Του έχουν γυρίσει πολλοί και πολύ την πλάτη του Γούντι Άλεν τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο μιας σαρωτικής cancel κουλτούρας. Παραμένει όρθιος – όχι και αλώβητος. Το comeback που επιχείρησε πρόσφατα με το Coup de Chance είχε μάλλον μέτριο αποτέλεσμα. Το Vicky Cristina Barcelona, διαθέσιμο μέσω του Ertflix, μας γυρίζει στην εποχή της παντοκρατορίας του 87χρονου σήμερα σκηνοθέτη. Όταν η κακή κουβέντα γι’ αυτόν ήταν απλώς η… λιγότερη καλή.

Έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που βγήκε στα σινεμά, πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός, και η ταινία δεν «γέρασε» άσχημα. Συνεχίζει καταταγμένη στις συνειδήσεις των σινεφίλ ως μια από τις καλύτερες στιγμές του Γούντι Άλεν. Βλέπεται ακόμα με την ίδια ευχάριστη διάθεση.

Είναι ανάλαφρη; Είναι. Είναι «μιας χρήσης»; Υπό μια έννοια, ναι. Όμως κυριαρχεί το feelgood στοιχείο και αυτό δεν είναι δα μικρό πράγμα. Δεν περισσεύουν επίσης στις μέρες μας οι ταινίες που θα πιάσεις τον εαυτό σου 2-3 φορές να γελάει δυνατά, μέσα από την καρδιά σου – όπως εν προκειμένω.

Τι βλέπουμε στο Vicky Cristina Barcelona πατώντας play στο Ertflix

Το story έχει να κάνει, μέσες άκρες, ως εξής και το πάμε βάσει του τίτλου: Η Vicky (Ρεμπέκα Χολ) είναι μια σοβαρή, μετρημένη και overthinker γυναίκα. Κάνει μεταπτυχιακό στην καταλανική κουλτούρα και αφήνοντας έναν φραγκάτο αρραβωνιαστικό πίσω στη Νέα Υόρκη, αποφασίζει να περάσει το καλοκαίρι στην Ισπανία με τη φίλη της, την σεξουαλικά ανήσυχη ξανθιά Cristina (Σκάρλετ Γιόχανσον). Ο τρίτος χαρακτήρας είναι η ίδια η πόλη της Βαρκελώνης, σαν τουριστικό promotion είναι η ταινία – όχι πάντως πως το είχε ανάγκη το καμάρι της Καταλονίας.

Τα πάντα ανατρέπονται όταν μπαίνει στο κάδρο η Πενέλοπε Κρουζ. Δίνει ρεσιτάλ, σαν οδοστρωτήρας σαρώνει, ως η «τρελιάρα» πρώην σύζυγος του σύγχρονου «Πικάσο» – λέγε με Χαβιέρ Μπαρδέμ, κι αυτός πολύ καλά παίζει, με βλέμμα που πετάει σπίθες Το Όσκαρ β’ γυναικείου, που κέρδισε εκείνη τη χρονιά η Ισπανίδα, ήταν πέρα ως πέρα δίκαιο.

Όλα τα «Γούντι Άλεν» κλισέ είναι μέσα στην ταινία και αυτό έχει ένα γοητευτικό χαρακτήρα, αναδύει μια οικεία προσωπικότητα. Ήταν ένα έργο που είχε ανάγκη τότε καλλιτεχνικά για να ξεφύγει από μια «βρετανικότητα» που χαρακτήριζε έντονα τις αμέσως προηγούμενες δουλειές του.

Δημιουργεί κάτι όμορφο ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης, «κεντάει» σχολιάζοντας τις ανθρώπινες σχέσεις, τις αδυναμίες μας. Διαθέτει άλλωστε τα κατάλληλα πρόσωπα για να το κάνει, τουτέστιν ηθοποιούς στο πικ της ομορφιάς τους και της ερμηνευτικής ωριμότητάς τους.

Υπάρχει επίσης ένας ορατός αυτοσαρκασμός στην ταινία. Και πάνω από όλα, μια υπενθύμιση για το πόσο σημαντικό είναι να μη χάνουμε ποτέ τη διάθεσή μας να κάνουμε πράγματα, να γνωρίζουμε ανθρώπους και πράγματα, να δοκιμάζουμε, να «παίζουμε». Να ζούμε, με άλλα λόγια.