Ιταλο-Αμερικάνο 40άρη. Όγδοος ιδιοκτήτης, με παρασυμοφορημένα παιδικά καλοκαίρια στις Σπέτσες, είναι εδώ για να κάνει το πρώτο του ταξίδι μετά τη δαιδαλώδη ανακατασκευή. Μικρό παιδί και πάλι. Με περίσσιο ενθουσιασμό για να μιλήσει, να αναλύσει, να εξηγήσει και να συντροφεύσει τους πάντες στο deck. Ακόμα και μένα, τον ενοχλητικό δημοσιογράφο.
Ένας άνθρωπος πολυεκατομμυριούχος, πρώτα σε αισθήματα και τρόπους και μετά σε όλα τα άλλα. Ένας θιασώτης Ανάργυρος.
Ξέρεις, ο άνθρωπος που έδωσε στις Σπέτσες τη σημερινή τους εικόνα. Εκείνος που γύρισε με πάμπλουτα ροζιασμένα χέρια, έπλασε την πολιτιστική ταυτότητα του νησιού, όρισε την κοινωνική του συνοχή και έδωσε στον τόπο τη δική του σχολή. Αυτός που σήμερα θα έβλεπε την ιστορία της ναυτοσύνης στα νερά των Σπετσών και θα βούρκωνε γοερά.
Μπροστά του τα Λατίνια, τα πρώτα σκάφη “επιβίωσης” των ντόπιων, τα Καΐκια, οι πρώτες τους “μπίζνες” και τα μεγάλα Ιστιοφόρα, το κεφάλαιο που κάποτε οριζόταν απο την προσφορά και όχι από τη λαμογιά του.
Είναι απερίγραπτα στο ντεκ. Ένα πολυσυλλεκτικό πλήρωμα, ευφάνταστα επιλεγμένο από τα υπόλοιπα 10 -μόλις- αντίστοιχα σκάφη στον πλανήτη. Ναι, αυτά τα χέρια έχουν ταχθεί γι’αυτά τα σκάφη. Θα τους δεις να γυρνούν στα ανθρακονήματα και τους μεγάλους παγκόσμιους αγώνες, δεν θα τους δεις όμως ποτέ να χαμογελούν σ’αυτούς.
Σώμα, ψυχή και μυαλό ταγμένα στην παράδοση.
Δίπλα μου ο κος Μανώλης, ιδιοκτήτης του Ποσειδωνίου, να αναπτύσσει την αλτρουιστική του φιλοσοφία για το νησί, την πολιτιστική του κληρονομιά και τις επενδυτικές ευκαιρίες του. Σπάνιος και εκείνος, σε όλα του. Σπάνια και η διάθεσή του για ζωή και δημιουργία.
Το απόγευμα είχαμε πλέον γυρίσει όλο το νησί για να φτάσουμε πάλι στην αφετηρία. “Τι εμπειρία!” έλεγα από μέσα μου, “πού βρέθηκα ρε φίλε;”.
Με τον ενθουσιασμό να έχει πιάσει καύσωνα, δεν σταματούσα τις κουβέντες. Βλέπουν, ρε γαμώτο, αλλιώς τη ζωή οι άνθρωποι που παθιάζονται μαζί της. Ξέρετε, όλοι πεθαίνουν, αλλά δεν ζουν και όλοι. Το ξεχνάμε αυτό ακόμα κι αν ζούμε σε έναν τόπο φυσικά χαρισματικό και πολύπλευρα μοναδικό.
Δεν είναι τα χρήματα το πρόβλημα μας. Είναι τα πάθη μας. Δεν τα αναζητούμε κι αυτά δεν θα ‘ρθουν ποτέ μόνα τους. Ε λοιπόν, εδώ κατάλαβα καλύτερα την επιμονή που ζητούν.
Κόντρα σε όλα, κάνε αυτό που αγαπάς, πόνεσε, λύγισε, γονάτισε οικονομικά και λυτρώσου απλόχερα. Για τα υπόλοιπα, πείτε τους να ρωτήσουν την υστεροφημία σας.