Στο περιθώριο από επιλογή, μακριά από όλους και από όλα έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο βραβευμένος με Πούλιτζερ (Ο Δρόμος) συγγραφέας, Κόρμακ ΜακΚάρθι. Έδινε σπάνια συνεντεύξεις, οι ομιλίες σε πανεπιστήμια τού φαίνονταν αστείες, το ίδιο και τα μαθήματα δημιουργικής γραφής.
Αποκομμένος, κάπου στη Σάντα Φε, εκεί πέθανε.
Μάλλον αυτό βοηθάει στο να βλέπει κάποιος τις καταστάσεις από ψηλά, να τις εξετάζει ως τρίτος, με μια αντικειμενική μάτια πριν πάρει την απόφαση να βουτήξει σε αυτές και να γίνει μέρος τους, ίσως και να τις τραβήξει ακόμα περισσότερο γνωρίζοντας πως, τελικά, ο άνθρωπος δεν έχει όρια και είναι ικανός για τα πάντα: για την απόλυτη αδρανοποίηση και για την ξέφρενη κίνηση που οδηγεί στην καταστροφή.
Στη δεύτερη εστιάζει κυρίως στα βιβλία του, σε αυτή την σκοτεινή πλευρά επέμενε να στρέφει τον προβολέα του.
O Κόρμακ ΜακΚάρθι πέθανε χθες (13/06), στα 89 του χρόνια αφήνοντας πίσω του έναν κόσμο που καταρρέει και όμως εξακολουθεί να υπάρχει, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα βιβλία του. Είναι τρομακτικό να ζεις σε ένα περιβάλλον δίχως ηθική, με ξεραμένες στάμπες αίματος στο πάτωμα, με απανωτές, νέες και παλιές αγωνίες, με το δίπολο της ζωής και του θανάτου να κατευθύνει κάθε σου σκέψη και το μαρτύριο αυτό να μην τελειώνει, να επαναλαμβάνεται όσο η Γη κάνει τους κύκλους της.
Ο ίδιος, άλλωστε, είχε πει πως αν στις σελίδες ενός βιβλίου δεν συνυπάρχουν η αρχή και το τέλος της ύπαρξης, τότε δεν τον ενδιαφέρει. Αυτός είναι ο πυρήνας του έργου του, από εκεί αντλούν ενέργεια οι ιστορίες του.
Υπήρξε εξαιρετικά λεπτομερής στις περιγραφές του, σε βαθμό μάλιστα που με τις προτάσεις του μεγαλώνει ακόμα περισσότερο τις αποστάσεις μεταξύ της κοινής λογικής με το αποτρόπαιο. Στον Ματωμένο Μεσημβρινό, για παράδειγμα, ίσως το καλύτερο βιβλίο του και ένα από τα σημαντικότερα της αμερικανικής λογοτεχνίας (βρίσκεται στη λίστα με τα καλύτερα 100 βιβλία από το 1923 ως τις μέρες μας), νεκρά μωρά κρέμονται από τα δέντρα.
Ένας στρόβιλος από σκοτεινές σκέψεις, βάρβαρες συμπεριφορές, ακραίες καταστάσεις που μπορούν ή έχουν ήδη συμβεί σε μία και μόνο εικόνα. Τα όσα λαμβάνει ο εγκέφαλος του αναγνώστη διαβάζοντάς τον είναι αποκρουστικά, μακάβρια αλλά όχι μακριά από την πραγματικότητα.
Η πένα του ΜακΚάρθι καταγράφει τα πάντα από τον πυθμένα της ανθρώπινης ψυχής και το μόνο σίγουρο είναι ότι, αν αυτός που την κρατάει ξέρει και να τη χειρίζεται, αυτό που αφήνει στο χαρτί, έχει το ίδιο χρώμα με αυτό της μελάνης -ή της αβύσσου. Σε ένα σημείο του Επιβάτη, το τελευταίο (μαζί με το Stella Maris) βιβλίο του, γράφει:
Ξενιστής και θλίψη καταστρέφονται μαζί αδιακρίτως, και τελικά το τρισάθλιο πηχτό υλικό που απομένει φτυαρίζεται μέσα στο χώμα και η βροχή ετοιμάζει τις πέτρες για νέες τραγωδίες.
Με αυτό το τρισάθλιο πηχτό υλικό γαρνίρει τις λέξεις του, λίγοι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να συνδυάζουν με τέτοιο τρόπο το σκότος, την απώλεια και τον πόνο με την λυρικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκεται στο ίδιο ή εστω ένα σκαλί πιο κάτω από τον Ούλλιαμ Φώκνερ.
Λίγο μετά την είδηση του θανάτου του, ο Στίβεν Κινγκ έκανε ένα tweet γράφοντας ότι «Ο Κόρμακ Μακάρθι, ίσως ο μεγαλύτερος Αμερικανός μυθιστοριογράφος της εποχής μου, πέθανε στα 89 του χρόνια. Έφυγε πλήρης ημερών και έχοντας αφήσει πίσω του εξαιρετικό έργο, αλλά εξακολουθώ να θρηνώ το θάνατό του».
Κάπως έτσι ένιωσαν και οι περισσότεροι αναγνώστες του, τουλάχιστον αυτοί που μίλησα χθες το βράδυ, μόλις τα social media γέμισαν με RIP. Δεχόμαστε τον θάνατό του διότι ναι, έφυγε γεμάτος, αφήνοντας μάλιστα και δύο βιβλία. Ο θρήνος, όμως, είναι αναπόφευκτος.
Στην τελευταία σελίδα του Stella Maris, στο κλείσιμο του βιβλίου το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες, ο ΜακΚάρθι γράφει:
Κράτα μου το χέρι.
Να σου κρατήσω το χέρι;
Ναι. Το θέλω.
Εντάξει. Γιατί;
Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει.
Αν αυτός δεν είναι ο καλύτερος, ο πιο γλυκός και συγχρόνως ο πιο θλιβερός αποχαιρετισμός ενός συγγραφέα στους αναγνώστες του, ενός ανθρώπου στη ζωή, τότε ποιος είναι;