Η πατριαρχία και ο μισογυνισμός βρίσκουν έδαφος αλληλοτροφοδότησης από την απαρχή τής δυτικής σκέψης, δηλαδή από τη συγκρότηση του υποκειμένου στον δυτικό κόσμο. Το φύλο, άλλωστε, αποτελεί κλειδί για να ανοίξει η πόρτα σε ερμηνείες που δεν έχουμε δώσει, ακόμα, κεντρικό ρόλο στη σπουδαιότητά τους.
Γράφει ο Γιώργος Κτενάς
Η γυναίκα παρουσιάστηκε ως πόρνη, μάγισσα, υστερική, πλανεύτρα τού λευκού δυτικού άντρα, τυπικά εκφυλισμένη και καθόλα αφημένη στις ηδονές. Αλλά την ίδια στιγμή ταξινομήθηκε και ως σύζυγος και μητέρα που είχε απωλέσει τη σεξουαλικότητά της. Η αποκατάστασή της έγινε με βάση την κανονιστική εικόνα τής Παναγιάς και όχι από την Εύα, αφού η τελευταία ταυτίστηκε με τον ηθικό πανικό που αργότερα αγκάλιασε τις μάγισσες. Αντίθετα, η Παναγιά είναι μητέρα και την ίδια στιγμή αειπαρθένος, άρα δεν επηρεάζει/κλονίζει την ηγεμονική αρρενωπότητα.
Αυτή τη χριστιανική ηθική αγκάλιασε ο επιστημονικός λόγος, από τον Χάβελοκ Έλις μέχρι τον Σίγκμουντ Φρόιντ και την υστερική γυναίκα, ανακεφαλαιώνοντας και επανακωδικοποιώντας την πατριαρχία στις αρχές τού 20ου αιώνα με το Σύνδρομο της Παρθένου-Πόρνης. Που εντοπίζει στη γυναίκα την αιτία τής ανδρικής ανικανότητας. Ταξινόμηση με βάση το φύλο και αναπαράσταση της ζωής και της αξίας της που μπορεί να φτάσει μέχρι τη γυναικοκτονία. Γιατί πριν από τη γυναικοκτονία είναι ο βιασμός και η κακοποίηση, και πριν από αυτό είναι η κουλτούρα του βιασμού. Χωρίς πολιτικη ταυτότητα.
Όπως περιγράφει η Όλγα Στέφου στο βιβλίο της, Μονόκλινο σε Μπουάτ (εκδ. Agrafina), την κακοποιητική και, φυσικά, πατριαρχικά δομημένη σχέση της, παράλληλα με τη σοβαρή περιπέτεια που την απασχόλησε με την υγεία της και την απασχολεί ακόμα. Με το θάρρος της λεπτομερούς καταγραφής μιας καθημερινότητας που αναμετρήθηκε το κορμί της ως πεδίο διαμάχης ανάμεσα στον επιστημονικό λόγο και την πατριαρχία – Πεδίο που αγκαλιάζει αλλα και απεμπολεί επιθυμίες. Μια ζωή που κανείς δεν θέλει να δει αυτό το πρόσωπό της αλλά κάποιοι αναγκάζονται να ζήσουν με αυτό.
Ο Πρεθιάδο, πιο επιδραστικός στοχαστής στα θέματα γύρω από το φύλο στην εποχή μας, μιλάει για τα ουτοπικά όργανα των σωμάτων, που θα είναι οι μαχητές των συνόρων. Αγκαλιάζοντας δηλαδή σώματα και επιθυμίες. Η Όλγα προσπαθεί μέσα από την εξομολόγηση στο βιβλίο της να γαμοσταυρήσει και να φτύσει από μέσα της το χτικιό που δεν κατάφερε να την διαβρώσει. Με την Μπουάτ να ανάβει ένα ακόμα λυχνάρι στον δρόμο που εγκλωβίζει γυναίκες και θηλυκότητες στη σιωπή και την αδράνεια, και είναι ακόμα σκοτεινός. Αυτό ίσως να είναι το πρώτο βήμα. Μακάρι να είναι δηλαδή.