«Τοποθετημένο σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Χονγκ Κονγκ, αυτό το βαρετό ριμέικ ενός κλασικού soft porn με πρωταγωνίστρια τη Νοεμί Μερλάν ως Εμμανουέλα, η οποία μαθαίνει ότι της αρέσει να… “παρακολουθεί”. Για το κοινό μάλλον θα ισχύει το αντίθετο» σημειώνει η Νατάλια Γουίλκμαν στην κριτική της ταινίας Εμμανουέλα για το Indie Wire. Αυτό είναι το μοτίβο των κριτικών, μέσες άκρες.
Η Εμμανουέλα πετάει μόνη στο Χονγκ Κονγκ για επαγγελματικό ταξίδι, αναζητώντας παράλληλα τη χαμένη απόλαυση. Σε αυτή την αισθησιακή παγκόσμια πόλη, όπου συναντά πολύ κόσμο, γνωρίζει και ξεχωρίζει τον Κέι, έναν άντρα που παίζει συνεχώς μαζί της.
Εμμανουέλα: Ο θεμέλιος λίθος του soft porn, μεν, αλλά…
Στα χαρτιά, μια σύγχρονη φεμινιστική επιστροφή στην «Εμμανουέλα» μοιάζει σαν μια απολαυστική ιδέα. Ένα πορτρέτο απελευθερωμένης γυναικείας σεξουαλικότητας που αποδομείται από την πατριαρχική δομή, το soft porn του Ζιστ Ζαεκέν του 1974 είναι η θεμέλια λίθος, μια εμβληματική στιγμή για την εποχή της.
Ωστόσο, η «Εμμανουέλα» δεν παύει να ασθμαίνει μέσα στο αναιμικό σενάριο. Αυτό υπογραμμίζει το Variety που σημειώνει πως «δεν υπάρχει παλμός, μια ιδέα για να ενεργοποιηθεί, πολύ περισσότερο μια ανατροπή» στο remake της Εμμανουέλα της Οντρέ Ντιουάν, η οποία άνοιξε το Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Στην κριτική του το Variety τονίζει πως η ταινία προσπαθεί να πατήσει από τη μία στη φεμινιστική βάρκα και από την άλλη στο κυρίαρχο πατριαρχικό αφήγημα της ταινίας. Στο τέλος, η ταινία μοιραία «πνίγεται». Το Variety επισημαίνει την απογοήτευση από τη σκηνοθέτρια που έχει κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία πριν από τρία χρόνια με το τρυφερό αλλά σκληροτράχηλο δράμα της, «Happening».
Η Στεφανί Μπάνμπερι, συντάκτρια του Deadline, μοιράζεται την έκπληξή της για το γεγονός πως η Οντρέ Ντιουάν δεν παρακολούθησε ποτέ την πρωτότυπη Εμμανουέλα του 1974. «Όλοι οι ηθοποιοί είναι, στην πραγματικότητα, τόσο καλύτεροι από το υλικό τους που σχεδόν καταφέρνουν να μετατρέψουν την ιστορία της αφύπνισης της Εμμανουέλας – η οποία έρχεται τελικά και αναπόφευκτα, με έναν παρατεταμένο αναστεναγμό- σε κάτι παράξενο και ενδιαφέρον».
Η Μπάνμπερι, μάλιστα, «βλέπει» μια «συναρπαστική παραδοξότητα σε αυτό το erotica nouveau» αν και «τα φεμινιστικά διαπιστευτήρια της ταινίας θα αμφισβητηθούν, αλλά η Ντιουάν και η συν-σεναριογράφος της, Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, αξίζουν αναγνώρισης γιατί διαχώρισαν αποτελεσματικά την αντίληψη της ευχαρίστησης από το κυνήγι των ανδρών και την ευχαρίστησή τους».
«Είναι αταίριαστο να βλέπεις έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη όπως η Ντιουάν να αφιερώνει το χρόνο της σε όλες τις αυστηρές ρυθμίσεις, χωρίς ουσία. Παρακολουθώντας την αντι-κλιμάκωση, μπορεί να συλλάβεις τον εαυτό σου να αναζητά σπίθες ενδιαφέροντος, όπως το εξωτικό μπουκέτο στο λόμπι του Ρόζφιλντ που γέρνει καθώς περνά η μέρα. Μιλάμε για έναν μικρό θάνατο» γράφει το Indie Wire, που προσπαθεί να βρει ψήγματα τέχνης στην ταινία.
«Πράγματι, η πιο σέξι σκηνή της ταινίας βρίσκει την Εμμανουέλα να μπαίνει στο δωμάτιο του Κέι και να βγάζει selfie γυμνή στο κρεβάτι του. Καθώς παρακολουθεί τον εαυτό της μέσα από τον φακό της, ένας αυτοερωτικός παλμός σφύζει μέσα από την ταινία σαν καρδιακός παλμός. Μπορεί να είναι ισχνός, αλλά τουλάχιστον είναι απόδειξη ζωής».
Αξίζει να υπενθυμίσουμε τον υπέροχο τρόπο που ο Γιώργος Λάνθιμος ασχολείται με το θέμα της γυναικείας σεξουαλικότητας και απελευθέρωσης, η οποία απειλεί την πατριαρχική δομή της κοινωνίας, στο Poor Things. Δεν είναι απλά ένας διάλογος ή μια σκηνή ή μια ολόκληρη ταινία που μπορεί να μεταφέρει ένα ισχυρό μήνυμα. Είναι η προσέγγιση, το όχημα και η οπτικοποίηση, Γαντ ντεμ ιτ!