Γράφει ο Ανδρέας Πασσάς
Μυήθηκα πρώτη φορά στον κόσμο του Dune με εκείνο το δυσκοίλιο και ψυχεδελικό τύπου Star Wars φιλμ – έτσι το κατηγοριοποίησα για καιρό στο μυαλό μου – του David Lynch, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 80. Φυσικά, τότε, δεν γνώριζα τίποτα για τον σκηνοθέτη ούτε για το βιβλίο πάνω στο όποιο είχε πατήσει το σενάριο. Για εμένα, ήταν μια ακατανόητη φόλα με ελάχιστη δράση, πολύ σκοτεινή εικόνα και το χειρότερο από όλα, δεν είχε έντονα λέιζερ όπλα και έναν ήρωα που να μπορώ να ταυτιστώ. Τι άλλο δηλαδή να ήθελε ένα εντεκάχρονο με πρόσβαση στις βιντεοκασέτες που νοίκιαζαν μανιωδώς οι γονείς του και είχε για φιλμικό πρότυπο τον Κόναν τον Βάρβαρο;
Αρκετά χρόνια μετά, εκείνη η ταινία Dune, απέκτησε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, παρά τις καταφανείς αδυναμίες της, όταν διάβασα το ομώνυμο βιβλίο του Frank Herbert που την ξεκλείδωσε και με καθοδήγησε μέσα από τα θολά νερά του πετσοκομμένου σεναρίου της και του ανελέητου μοντάζ που είχε υποστεί. Αυτή η θερμή αγάπη δεν θα συνέβαινε ποτέ όμως, εάν η φαντασία του συγγραφέα δεν με είχε συμπαρασύρει τόσο απόλυτα στις σελίδες του κόσμου που είχε δημιουργήσει. Έκτοτε μάλιστα, δεν βρέθηκα ποτέ σε άνυδρο και άγονο μέρος ή σε κάποια παραλία με πλούσιες θίνες άμμου, δίχως να σκεφτώ έστω και για μια φευγαλέα στιγμή τον πλανήτη Αράκις.
Οπότε, δεδομένης της σχέσης μου με το συγκεκριμένο έργο του πολυγραφότατου και πολύπλευρου Frank Herbert – διάβασα και τα εφτά βιβλία αφού τα απέκτησα στις αγγλικές εκδόσεις με πολύ κόπο – μπορεί κάποιος να υποθέσει με σιγουριά ότι ενθουσιάστηκα στο άκουσμα της είδησης μιας νέας μεταφορά του από τον Denis Villeneuve.
Ε λοιπόν όχι, δεν πέταξα και τη σκούφια μου.
Έχω μάθει να κρατάω μικρό καλάθι όταν τα αγαπημένα μου βιβλία γίνονται ταινίες με hype. Και αυτό γιατί, το σινεμά παραδοσιακά στοχεύει στην τέρψη των πολλών ενώ τα βιβλία στους ομογάλακτους σε σκέψη με τον συγγραφέα, ακόμα και όταν καταλήγουν εποχιακά best seller. Η διαφορά στη δεύτερη περίπτωση έγκειται στο ότι δεν έρχεται το x κινηματογραφικό στούντιο να ρίξει ένα σκασμό λεφτά στην παραγωγή του καλλιτεχνικού έργου περιμένοντας να τα πάρει πίσω. Όπως έχουν διαπιστώσει πολλοί ρομαντικοί, μια τέτοια «δημιουργική» ώθηση μπορεί να οδηγήσει σε μια παρέμβαση από το στούντιο του στυλ «στην κορύφωση της ταινίας θέλω ο ήρωας να τα βάλει με μια γιγαντιαία αράχνη και να ανέβει στη ράχη της και να την αρχίσει στις μπουνιές».
Στο Dune του 2021, έτρεμα την πιθανότητα της «αράχνης» αλλά διαψεύστηκα πανηγυρικά από τον Denis Villeneuve. Για τρείς ώρες σχεδόν, ήμουν βυθισμένος στον κόσμο του συγγραφέα, έβλεπα εικόνες που ταίριαζαν απόλυτα με εκείνες στο κεφάλι μου όταν βουτούσα στις σελίδες των βιβλίων του και ένιωθα ότι κάποιος μου κάνει δώρο μια σπάνια εμπειρία.
Εδώ όλα είναι σε μεγάλη κλίμακα, η κινηματογράφηση υποδειγματική και τα εφέ δεν κλωτσάνε στο μάτι. Η μουσική δε, σε γραπώνει από το λαιμό. Ο Villeneuve έχει μελετήσει ξεκάθαρα την ταινία του David Lynch και το storyboard με τα σχέδια του Moebius από την πρώτη άκαρπη προσπάθεια του Jodorowsky στα 70s και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εικαστικά γέρνει προς τον δεύτερο. Δεν υπάρχει σημείο στην ταινία που να μην φαίνεται καλά διαβασμένος, γνωρίζοντας παράλληλα ότι η πλειοψηφία των θεατών μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή σε μια πυκνή αφήγηση και να καταλήξει να αδιαφορεί. Με καίριες υποδείξεις, ο θεατής μαθαίνει όσα πρέπει για το σύμπαν του Herbert. Άλλωστε ο Αράκις, το μονοπώλιο της μελάνζης (spice) και ο θρησκευτικός ζήλος, μας είναι αρκετά οικεία από το δικό μας παρελθόν και παρόν.
Οι χαρακτήρες δεν είναι εξωγήινες καρικατούρες ούτε τέρατα. Είναι άνθρωποι που απαρνήθηκαν ως αιρετική την τεχνολογία που φλερτάρει έστω και οριακά με την τεχνητή νοημοσύνη και αναζητούν μέσω της θρησκείας τους, τον Υπεράνθρωπο που θα εξελίξει την ανθρωπότητα. Στον Πωλ Ατρείδη (Timothee Chalamet) δεν θα βρεις τον κλασικό ήρωα μιας διαστημικής όπερας και ο Villeneuve επιδέξια αποφεύγει να τον παρουσιάσει ως τέτοιο, παρότι είναι ο κεντρικός χαρακτήρας στην αφήγηση και είναι ελάχιστες οι σκηνές που απουσιάζει. Είναι ένας υποψήφιος Μεσσίας και αυτοί συνήθως καταλήγουν σε εκτροφείς ανεξέλεγκτων θηρίων παρά σε πρότυπα ή τραγικές φιγούρες που συμπάσχεις μαζί τους. Ο σκηνοθέτης με τα οράματα του πρωταγωνιστή σε προετοιμάζει για αυτό. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Αλλά αυτό αφηγηματικά έπεται και εξαρτάται μάλιστα από τον αριθμό των εισιτηρίων για να το διαπιστώσει το κοινό.
Τέλος για να μην μακρηγορώ, ειδική μνεία στον αγνώριστο Stellan Skarsgard που με δυο μικρές λεπτομέρειες αποτίει φόρο τιμής στον Marlon Brando και στον χαρακτήρα του Colonel Kurtz από το «Αποκάλυψη Τώρα».
Εν κατακλείδι, αν με ρωτήσει κάποιος γιατί να πάει να δει το Dune, θα του πω γιατί είναι σπουδαίο σινεμά και αυτό από μόνο του αρκεί. Σε εκείνους που αγάπησαν το βιβλίο, θα πω «Ουφ, Villeneuve τα κατάφερε». Αν και το έχετε διαπιστώσει ήδη.
*Ο Ανδρέας Πασσάς έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Κακή Σπορά», εκδ. «Πνοή» (2018) και τη νουβέλα «Νότιοι Τρόποι» εκδ.24γράμματα (2021).