Το 2017 κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ιρλανδο-βρετανική ταινία τρόμου, η οποία δεν κέρδισε το hype που της άξιζε. Ίσως γιατί εκείνη την εποχή είχε απέναντί του μεγαθήρια όπως το remake του «It», το «Get Out» και επιπλέον εμπορικές παραγωγές, που προωθήθηκαν πολύ καλύτερα. Αυτή είναι και η κατάρα πολλών ταινιών που χάνονται απλά στη λήθη. Ο λόγος λοιπόν για το μεταφυσικό φιλμ, «A Dark Song», το οποίο κέρδισε τις εντυπώσεις και θεωρήθηκε μία από τις καλύτερες ταινίες τρόμου εκείνη της -ανιαρής σε αυτό το είδος- εποχής.
Το «A Dark Song» ήταν βέβαια και μια ταινία που απέδειξε περίτρανα πως ακόμα και με χαμηλό μπάτζετ μπορεί να γίνει σπουδαία δουλειά. Μια καλή ιδέα, ένα κατάλληλο σενάριο και μερικοί ταλαντούχοι ηθοποιοί (όχι απαραίτητα κορυφαία ονόματα) και το αποτέλεσμα δικαιώνει. Μπορεί όχι σε εισπρακτική επιτυχία, αλλά περισσότερο ως μια προσθήκη στην κινηματογραφική βιβλιοθήκη, που όποιος της έδωσε την ευκαιρία και την είδε, δεν έφυγε ξενερωμένος.
Πίσω από το σενάριο και τη σκηνοθεσία του «A Dark Song» ήταν ο Liam Gavin, ο οποίος, για να μιλήσουμε και με νούμερα, επένδυσε μόλις 50.000 δολάρια για να την φέρει εις πέρας. Φανταστείτε πως αυτά τα χρήματα σε αρκετές υπερπαραγωγές, δαπανούνται μόνο για μια σκηνή. Να σημειωθεί εξίσου πως εκτός από το χαμηλό μπάτζετ, ο Γκάβιν είχε στη διάθεση του μόλις 20 ημέρες για να ολοκληρώσει τα γυρίσματα. Να του βγάλουμε το καπέλο και γι’αυτό, δηλαδή.
Η ταινία «A Dark Song» και η υπόθεσή της
Το «A Dark Song» έχει δύο βασικούς πρωταγωνιστές και η ιστορία τους ακολουθεί σε όλες τις εκφάνσεις τους. Η Sophia Howard (Catherine Walker) είναι μια γυναίκα που θρηνεί τον θάνατο του επτάχρονου γιου της, ο οποίος δολοφονήθηκε σε μια τελετή μαύρης μαγείας από εφήβους. Αυτό το κοκτέιλ συναισθημάτων που νιώθει, θλίψη και οργή, την κάνουν πρόθυμη να μεταπηδήσει στο μεταφυσικό προκειμένου να πάρει εκδίκηση.
Γι’αυτόν τον λόγο έρχεται σε επαφή με κάποιον που είναι ειδήμων στον αποκρυφισμό, τον Joseph Solomon. Αυτός ο άνδρας έχει την ικανότητα να την καθοδηγήσει μέσω ενός περίπλοκου τελετουργικού και να κάνει την επιθυμία της πραγματικότητα. Αυτό το τελετουργικό, όμως, δεν μπορεί να διακοπεί άπαξ και ξεκινήσει. Κι ας πάρει μήνες ολόκληρους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι δυο τους να κλειστούν σε ένα απομακρυσμένο και παλιό αρχοντικό (πάντα είναι τρομακτικά για κάποιο λόγο), και επί καθημερινής βάσεως να κάνουν τελετουργίες.
Αυτό σημαίνει πως η Sophia πρέπει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη καθημερινότητα, να αλλάξει εν πολλοίς τη ζωή της. Αλλά όπως είπαμε, είναι πρόθυμη να κάνει τα πάντα, αρκεί να πετύχει. Ο Joseph την βοηθά να σχεδιάζει πενταγράμματα και σύμβολα και πολλά ακόμη. Το ζήτημα είναι πως στην ταινία βλέπουμε την ίδια να θέτει σε κίνδυνο τη λογική και της σωματική της ακεραιότητα. Πόσο, δηλαδή, μπορεί να αντέξει, όταν για μήνες τίποτα δεν φαίνεται να λειτουργεί και όλα μοιάζουν σαν μια τεράστια φούσκα;
Το «A Dark Song» είναι σκοτεινό όπως του πρέπει, αλλά αξίζει να σημειωθεί πως εκτός από τα πνεύματα και όλα αυτά τα τελετουργικά, εστιάζει πολύ και στην σχέση που πλάθεται μεταξύ των δύο χαρακτήρων, αλλά και στο πόσα λέει αυτή για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Προφανώς δεν απουσιάζουν οι τρομακτικές σκηνές – τι σόι ταινία τρόμου θα ήταν άλλωστε-, αλλά δίνει αρκετή βάση στο συναίσθημα. Γι’αυτό έχει μια ιδιαίτερη ταυτότητα και γι’αυτό κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον, μέχρι να φτάσει στο φινάλε.
Η ταινία «A Dark Song» έχει πραγματικά εξαιρετικές ερμηνείες, αφού οι Steve Oram και Catherine Walker κουβαλούν στις πλάτες τους όλο το βάρος. Διεισδύουν υπέροχα στους ρόλους τους, ενώ και το σενάριο είναι πρωτότυπο και ρεαλιστικό, με τον Liam Gavin να δημιουργεί μια άκρως τρομακτική ταινία έτσι απλά.