Το “Uglies” θέτει ένα ενδιαφέρον ερώτημα: τι θα συνέβαινε αν ο κόσμος απαιτούσε από κάθε έφηβο να υποβληθεί σε υποχρεωτική πλαστική χειρουργική για να γίνει όμορφος; Σε μια κοινωνία που λατρεύει την τελειότητα της εμφάνισης, το concept φαίνεται αρχικά συναρπαστικό και προσφέρει άπειρες δυνατότητες για κοινωνικά και πολιτικά σχόλια. Και όμως, αυτή η ταινία διαλύει κάθε ελπίδα να δούμε κάτι πραγματικά πρωτότυπο, προδίδοντας τον εαυτό της στα ίδια τα μέσα που θέλει να καταδικάσει.
Χωρίς να μπαίνουμε σε spoilers (ακόμα), πρέπει να αναφερθούμε στην αίσθηση του παλιού και χιλιοειδωμένου που διαπερνά την ταινία. Με μια πρώτη ματιά, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για κάτι νέο. Η ίδια φόρμουλα που είδαμε στο “Hunger Games” και στο “Divergent”, με τον μοναδικό όμως στόχο να επαναλάβει κλισέ δράσεις χωρίς να προσθέτει τίποτα ουσιαστικό στο είδος.
Το οποίο δεν θα ήταν πρόβλημα, ειδικά για κάποιον που δεν έχει διαβάσει τα βιβλία του Scott Westerfeld (είναι τέσσερα και όπως έχεις καταλάβει, έχουν γίνει best seller από την δεκαετία του 2010), αν δεν μιλούσαμε για τόσο “βαρετά” και “βασικά” κενά και λάθη, σε κάθε σημαντική κατηγορία της ταινίας. Είτε μιλάμε για το σενάριο, είτε για τη σκηνοθεσία, είτε για τις ερμηνείες, είτε για τα γραφικά.
Το χειρότερο από όλα είναι η αίσθηση ότι αυτή η ταινία έχει παλιώσει πριν καν αρχίσει. Η πλοκή, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει ένταση, τελικά γίνεται προδιαγεγραμμένη και βαρετή, με CGI τόσο “καθαρό” και απρόσωπο, που μοιάζει με οθόνη screensaver. Τα εφέ, οι διαλόγοι και η ερμηνεία των ηθοποιών φαντάζουν επίπεδα και αδιάφορα. Η Joey King μπορεί να έχει αστέρι στο χώρο της νεανικής τηλεόρασης, αλλά εδώ απλά περιφέρεται από σκηνή σε σκηνή, σαν να κάνει μια υποχρέωση και όχι έναν πρωταγωνιστικό ρόλο που θα αναδείξει το ταλέντο της.
Uglies “όνομα και πράγμα” (από’ δω και πέρα έχει και spoilers)
Η βασική ιδέα της υποχρεωτικής ομορφιάς είναι μια σύγχρονη διαμαρτυρία κατά της πίεσης της κοινωνίας προς τα πρότυπα ομορφιάς, και σίγουρα ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του πρωτότυπου μυθιστορήματος του Westerfeld. Όμως, η ταινία αποτυγχάνει να εμβαθύνει στο κεντρικό της θέμα. Η πλαστική χειρουργική στα 16 παρουσιάζεται ως κάτι σχεδόν δεδομένο, αλλά η ταινία δεν προσπαθεί καν να ανοίξει τον διάλογο για το πώς η κουλτούρα των influencers και της διαρκούς αυτοβελτίωσης έχει επηρεάσει τους νέους.
Κι εδώ είναι που το “Uglies” χάνει την ευκαιρία του: Θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευθεία κριτική στην εποχή των social media, της ανάγκης για ομοιομορφία και της αυξανόμενης εξάρτησης από την αποδοχή της διαδικτυακής κοινότητας. Αντί για αυτό, όμως, μας δίνεται μια επιφανειακή περιπέτεια γεμάτη αδιάφορα ερωτικά υποπλοκάκια και προβλέψιμες αλληγορίες.
Οι χαρακτήρες μοιάζουν λες και βγήκαν από εργοστάσιο παραγωγής χάρτινων ρόλων. Ο David, ο ηγέτης των επαναστατών και πιθανός έρωτας της πρωταγωνίστριας Tally, είναι τόσο προβλέψιμος που μετά βίας θυμάσαι τι λέει ή κάνει. Η σχέση του με την Tally είναι βαρετή, χτισμένη μόνο για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες ενός ακόμα YA love story. Η φιλία της Tally με την Shay μοιάζει πιο ειλικρινής, αλλά και πάλι, η δυναμική τους δεν εξελίσσεται ποτέ πέρα από τα κλισέ της αντάρτισσας και της διστακτικής ηρωίδας.
Η οπτική αισθητική της ταινίας είναι το πιο απογοητευτικό σημείο. Όλα μοιάζουν τόσο πλαστικά όσο και τα πρόσωπα που “μεταμορφώνονται”. Η πόλη των “Pretties” θα έπρεπε να λάμπει με φουτουριστική κομψότητα, αλλά αντί αυτού μοιάζει με ξεχασμένο σκηνικό από το “Sims”. Τίποτα δεν ξεχωρίζει ούτε στην αισθητική των κοστουμιών ούτε στους χώρους δράσης.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία που δεν ξέρει τι θέλει να πει. Η προσπάθεια να μιλήσει για την πίεση της κοινωνίας στην εξωτερική εμφάνιση καταλήγει ρηχή, σαν το ίδιο της το μήνυμα να φοβάται να μπει σε βάθος. Στην εποχή των YA δυστοπιών, το “Uglies” ήταν η ευκαιρία να επαναφέρουμε στο τραπέζι σημαντικά θέματα. Αντί γι’ αυτό, η ταινία ανακυκλώνει τα ίδια παλιά μοτίβα, θυμίζοντάς μας γιατί πολλοί έχουν κουραστεί από αυτό το είδος.
Το “Uglies” είναι ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο των YA – ναι Young Adults σημαίνει, μην ξαναρωτήσεις – δυστοπιών, και δυστυχώς, δεν είναι ούτε όμορφο ούτε προκλητικό.