Συγκαταλέγεται πια στις παραδόσεις μας ως έθνος. Είναι συνώνυμο του Δεκαπενταύγουστου, το background των «Καλή Παναγιά», θρησκευτική εμπειρία . Ένα καλτ underground έπος που όλους μας ενώνει. Και μόνο «ευχαριστώ» λέμε στο Ertflix που φρόντισε αυτή τη φορά να μην πάμε στο YouTube (στο οποίο είναι χρόνια ελεύθερο και ολόκληρα διαθέσιμο, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει με όλα τα κοινωνικά αγαθά…) αλλά να μπούμε στον κατάλογό του, για να αρχίσει η μέθεξη, η ιερή εμπειρία που λέγεται Τσίου…
«Δεκαπενταύγουστο στη Αθήνα μένουνε μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο για να πάνε έξω. Εκείνος ο Δεκαπενταύγουστος ήταν πολύ δύσκολος. Φράγκα δεν υπήρχανε, δηλαδή ίσα – ίσα το πιώμα μου… Εκείνη τη μέρα θυμάμαι, όλος ο κόσμος που είχε μείνει στην Αθήνα ήταν πολύ τρελαμένος…». Ο τόνος δίνεται με το καλημέρα και πλέον ξέρεις. Μπήκες.
Στο Ertflix για κάτι υπερβατικό
Δεν είναι ακριβώς ταινία, είναι κάτι άλλο, υπερβατικό. Τεχνικά, σεναριακά, ερμηνευτικά, θα βρεις άλλες, πολλές, καλύτερες. Όμως αυτό το συγκεκριμένο σύνολο, αυτό το συγκεκριμένο αποτέλεσμα με τίποτα άλλο δεν συγκρίνεται. Σου ζεσταίνει την καρδιά με έναν τρόπο που δυσκολεύεσαι να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει αφεθεί στη μυσταγωγία. Είναι η απόδειξη επίσης πως μπορείς να κάνεις θαύματα ακόμα και σε (εξόχως) low budget περιβάλλον, ως ανεξάρτητος δημιουργός (Μάκης Παπαδημητράτος). Για δες, τελικά όντως δεν είναι τα λεφτά που φέρνουν την ευτυχία… Σε 16 μέρες μέσα έγιναν τα γυρίσματα. Μόλις.
Ατάκες που επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά, από το «Θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα πέτρα» του ανυπέρβλητου Ερρίκου Λίτση μέχρι το «Κοίτα να βρεις κόκα και αυτοκίνητα έχει όλη η Αθήνα» της Τζένης Θεωνά ή το «στο σπίτι σου ζητάς εισιτήριο;» και πόσες ακόμη. Μια συνεχής αίσθηση πως όλο αυτό το βιώνεις από κοντά, πως δεν είσαι ένας απόμακρος παρατηρητής. Χιούμορ σε γενναίες δόσεις και ένα περιθώριο που δεν είναι και τόσο… περιθώριο. Όλο αυτό το ξέρεις. Με άλλο τρόπο το πιθανότερο, ναι. Αλλά το έχεις ζήσει. Κάπως, κάπου, κάποτε, σε μια εποχή (00’s) τόσο κοντινή και τόσο μακρινή συνάμα.
Είναι, γενικώς, δύσκολο να περιγράψεις σε κάποιον ξένο προς το φαινόμενο (υπό μια έννοια βέβαια είναι ως και τυχερός αυτός ο κάποιος, καθώς έχει ακόμα μπροστά του την γοητεία της ανακάλυψης) τι θα δει σαν πατήσει το play στο Ertflix. Πάει κάπως έτσι: Η άδεια Αθήνα του Δεκαπενταύγουστου. Τοξικοεξαρτημένοι που αναζητούν εναγωνίως τη δόση τους και πού να τη βρουν. Περίεργα τυπάκια που ψάχνονται για κάνα πάρτι για να βγουν από τη βαρεμάρα του «όλοι λείπουν, όλα κλειστά είναι, τι διάολο θα κάνω;» – αλήθεια, έγινε ποτέ αυτό το πάρτι; Ψιλικατζήδες με ασπρόρουχα, αυτή η εικόνα από ελληνικό καλοκαίρι αλλοτινών εποχών. Εγκληματίες της διπλανής πόρτας ή κάπως έτσι.
Και γαμώ τα πάρτι ρε…
Το Τσίου το βλέπεις γιατί σε κάνει να νιώθεις. Νοσταλγία, ζεστασιά, χαρά και σε πάει feel good συνεχώς, ως το φινάλε. Ένα φαινόμενο που δεν έχασε διόλου από τη δύναμή του όταν πρόσφατα μεταφέρθηκε στο θέατρο, ίσα ισα, ήταν συνεχή τα sold out και γενική η αποθέωση. Οι πιστοί, όμως, θέλουν, θα προτιμούν πάντα την ταινία. Θα υπάρξουν και ορισμένοι που ενδεχομένως να το βρουν κουραστικό όλο αυτό. Τι να κάνουμε, δεν είναι όλοι τέλειοι εκεί έξω…
Το έχουν πει ελληνικό Trainspotting, δεν είναι. Αποτελεί κάτι εντελώς δικό μας, ξεχωριστό. Δεν το σκεφτόμαστε λοιπόν δεύτερη φορά, μπαίνουμε Ertflix, πάμε ΕΔΩ, πατάμε το play και το ετήσιο προσκύνημα ξεκινά. Τσίου μεγάλη η Χάρη σου. Και η Τζένη το Κοκάκι, ο Νώντας το Λαμόγιο, ο Στέλιος το Στειλιάρι, η Αγνή, ο Κούκι, ο Μαξ, όλοι εκεί θα ‘ναι. «Και γαμώ τα πάρτι σου λέω ρε. Όλος ο κόσμος που δεν θα ‘ναι στα νησιά, εκεί θα είναι μαζεμένος»…