Αλήθεια, ηχεί «κάπως» αυτό το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους». Όχι ακριβώς ο πιο «σέξι» τίτλος για βιβλίο, όσο και αν, δεδομένα, ιντριγκάρει. Κάντο, παράδειγμα, εικόνα: Πας να το παραγγείλεις για δώρο στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς σου (στηρίζουμε τις μικρές τοπικές επιχειρήσεις) και σε κοιτάει ο υπάλληλος σε φάση «είναι σίγουρα για χαρμόσυνη περίσταση, είναι σίγουρα για φίλο, ε;».

Όμως και αφού το διαβάσαμε (έστω με μια κάποια καθυστέρηση, έχει κοντά 2 χρόνια που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος), ένα έχουμε κυρίως να πούμε: Αν ψάχνεις να κάνεις δώρο ένα βιβλίο σε κάποιο φίλο σου, κάνε αυτό. Δίχως ενδοιασμό μήτε δεύτερη σκέψη. Πρόκειται για μια εξόχως ενδιαφέρουσα, εντυπωσιακά δοσμένη και δομημένη λογοτεχνικά ιδέα. Η γραφή, η ιστορία, τα μηνύματα, το στιλ, όλα είναι αναζωογονητικά. Μια εμπειρία που καταναλώνεις με μεγάλη ευχαρίστηση και θες να μοιραστείς με όσους περισσότερους μπορεί. Δεν είναι μακάβριο, δεν είναι βαρύ. Είναι απλά ωραίο. Πολύ.

«Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»: Τι να περιμένεις

Ο Μιχάλης Αλμπάτης παρέδωσε ένα μυθιστόρημα που η φαντασία μπλέκει με τον ρεαλισμό σε ένα κουβάρι απολαυστικό. Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Φανούρης. Ένας 15χρονος στην Κρήτη, την εποχή λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ανακαλύπτει ξαφνικά πως έχει ένα απίθανο, με κάθε έννοια, χάρισμα: Να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Ο καλοπερασάκιας θείος του, χρησιμοποιεί το… θείο δώρο με σκοπό να θησαυρίσει ή πιο σωστά να χρηματοδοτήσει τα γούστα του (ποτό, τζόγο, γυναίκες, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά) και παίρνει «αγκαζέ» τον μικρό για μια γύρα στο νησί, από τα χωριά ως τη μεγάλη πόλη (Ηράκλειο). Θα αποδειχθεί ένα ταξίδι ενηλικίωσης και περιπλάνησης από κάθε άποψη.

Τι λένε οι άνθρωποι που άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο; Πώς κάνουν αποτίμηση των όσων έζησαν; Μετανιώνουν; Τι προτάσσουν ως πιο σημαντικό, τι θυμούνται; Οι νεκροί τελικά λένε πάντα την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Μακριά από όσα τους κρατούσαν δέσμιους, μακριά από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς.

Μια φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων ζωντανεύει μέσα από το πρίσμα της επαφής με τον άλλο κόσμο – που κανονικά θα έπρεπε να μένει αθέατος – και αυτό παραδόξως δεν είναι διόλου αντιφατικό. Και, σε τελική ανάλυση, αυτό είναι και το μήνυμα του βιβλίου: Ζήστε. Μην αναβάλλετε γι’ αύριο, μην καταπιέζετε τα «θέλω» σας, τα συναισθήματα σας. Θα έρθει μια στιγμή, για όλους, που δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Και εκτός συγκλονιστικού απροόπτου δεν θα υπάρχει κάποιος για να μεταφέρει τις σκέψεις μας σε αυτούς που θα έχουμε αφήσει πίσω…

Ένα βιβλίο που δείχνει πως οι καλές ιδέες πάντα βρίσκουν τρόπο να ακουστούν

Διαβάζοντας το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» θα αποδεχτείς τη μεταφυσική σκέψη πως ένας πεθαμένος μπορεί να μιλήσει απευθείας στο «μέσα» μας. Ακόμα και προερχόμενος από εντελώς διαφορετικό lifestyle, ακόμα και αλλοτινής εποχής, μοτίβων. Γιατί οι κινητήριες δυνάμεις είναι για όλους ίδιες, διαχρονικά, πανανθρώπινα. Δεν είναι τυχαίο πως το σεξ, ο έρωτας, είναι το κάδρο όλων ανεξαιρέτως των επί μέρους ιστοριών σε αυτό το βιβλίο, όλων των ανταμωμάτων του Φανούρη. Μια ζωή την έχουμε, και αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε; Κάπως έτσι…

Κοιτώντας τις κατά καιρούς λίστες με το ποια βιβλία πουλάνε περισσότερο στην Ελλάδα, διαπιστώνεις ότι κυρίως έχουν να κάνουν με την αυτοβελτίωση, τη ψυχολογία. Είναι πάντα ευχάριστο όταν βλέπεις πως έλκουν και άλλου είδους ή κατεύθυνσης αναγνωστικά προϊόντα. Οι «Δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλης επιτυχίας σε non fiction περιβάλλον. Το «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» πάλι, ένα εκδοτικό φαινόμενο σε κάδρο μυθιστορήματος και χωρίς μάλιστα τις πλάτες ισχυρής διαφημιστικής καμπάνιας – στόμα με στόμα χτίστηκε η φήμη του.

Τελικά αν έχεις πραγματικά κάτι ωραίο να διηγηθείς, υπάρχει κόσμος εκεί έξω που θα πληρώσει μετά χαράς για να σε ακούσει. Κι αυτό είναι μια παρήγορη σκέψη. Όπως, για παράδειγμα, ότι κάποιος θα μπορούσε να ακούσει τι λένε οι πεθαμένοι…

Το ότι ο συγγραφέας είχε αποκαλύψει πως αυτό το βιβλίο είχε απορριφθεί από 20 εκδοτικούς οίκους είναι ακόμα μια απόδειξη, οξύμωρο κι αν ακούγεται, του πόσο καλό είναι. Γιατί δεν ακολουθεί δοκιμασμένες συνταγές, γιατί έχει μια εσωτερική δύναμη, μια πικάντικη, μεστή και χιουμοριστική γραφή (κάθε λέξη έχει σημασία). Μια πρωτοτυπία που συνταράσσει, κοντολογίς – δεν είναι πάντα απλό να το χειριστεί αυτό ένας εξωτερικός παρατηρητής. Ο Μιχάλης Αλμπάτης είναι μία (τολμηρή) συγγραφική πένα που είχαμε ανάγκη στη χώρα μας. Και ήδη ξέρουμε το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουμε. «Η κατάλυση του χρόνου». Ναι, δικό του είναι…