Ο Σκαραβαίος είναι ένα εμβληματικό όχημα. Για να κυκλοφορήσει στις ημέρες μας, όμως, απαιτεί μεγάλη υπομονή από τον ιδιοκτήτη. Παρόμοια υπομονή θα πρέπει να δείξει και ο υποψιασμένος τηλεθεατής με την ομώνυμη νέα σειρά του Alpha. Μπορεί το είδος των αστυνομικών σειρών να είναι πάντοτε γοητευτικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορεί να σταθεί όταν πάσχει από άποψη σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνείας των ηθοποιών. Ο Σκαραβαίος του Alpha μοιάζει να μην παίρνει μπροστά σε κανένα σημείο του πρώτου επεισοδίου που προβλήθηκε την περασμένη Κυριακή.
Οι ιθύνοντες του Alpha μοιάζουν να αδιαφορούν για το γεγονός πως το Netflix μπήκε στα σπίτια μιας σημαντικής μερίδας τηλεθεατών. Αυτή η «εισβολή» βοήθησε τους τηλεθεατές να μπορούν να κρίνουν και να συγκρίνουν το περιεχόμενο που παρακολουθούν. Δεν αναφερόμαστε σε ακριβοθώρητες σειρές με παραγωγές εκατομμυρίων, αλλά ακόμη και στα πιο απλά αστυνομικά σίριαλ. Μια καλή παραγωγή, ένα καλό σενάριο με τις βασικές ανατροπές, πειστικές ερμηνείες και εμπνευσμένη σκηνοθεσία μπορούν να φέρουν ένα αξιοπρεπές αποτέλεσμα. Μόνο που ο Σκαραβαίος δεν διαθέτει τίποτε από όλα αυτά!
Σκαραβαίος: Πρόχειρο σενάριο, αμήχανες ερμηνείες
Αυτό που κυριαρχούσε στον Σκαραβαίο ήταν το πρόχειρο σενάριο -με άλματα στην υπόθεση που θυμίζουν αυτά του Μίλτου Τεντόγλου, εύκολα ευρήματα, παντελής απουσία plot twists και μηδενική αγωνία για τον δολοφόνο. Αν πάμε και στους διαλόγους δε, τα πράγματα γίνονται απείρως δύσκολα. Δεν είναι ωραίο να κριτικάρεις κάτι που δεν λειτουργεί.
Υπήρχαν στιγμές που οι αμήχανοι διάλογοι μου προκαλούσαν ετεροντροπή. Πραγματικά θέλουμε να δούμε αξιόλογες ελληνικές σειρές, αλλά αυτό δεν θα συμβεί ποτέ αν δεν είμαστε ειλικρινείς με αυτό που βλέπουμε. Αν ο Alpha και τα άλλα τηλεοπτικά κανάλια θέλουν να πουλήσουν το περιεχόμενό του στο εξωτερικό, ας αγοράσουν τα δικαιώματα των βιβλίων της Αγγελικής Νικολούλη, για παράδειγμα, και ας τα κάνουν σειρά. Τουλάχιστον εκεί δεν θα ακούσουμε περί καναλιού «Police TV» που απειλεί τον αρχηγό της Αστυνομίας πως θα διεξάγει κι εκείνο την έρευνα και θα επιλύσει την υπόθεση (sic). Ναι, ο Σκαραβαίος περιγράφει μια τέτοια Ελλάδα.
Για να επιστρέψουμε στον Σκαραβαίο, δυστυχώς ο Γιάννης Τσορτέκης -που για κάποιον λόγο τον μετέτρεψαν σε μια post εκδοχή του Θεόφιλου Βανδώρου, και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος -αυτούς είδαμε περισσότερο στο πρώτο επεισόδιο, δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Οι κουραστικοί διάλογοι και η σκηνοθεσία δεν είναι σύμμαχοί τους, δυστυχώς. Υπερβολικές ερμηνείες και υπερσυγκέντρωση κουραστικών κλισέ, από αυτά που όλοι έχουμε ακούσει να λένε σε ξένες σειρές της ίδιας συνομωταξίας προκαλούν το αυθόρμητο, δικαιολογημένο κυριακάτικο χασμουρητό. Στο μόνο που μπορεί να ελπίζουμε είναι πως στα επόμενα επεισόδια θα έχει δημιουργηθεί μια χημεία που δεν θα κάνει τις σκηνές τόσο άβολες για παρακολούθηση.
«Κάτι δεν μου κολλάει». Τρεις φορές ακούστηκε αυτή η ατάκα στον Σκαραβαίο από το στόμα του Γιάννη Τσορτέκη, άλλες τόσες θα μπορούσε να έχει ακουστεί από το στόμα ενός τηλεθεατή. Η Σπίθα, η σκυλίτσα του βοσκού-μάρτυρα είναι γηρασμένη και δεν κατάλαβε τίποτε όταν ο απαγωγέας έβαλε φωτιά το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε, είπε ιδιοκτήτη της στον αστυνομικό. 10 σκηνές μετά, η ίδια σκυλίτσα αλιχτούσε όταν ακούστηκε το «βοήθεια» της απαχθείσας, σύμφωνα πάντα με τον βοσκό. Θαύμα, θαύμα!
Παραβλέποντας την αστυνομική έφοδο για την απελευθέρωση της ομήρου-Αγγελικής-Νικολούλη, παραβλέποντας τις σκηνές καταδίωξης με αυτοκίνητα -όλα τα πλάνα εσωτερικά, ήρθε στο τέλος η ψεύτικη βροχή ως κερασάκι στη… σούπα. Αχρείαστη και ψεύτικη. Ο Σκαραβαίος θέλει δουλειά πολλή ακόμη για να πιάσει τα standards της εποχής του.