Τρεις μέρες μετά και το μυαλό μου ακόμα τρέχει. Έχει rally-lag. Είναι πολύ χειρότερο από το jetlag, αλλά θα το καταπιώ και θα προσπαθήσω να βρω πότε ξεκινά η ιστορία του Historic Rally Of Greece.
Για μένα, είναι σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Όταν ο πατέρας μου με σήκωσε στους ώμους του για να δω τον Μίκι Μπιασόν να ανοίγει τη σαμπάνια του νικητή στο Acropolis Rally το 1989. Ήμουν μόλις 6 ετών και θυμάμαι τα αυτοκίνητα να πετούν. Κι αν το Ράλλυ αυτό σήμερα λείπει από το παγκόσμιο πρωτάθλημα, παραμένει ζωντανό μέσα απ’ το Ευρωπαϊκό, αλλά και την ιστορική του αναβίωση. Το λες και όνειρο ζωής να τρέξεις -και να τερματίσεις- σε ένα τέτοιο. Το είπαμε για πλάκα. Ε, το κάναμε.
Μέρα 1η: Το ατελείωτο YOLO
Με συνοδηγό τον Ντόκο και φουλ έτοιμοι να εκπροσωπήσουμε τo Provocateur, φορτώσαμε την Alfa Romeo Sprint μου και πήγαμε στην έναρξη απλά «για την εμπειρία». Με τον Πέτρο πίνουμε καφέδες με τεράστια επιτυχία. Ράλλυ δεν είχαμε τρέξει ποτέ. Ούτε ξέραμε πώς. Ούτε υποθέσαμε ότι θα είναι δύσκολο.
Ήταν.
Ανάμεσα σε φανταστικά αυτοκίνητα με αγωνιστικές περγαμηνές και οδηγούς που είχαν τους υπολογισμούς του ιδανικού χρόνου για πρωινό, μπήκαμε κι εμείς, με βερμούδες και ανάποδα καπέλα για να μάθουμε πώς θα φέρναμε εις πέρας το Ιστορικό Ράλλυ της Ελλάδος. Ο τίτλος έκρυβε το Ακρόπολις από πίσω, αλλά και Ιστορικό Ράλλυ Μπανάνας να το λέγανε, όλοι ξέραμε τι ήταν: το πιο απαιτητικό Ράλλυ για ιστορικά αυτοκίνητα. Θα έπρεπε να διανύσουμε σχεδόν 900 χιλιόμετρα σε 3 μέρες, με μέσο όρο 6 ώρες οδήγησης ημερησίως, σ’ ένα αυτοκίνητο που κάποτε έμεινε 3 φορές σε μία μέρα.
Έπρεπε να οδηγήσουμε συνετά και να τηρούμε τους κανόνες. Υπολογίζοντας τη μέση ταχύτητα, έπρεπε να ολοκληρώσουμε διαδρομές σε ιδανικό χρόνο. Αυτό κάποιοι το πετυχαίνουν με βοηθήματα, αλλά εμείς κρατώντας ζωντανό το old-school πνεύμα, το κάναμε στην τύχη. YOLO λοιπόν μέχρι τον τερματισμό, όπου βρεθήκαμε στην 25η θέση από τις 35 της προσωρινής κατάταξης. Πέντε αυτοκίνητα, είχαν ήδη εγκαταλείψει. Αποφασίσαμε ότι μπορούμε και καλύτερα και πεθάναμε στον ύπνο.
Μέρα 2η: Μαθηματικές πράξεις και Ντοκαΐνη.
Τη δεύτερη μέρα δεν μπήκαμε στο εσωτερικό της Alfa, αλλά σε ένα υπερ-ράλλυ αυτοκίνητο, έτοιμοι για διάκριση. Είχαμε αποφασίσει ότι μπορούμε να ανέβουμε θέση και να περάσουμε μία Porsche, ένα Lada και ότι άλλο βρεθεί στο διάβα μας – χρονικά πάντα. Ο Ντόκος άρχισε κάτι σουρεάλ μαθηματικές πράξεις τύπου π, αποφάσισε ότι ήξερε τα πάντα κι εγώ ακολούθησα τις εντολές του. Είναι γεγονός: όλη τη δουλειά την κάνει ο συνοδηγός. Ο οδηγός, απλά πατάει γκάζι και στρίβει όταν πρέπει να στρίψει. Το αφεντικό κάθεται όμως πάντα δεξιά στο αυτοκίνητο. Αριστερά κάθεται ο υπάλληλος. Η πώρωση του Ντόκου για νίκη, με πώρωσε διπλά.
Και απέδωσε. Αποφύγαμε μαντριά με κατσίκες, απότομες στροφές και δρόμους που ήταν τόσες οι λακκούβες, που η ψυχή μου πονούσε περισσότερο από το κουρασμένο σασί της Ιταλίδας μου, αλλά βγήκαμε αλώβητοι από μια μέρα με αμέτρητες ειδικές χωρίς να κάνουμε ούτε ένα λάθος. Τελική κατάταξη; 22οι, έχοντας αφήσει πίσω την Porsche που βάλαμε στο μάτι. Το Lada μας ξέφυγε. Κοιμήθηκα ήσυχος, γιατί είχε μπει μία κατσίκα μέσα στο αμάξι από το παράθυρο σε μια ειδική διαδρομή. Ξαφνικά εγώ και ο Άρι Βατάνεν, είχαμε κοινά.
Μέρα 3η: Το λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί.
Σειρά είχε η μεγάλη μέρα: το φινάλε. Εδώ κρινόντουσαν όλα. Αν δεν κάναμε λάθος, θα κλειδώναμε τη θέση μας. Θα τερματίζαμε στο πρώτο μας ιστορικό Ράλλυ ευρωπαϊκών προδιαγραφών και θα γράφαμε –λέμε τώρα- ιστορία. Μπήκαμε στην Alfa που το προηγούμενο βράδυ καθάριζα στη 1 μετά τα μεσάνυχτα, μήπως και τη φωτογραφίσουν. Βάλαμε μπρος.
Έχοντας κατεβάσει ένα app στο iPhone, ελέγχαμε την ταχύτητά μας με GPS και είχαμε καταφέρει να βελτιώσουμε ραγδαία τους χρόνους μας. Το ταχύμετρο μου άλλωστε είχε ακόμα Πάρκινσον. Όλα πήγαιναν καλά και ονειρευόμασταν ότι θα είχαμε κάνει τον καλύτερο χρόνο του σύμπαντος, όταν ξαφνικά: μία λάθος στροφή μέσα σε ένα χωμάτινο χαντάκι. Αναρωτηθήκαμε αν έχουμε στρίψει σωστά. «Πήγαινε λίγο πιο κάτω». Υπάκουσα. «Οκ, λάθος. Δεν έπρεπε να πάμε πιο κάτω». Αγανάκτησα. Η φιλία που είχε χτιστεί με κόπο και χιλιόμετρα στο κόκπιτ της Alfa πήγε να καταρρεύσει, όταν το γκάζι κυρίευσε το μυαλό μου. Έπρεπε να φτάσουμε στο επόμενο checkpoint στην ώρα μας.
Πήγαμε τόσο γρήγορα, που κάναμε ξανά λάθος στροφή. Πώς το καταλάβαμε; Συναντήσαμε το Lada. Και τότε ο αγώνας έγινε προσωπικός. Εκείνοι ή εμείς.
Τελικά εμείς. Το σούρουπο της Κυριακής μας βρήκε στο Ναύπλιο, κάτω από μία καρό σημαία που επάξια μας έδωσε το νούμερο 21 στην τελική κατάταξη, στο Ιστορικό Ράλλυ της Ελλάδος. Δεν είχαμε τερματίσει απλά σώοι, αρτιμελείς και σε ένα αυτοκίνητο που γουργούριζε χαρούμενο. Είχαμε πιάσει θέση που ζήλευαν και οδηγοί με ιστορία και αμέτρητα gadgets. Η χαρά μας κράτησε λίγα λεπτά, μέχρι να αρχίσουμε να αγχωνόμαστε για τον επόμενο αγώνα.
Γιατί τελικά στη ζωή, τα Ράλλυ είναι οι ειδικές διαδρομές που χρονομετρούνται και «μετράνε». Το υπόλοιπο, είναι απλά χρόνος για να πας από το ένα checkpoint μέχρι το επόμενο. Οπότε μέχρι το επόμενο Ράλλυ, κάθε μέρα που περνάει με φέρνει πιο κοντά στο να νιώσω ξανά ζωντανός.
Άσε που πλέον έχουμε κι ένα κοινό με το πλήρωμα εκείνης της Lancia που όλοι ζητωκραύγαζαν, τότε, το 1989.