Είναι η ταινία για την οποία μιλάνε όλοι από το Σάββατο. Κάτι ο Ντέιβιντ Φίντσερ, κάτι ο Μάικλ Φασμπέντερ, κάτι ο ψαρωτικός τίτλος, το The Killer έγινε μια από εκείνες τις ταινίες που συζητιούνται λίγο περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως τα τελευταία χρόνια, όσον αφορά στο Netflix. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, δεν αφορά μόνο στο τι θα μπορούσε να είναι, αλλά και στο τι τελικά είναι. Και αυτό φαίνεται πως έχει δημιουργήσει έναν διχασμό και πηγαίνει όποιον τη δει είτε στο ένα είτε στο άλλο άκρο.
Εμείς βρισκόμαστε ξεκάθαρα στο αρνητικό άκρο, σε αυτό της ξενέρας, σε αυτό της οριακής ενόχλησης και με τον Φίντσερ, αλλά κυρίως με τον Μάικλ Φασμπέντερ που μετά από αυτή την ταινία χάσαμε για εκείνον το τελευταίο δράμι εκτίμησης που μπορεί να του είχαμε. Όχι ότι μας ανάγκασε να αγγίξουμε ποτέ υψηλά επίπεδα, αλλά εν πάση περιπτώσει, κακό ηθοποιό δεν τον λέγαμε. Μετά το The Killer δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να το πούμε.
Κι αυτό είναι ένα προσωπικό συμπέρασμα για έναν ρόλο που είναι λιγομίλητος, δεν εκτίθεται πολύ. Ίσως αυτό να μας ενόχλησε εν τέλει. Ο Μάικλ Φασμπέντερ ως ο Killer, λέει πολύ λίγες φράσεις στη διάρκεια της ταινίας στο front. Αντιθέτως, μιλάει περισσότερο στο ηχητικό background, ως η φωνή του μυαλού του, της συνείδησης του. Και επαναλαμβάνει κάποιες φράσεις. Πρόλαβε. Μην αυτοσχεδιάζεις. Μην εμπιστεύεσαι κανένα. Όλα αυτά τα τσιτάτα.
Το The Killer είναι ένα παιχνίδι μυαλού για τον θεατή και για τον πρωταγωνιστή, αφού όλοι οι υπόλοιποι ρόλοι έχουν συμμετοχή 5λέπτου και συνεισφέρουν στο μονοπάτι θυμάτων του δολοφόνου που θέλει να εξηγήσει στους ανωτέρους του ότι δεν μπορούν να τον βγάλουν από τη μέση.
Ο δολοφόνος βρίσκεται στο στόχαστρο τους, ως αποδέκτης της τιμωρίας της αποτυχίας, μετά από μια άστοχη βολή σφαίρας που τελικά σκότωσε μια συνοδό πολυτελείας και όχι τον στόχο που έπρεπε. Ο στόχος κρύβεται, το παράθυρο της ευκαιρίας χάνεται και αυτός που πλήρωσε για να αγοράσει τις υπηρεσίες του, διαμηνύει στον Μεσάζοντα ότι ο Killer πρέπει να πεθάνει.
Το The Killer σκότωσε τη διάθεσή μου
Έτσι, ο Φασμπέντερ μπαίνει σε ένα κυνηγητό κυνηγημένου (όχι, δεν είναι Κύπριος), πηγαίνοντας αντίθετα δηλαδή στην καταδίωξή του, καταδιώκοντας ο ίδιος τους όψιμους δολοφόνους του. Τους οποίους σκοτώνει. Και κάποια στιγμή, φτάνει στον πελάτη που πλήρωσε για τις υπηρεσίες του, τον κοιτάζει στα μάτια σαν να να επιχειρεί με αυτά να τον σκοτώσει, και του λέει ότι «ήρθα για να σου δείξω πόσο εύκολα μπορώ να σε βρω».
Ο πελάτης του εξηγεί πως δεν είχε καμία διάθεση να ζητήσει να τον σκοτώσουν, αλλά του πέρασαν το μήνυμα πως έτσι θα έπρεπε να κάνει για να αποζημιωθεί που απέτυχαν να σκοτώσουν τον στόχο. Κι αφού συμφωνεί ότι δεν πρόκειται να ενοχλήσει τον Killer, αυτός επιστρέφει στη Δομινικανή Δημοκρατία για να πίνει μοχίτο στην παραλία μαζί με την κοπέλα του.
Στην ουσία η ταινία επιχειρεί να δείξει την εμφάνιση του morality στο μυαλό του δολοφόνου και το ότι τον ιντριγκάρει περισσότερο η θεωρία, η διαδικασία της προετοιμασίας, παρά το να ρίξει με τη σφαίρα. Αποτυγχάνει όμως γιατί εκλείπει η αγωνία και η αυξομείωση της έντασης. Ο λόγος είναι ότι βλέπουμε από την οπτική του Killer την αναζήτηση των κυνηγών του, άρα δεν μπορεί να σταθεί το άγχος, η ταχύτητα της δράσης. Είναι όλα αναμενόμενα και προβλέψιμα.
Ο Φασμπέντερ, αποδεικνύει αυτή η ταινία, δεν είναι ηθοποιός εκφράσεων, ηθοποιός της σιωπής. Κι ας έχει γίνει η μούρη του άπειρα memes, κυρίως από το Steve Jobs. Είναι ηθοποιός λόγου. Και αυτή η βλοσυρή σιωπή του, προσωπικά μου χτύπησε στα νεύρα, σε βαθμό που σταματούσα την ταινία κάθε 10 λεπτά για να ηρεμήσω.
Χώρια του ότι τελικά η πλοκή ήταν μη πλοκή, ήταν ανερμάτιστο, που θα μπορούσε να μην ενοχλεί και να οδηγήσει σε κάτι πολύ καλό, αλλά ο Ντέιβιντ Φίντσερ δεν κατάλαβα τελικά τι είχε στο μυαλό του. Κι απορούμε που θα υπάρχει και sequel. Το sequel του τίποτα.
Το The Killer πάντως είναι μάλλον μια ταινία που είτε τη γουστάρει είτε τη μισείς. Απλώς, πιστεύω πως όσοι τη μισούν, τη μισούν πιο παθιασμένα από αυτούς που τη γουστάρουν. Κι όλο αυτό το γράφω όντας πάντοτε θετικά διακείμενος προς οτιδήποτε κάνει ο Φίντσερ. Τώρα, στην επόμενη δουλειά του, κάπως θα μαζευτώ.