Σε ένα κατάμεστο ΙΝΤΕΑΛ – farewell – κάπου στις αρχές του Οκτώβρη, οι 29ες Νύχτες Πρεμιέρας μάς αποχαιρέτησαν μ’ ένα μικρό συγκινητικό διαμαντάκι που ακούει στο όνομα «All of Us Strangers» (Άγνωστοι μεταξύ μας). Πέρασαν μήνες πολλοί και ανυπομονησία πλείστη για την πρεμιέρα της ταινίας στους κινηματογράφους κι η μέρα αυτή έφτασε.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαράντης
Από 15 Φεβρουαρίου, η ταινία «All of Us Strangers», που ξεχάστηκε από τα Όσκαρς αλλά όχι απ’ όσους την είδαμε στην τελετή λήξης του φεστιβάλ, σας περιμένει στις αίθουσες και το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να χώσετε στις αγκαλιές σας χαρτομάντιλα και ανθρώπους που αγαπάτε και να τρέξετε σε όσους κινηματογράφους έχουν απομείνει ανοιχτοί.
Η υπόθεση της ταινίας «All of Us Strangers»
Το «All of Us Strangers» είναι μια ταινία για «τον πιο μόνο (όχι μοναχικό) άνθρωπο στον κόσμο». Ο Άντριου Σκοτ (ο ιερέας του «Fleabag» κατά κόσμον) υποδύεται έναν συγγραφέα που κατοικεί σε μια νεόδμητη πολυκατοικία κάπου στο Λονδίνο, η οποία όμως πολυκατοικία φαίνεται να στερείται λοιπών ενοίκων. Ο ίδιος προσπαθεί να γράψει ένα σενάριο για τους γονείς του, τους οποίους και έχασε όταν ήταν πολύ μικρός.
Έτσι αρχίζει να τους επισκέπτεται, βρίσκοντας τους όπως τους άφησε – ή για την ακρίβεια όπως τον άφησαν 30 χρόνια πριν. Κάπου στο ενδιάμεσο των λέξεων και των διαδρομών, εμφανίζεται ο Πολ Μέσκαλ (και όποιος δεν τον αγάπησε στο «Normal People» σίγουρα τον λάτρεψε στο «Aftersun»), ως ένας μυστήριος μοναχικός ένοικος του ίδιου κτιρίου που αναζητά συντροφιά. Κι όλα ξεκινούν αυτήν την έρημη νύχτα, σ’ ένα έρημο Λονδίνο, με δυο ανθρώπους έρημους κι ερημικούς. Κι όσο η σχέση τους προχωρεί τόσο πιο εύκολα το παρελθόν βρίσκει τρόπους να εισχωρεί.
Ποια συντροφιά είναι πιο σημαντική; Των ζωντανών ή των νεκρών; Ποιος μπορεί να ορίσει τα όρια μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου; Πόσο γνωρίζουμε εν τέλει τους ανθρώπους μας και πόσα γνωρίζουμε για αυτούς; Ο Άντριου Χέιγκ μιλά για όλους εκείνους τους αγνώστους που είναι δικοί μας και πολύ προσωπικοί μας. Μιλά για όλα εκείνα τα φαντάσματα που κοιμούνται μαζί μας τα βράδια και μας φτιάχνουν κουλουράκια και καφέ όταν ξυπνάμε. Μιλά για όλα εκείνα τα μικρά αστέρια που λάμπουν λίγο περισσότερο όταν είμαστε μόνοι μας. Μιλά για τις καρδιές που πάλλονται πιο δυνατά όταν βρίσκονται κοντά. Μιλά για όλους αυτούς που αγαπούν και πονούν – γι’ αυτούς που απλά ζουν.
Το 1987, ο Ταίτσι Γιαμάντα έγραψε μια ιστορία απόκοσμα πραγματική. Ο αφηγητής του, ο 47χρονος τηλεοπτικός σεναριογράφος Χιντέο Χαράντα, γνωρίζει ένα ζευγάρι που του είναι γνώριμο τη στιγμή που του μοιάζει παραγνωρισμένο. Όσο ο καιρός προχωρά κι η φιλία τους δυναμώνει, η ομοιότητα του ζευγαριού με τους νεκρούς γονείς του γίνεται όλο και πιο εμφανής.
Καθώς, όμως, η υγεία του εξασθενεί, εξασθενεί κι η ίδια η πραγματικότητα, με τον ίδιο να συνειδητοποιεί πως πρόκειται για φαντάσματα που απομυζούν κάθε ίχνος ζωής που του έχει απομείνει. Το 2023, ο Άντριου Χέιγκ στο τρίτο του κινηματογραφικό εγχείρημα, με αφετηρία το ίδιο αυτό ακριβώς μεταφυσικό εύρημα, διερωτάται τι θα έπραττε καθείς από εμάς αν του δινόταν η ευκαιρία να κλείσει όσους ανοιχτούς λογαριασμούς έχει με το παρελθόν του.
Ελπίζω, λοιπόν, εσείς που πειστήκατε να πάτε να την δείτε, όταν βγείτε από τις αίθουσες να πείτε στους ανθρώπους που αγαπάτε ότι τους αγαπάτε. Να μην πιάσετε μόνο την άκρη του μανικιού τους όταν θέλετε να τους αγγίξετε, αλλά να τους πιάσετε ολόκληρους. Και ναι μπορεί αυτή η δήλωση να ακούγεται κάπως μελό, αλλά όταν το δικαίωμα στην αγάπη καταλήγει προνόμιο λίγων και εκλεκτών, η γνήσια έκφρασή της μοιάζει ως το μόνο διαθέσιμο αντίβαρο.
Γιατί η ζωή δεν προορίζεται ούτε για το πανί, ούτε για το σανίδι, ούτε και για το χαρτί. Η ζωή προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό της. Ωραία τα λέει ο Άντριου Χέιγκ και ωραία τα εικονογραφεί, αλλά δεν χρειάζεται να γίνουμε αστέρια και να εκτοξευτούμε σε γαλαξίες μακρινούς για να μπορέσουμε να αγαπηθούμε όπως επιθυμούμε. Ας αγαπηθούμε εδώ, ας ερωτευτούμε εδώ, ας πληγωθούμε εδώ – κι αυτό θα συμβεί, είτε η κυβέρνηση (κι η εκκλησία) συμφωνεί είτε διαφωνεί.
Άραγε «εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας/ κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά / έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας / ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψη σας / κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας / έστω και μια φορά; / Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή / για τους απεγνωσμένους;»/
Επειδή τα είπε καλύτερα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κι επειδή βίωνε την ερωτική του ζωή κάπως ενοχικά, ας κλείσουμε με την ελπίδα να μην ζούμε πια με τέτοια στεγανά.