Αν για την Μαρίνα Σάττι η χθεσινή νύχτα στον Λυκαβηττό ήταν μια από τις σημαντικότερες της καριέρας της, για μένα και ειδικά για τις δυο μου κόρες, μπορώ να σας βεβαιώσω πως δεν ήταν και πάρα πολύ μεγάλη η απόσταση “σημαντικότητας”. Η πρώτη νύχτα της Σάττι στον ψηλότερο λόφο της πόλης, ήταν κι η πρώτη συναυλία για τις δυο μου πριγκίπισσες, κορίτσια του δημοτικού, ακόμα, αλλά διόλου “μικρές” φαν της Μαρίνας. Αυτό που ζήσαμε όμως χθες βράδυ, κι η Μαρίνα, και τα κορίτσια μου (τρία βάζοντας φυσικά και τη μαμά τους), αλλά και οι χιλιάδες άλλοι τυχεροί φαν της – και κυριολεκτώ για το τυχεροί γιατί το Sold Out συνέβη σε ελάχιστο χρόνο και πιθανότατα το ίδιο θα συνέβαινε κι αν υπήρχε και δεύτερη νύχτα – που ήταν δίπλα μας, μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως, ήταν η “Γέννα” μιας γνήσιας σταρ.
Τι κι αν είναι η “χρονιά Μαρίνα Σάττι”, το “Τέρας” δεν κοιτάζει από τέτοια
Ο Λυκαβηττός είναι ένα “Τέρας”. Οι γενιές που μεγάλωσαν με/σε αυτόν, βλέποντας και ζώντας μουσικές, παραστάσεις και θεάματα που εμφανίζονταν για πρώτη ή και για μόνη φορά πολλές φορές στην πόλη ή και στην χώρα, μπορούν να το βεβαιώσουν ευκολότερα. Δεν έχει το “βάρος” και το “βάθος” του Ηρωδείου φυσικά, αλλά σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες σκηνές και τα θέατρα που γέμισαν στην Αθήνα τις περασμένες δεκαετίες και τα λοιπά “νταμάρια” που έγιναν φιλόξενα, ο Λυκαβηττός παραμένει ένα διαφορετικό “μέγεθος” και μια ξεχωριστή οντότητα.
Ο μύθος του, η ενέργεια του, αλλά και το μέγεθος του, δεν είναι “απλά πράγματα”. Δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι σκεφτόταν η Μαρίνα Σάττι τις προηγούμενες μέρες, ή στην επιστροφή της από την μαμά της και την “μάνα Κρήτη” ή τις στιγμές που ετοιμαζόταν να βγει στην σκηνή, αλλά έχω δει στο παρελθόν πολύ μεγαλύτερα “ονόματα” να κομπλάρουν, να δαγκώνονται, να ανησυχούν ακόμα και να πανικοβάλλονται με την σκέψη πως θα έβγαιναν “στον Λυκαβηττό”.
Αλλά όταν βγήκε, ήταν, έδειχνε, πανέτοιμη. Με φόρα. Με γκάζια – όχι δεν έβαλε μπρος τις δυο μηχανές του σκηνικού, αλλά δεν χρειάστηκε κιόλας – και με ένταση. Το πλήθος, γεμάτος Λυκαβηττός με παιδιά, γονείς, έφηβα παιδιά, 20άρηδες, τριαντάρηδες, κάθε χρώμα, σχήμα, φύλο, πολύχρωμο συνοθύλευμα ανθρώπων που την είχαν ξαναδεί, προσώπων που λαχταρούσαν να την νιώσουν από κοντά, και άλλων που απλά την συμπαθούσαν, δούλεψε περίφημα μαζί με την οθόνη, τα φώτα και την αντίστροφη μέτρηση του ενός λεπτού μέχρι την είσοδο της Μαρίνας.
Η Σάττι είναι μια ολοκληρωμένη perfomer. Και πλέον έχει και την εμπειρία μεγάλων σκηνών. Η Eurovision, η περιοδεία, την έχουν καταστήσει ξεκάθαρα πολύ πιο “δυνατή”. Τα πατήματα της, ο χορός της, οι παύσεις της, ο χώρος που δίνει στους αγαπημένους της συνεργάτες, όλα φωνάζουν πλέον πως έχει βρει και ρόλο, και αντοχή και ανθεκτικότητα, και – κυρίως αυτό – δρόμο, διαδρομή για το αποτέλεσμα που θέλει να πετύχει.
Ο Λυκαβηττός έχει δει σχεδόν τα πάντα. Αλλά αυτό που του έδωσε η Μαρίνα Σάττι δεν το είχε ξαναδεί. Εκεί ψηλά δεν είχαν ξαναβρεθεί επί σκηνής Έφη Θώδη, Λευτέρης Πανταζής ή τραπ. Η Σάττι τα έβαλε. Και τα απογείωσε, τους έδωσε την πραγματική τους υπόσταση, τα πανηγύρισε μαζί με τους φίλους και την “οικογένεια” της όπως είπε αρκετές φορές και την ομάδα της, αλλά και το κοινό της. Το πανηγύρι της επί σκηνής – γιατί στις εξέδρες και το πλήθος ήταν εξαρχής προετοιμασμένο – είχε μια μοναδική “μαγιά” που είναι αυτή που Σάττι έχει καταφέρει να “επιβάλει” και ως ήχο και εικόνα της, αλλά και ως “προϊόν” της, παρότι η δουλειά της είναι πεντακάθαρα και απολύτως διαυγώς, αποτέλεσμα καρδιάς και ψυχής.
Η Σάττι μας χόρεψε τραπ και ροκ και κλαρίνα και μπαλαλάικες, μας είπε Γλυκερία και Αρβανιτάκη, απογείωσε κρητικά και μοιρολόγια, έμπλεξε ραπ, ροκ κιθάρες και χάλκινα βαλκανικά, έκανε όλο το θέατρο να χοροπηδάει με φανκ λεπτομέρειες και μεσανατολίτικους καρσιλαμάδες, άλλαξε ρυθμούς, και μίλησε αρκετά, σαν να τα έλεγε σε κάποιο στόρι στο Instagram, ή στο τηλέφωνο με κάποιον κολλητό της.
Από τις δυο ώρες που ασταμάτητα “έδινε” επί σκηνής – θα χρειαστεί πιθανότατα να “κρύβεται” λίγο πιο εύκολα και σίγουρα για λίγο παραπάνω αν δεν θέλει να φεύγει “ημιθανής” από την κούραση στην πορεία της καριέρας της από σκηνής, αλλά αυτό είναι κάτι που δείχνει μόνο αγάπη, πάθος και μεράκι, οπότε για καλό είναι – ούτε το ένα τέταρτο αυτού του χρόνου δεν υπήρξε με “αργό” ρυθμό. Αλλά κι αυτό, ήταν σπασμένο σε δυο σημεία, για να μην προλάβει να “κάτσει” το κοινό, ή να πέσει η ένταση.
Η αλήθεια είναι πως η έκπληξη με τις “Chores“, την χορωδιακή ομάδα με τα λευκοντυμένα κορίτσια που εμφανίστηκαν ξαφνικά κι αναπάντεχα να τραγουδούν, μυστικιστικά σχεδόν το “Τίνος να πω τον πόνο μου” από την Λέσβο, ήταν μια από αυτές τις στιγμές που καθήλωσαν ακόμα παραπάνω το πλήθος, αλλά κι άλλη μια απόδειξη, πως η Μαρίνα πλέον έχει μια επίγνωση και του ρόλου και της μουσικής της “αποστολής”.
Στο τέλος, έδειξε μια “μητρική” πλευρά, μια αγκαλιά για όλους αυτούς τους ανθρώπους που δούλευαν, έπαιζαν, χόρευαν, έτρεχαν, πάσχιζαν μαζί της, την “οικογένεια” που έλεγε και ξανάλεγε. Και για encore έφερε στην σκηνή την Ζακλίν Μπαγντασαριάν, την τραγουδίστρια του συγκροτήματος Ladaniva που εκπροσώπησε την Αρμενία στη φετινή Eurovision, ένα άλλο υπέροχο πλάσμα που… “είχε ξεχάσει τα παπούτσια της στην παραλία” όπως είπε και γι’ αυτό τραγούδησε και χόρεψε… ξυπόλητη επί σκηνής, ενόσω πιτσιρίκια και μετέφηβοι (κάθε ηλικίας, όλοι τέτοιοι ήμασταν τελικά) χοροπηδούσαν σε όλο το στάδιο, με το Jako, το τραγούδι της Eurovision.
Η Μαρίνα Σάττι δεν κέρδισε χθες νέους φανατικούς, αυτούς τους έχει ήδη και πιθανότατα θα τους πολλαπλασιάζει και τα επόμενα χρόνια. Αυτό που κατέκτησε σίγουρα όμως, ήταν μια δύναμη επί σκηνής που μόνοι οι πραγματικές σταρ αυτού του κόσμου έχουν, και που όχι μόνο της αξίζει, αλλά που πλέον θα μπορεί να χρησιμοποιήσει για να μεταδώσει όλα όσα υπέροχα και βαθιά αγαπησιάρικα έχει μέσα στην ψυχή της. Γιατί αυτό ακριβώς έκαναν πάντα οι μεγαλύτεροι σταρ του κόσμου. Έδιναν την ψυχή τους στον κόσμο. Κομμάτι κομμάτι. Κι αυτό το είδα κι εγώ, και οι χιλιάδες άνθρωποι στον Λυκαβηττό χθες, και το ένιωσαν και τα κορίτσια μου…
📸by @teo_savvidis