Η Ελένη Ζαραφίδου, ο Δημήτρης Πασσάς, η Εμμανουέλα Κοντογιώργου και η Αιμιλία Μηλιου, συναντώνται κάθε Δευτέρα και Τρίτη με κάποιους ανθρώπους που τους μοιάζουν – ή και πάλι όχι τόσο – σ’ έναν τόπο που κάτι τους θυμίζει – ή και πάλι όχι τόσο. Η Αλίφειρα υπάρχει κι αν δεν υπήρχε θα μπορούσε να υπάρξει. Είναι ένας μη τόπος που οικοδομείται πάνω σ’ έναν υπάρχοντα τόπο και κατοικείται από φαντάσματα νεκρά και ζωντανά.
Του Κωνσταντίνου Σαράντη
Οι κάτοικοί της καταλήγουν καρτ ποστάλ μιας άλλης εποχής, ερείπια όσων υπήρξανε, στάχτες ενός αρχαιολάγνου παρελθόντος. Καταλήγουν ένα ιδιότυπο σχόλιο πάνω σε όσα μας συνθέτουν, όσα μας διαιρούν και όσα μας ανασυνθέτουν. Η Ελένη, ο Δημήτρης, η Εμμανουέλα κι η Αιμιλία στέκονται εδώ σαν ομιλούντα πορτραίτα, σαν σχόλια που παίρνουν σάρκα και οστά. Αυτή δεν είναι μια συνέντευξη. Είναι ένα μωσαϊκό πορτραίτων που είχα την τιμή να εικονογραφήσω.
Ελένη – για τους άνδρες και τις γυναίκες της ζωής και της τέχνης της
Η Ελένη θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα του Φελίνι σαν αυτές που τόσο αγαπά. Μια γυναίκα που είναι «γειωμένη αλλά παράλληλα και τόσο στρογγυλή, σχεδόν υπερβατική». Αυτό ακριβώς ανακαλύπτει και στη Λέλα του Ανδρέα Στάικου. Στη Λέλα που στέκει σ έναν τόπο ερειπωμένο ωσάν μια Καρυάτιδα, η Ελένη συναντά αναφορές που της είναι γνώριμες και αγαπημένες – αναφορές που φέρει και ο ίδιος ο Ανδρέας. Η Λέλα είναι «μια διαδρομή ονείρου από πράγματα που και οι δυο τους αγαπούν».
Κι ενώ ο Ανδρέας πλάθει πτυχώσεις πάνω στο ερείπιο της Λέλας, χωρώντας στα κενά τους το όνειρο και τον εφιάλτη, «δεν ασχολείται με τους ηθοποιούς του σαν κυριολεξία κι αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό τελικά. Δεν καλουπώνει έναν ρόλο στα μέτρα σου. Δεν σε ορίζει ως αυτό. Δημιουργεί ένα πεδίο δράσης που ακούει το σκίρτημα του ηθοποιού, αυτό που τον καλεί απέναντι στα πράγματα». Ο Ανδρέας προσεγγίζει δυναμικές και όχι τους χαρακτήρες των ηθοποιών του. «Μπορεί κάποιος να ακούει τζαζ χωρίς να είναι απαραίτητα ένας μποέμ τύπος. Όμως δυνάμει φέρει τις ποιότητες ενός μποέμ τύπου», αυτό ανακαλύπτει και αποκαλύπτει η γραφή του Ανδρέα Στάικου.
Κι ενώ η Ελένη είναι ένα παιδί της λογικής, προσεγγίζει τους ρόλους της διαισθητικά έστω κι αν της μοιάζουν. Κουβαλά τα βιώματά της χωρίς όμως να τα φορά στους ρόλους της. Οι ρόλοι της «γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στον κύκλο ζωής των προβών, διαφορετικά θα ήταν τόσο βαρετό». Σε λίγους μήνες, η Ελένη θα ταξιδέψει όχι και πολύ μακριά γεωγραφικά αλλά κυρίως χρονικά, για τους «Τσέντσι» σε σκηνοθεσία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Εκεί συναντά μια άλλη γυναίκα μέσα από το βλέμμα και την καθοδήγηση μιας άλλης γυναίκας. «Το γυναικείο βλέμμα στην τέχνη φέρει κάτι το πιο ανθρώπινο, κάτι το σχεσιοκεντρικό. Αναδεικνύει την ουσία των πραγμάτων. Κι αυτό είναι κάτι που έχουν και πολλοί άνδρες καλλιτέχνες όπως κι ο Ανδρέας, ο οποίος όμως έχει και την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα-σκηνοθέτη που του επιτρέπει να προσεγγίζει διαφορετικά τους χαρακτήρες του».
Ίσως αυτό το γυναικείο βλέμμα βρίσκει και στον άνθρωπο με τον όποιον μοιράζεται ζωή, τέχνη και παιδί, τον επίσης ηθοποιό και σκηνοθέτη Βαλάντη Φράγκο. «Ο Βαλάντης έχει μια προσέγγιση που εξ ορισμού εστιάζει στις σχέσεις, όχι μόνο σε αυτές μεταξύ των προσώπων αλλά και σε αυτές που γεννώνται σε συνάρτηση με τα περιβάλλοντά τους». Η Ελένη είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να βλέπει μέσα από τα μάτια των άλλων. Ένας άνθρωπος που μπορεί να ακούει και να κατανοεί. Ένας άνθρωπος που μπορεί να αγαπά
Δημήτρης – «μην πλατσουρίζεις στην μπανιέρα, όταν αυτό που θες πραγματικά είναι να πας στην παραλία»
Ο Δημήτρης μού μιλά για το γάλα αμυγδάλου, για το γάλα βρόμης, για το γάλα σόγιας, για «Το γάλα» του Κατσικονούρη, για την «Αλίφειρα» του Στάικου και για τους ρόλους του εντός, εκτός και επι ταυτά της σκηνής.
«Δεν προσεγγίζεις έναν ρόλο σαν ηθοποιός. Προσεγγίζεις κάθε ρόλο στη μοίρα χώρου και χρόνου που τοποθετείσαι. Προσεγγίζεις τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει η καρδιά της πρόβας – δηλαδή ο σκηνοθέτης – τον ρόλο. Όταν αυτό είναι πιο ομιχλώδες πρέπει να ανιχνεύσεις τις δυναμικές στον χώρο, και να μπορεί αυτό να ομορφαίνει τα πράγματα αλλά σίγουρα τα δυσκολεύει. Κάθε ηθοποιός έχει μέσα του έναν σκηνοθέτη. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ισχύει το αντίστροφο… Εγώ βλέπω πιο καθαρά τα πράγματα απέξω από ό,τι από μέσα. Προσπαθώ να διατηρώ το εξωτερικό μάτι. Δεν με παρασύρει ο ρόλος, δεν μπαίνω μέσα. Μόνο η τυχαιότητα με παρασύρει. Την βρίσκω γοητευτική. Βρίσκω γοητευτική την αντίληψη πως τα περισσότερα που σκέφτεσαι είναι εφικτά. Είναι δυνατά – και στη σκηνή και στη ζωή. Είναι σαν μια κατανόηση ότι στην πλειονότητα των στιγμών υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος – κι αυτό δεν είναι μόνο άσκηση επινοητικότητας.
Είναι η επινοητικότητα των παιδιών, τρόπον τινά, αυτήν με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι ως ηθοποιοί. Αυτή είναι που πλατύνει τα όρια γιατί σε περνά στην αντίπερα όχθη. Η γονεϊκότητα σε αναγκάζει να χρησιμοποιείς την πείρα σου και τη σκέψη σου σαν μπούμερανγκ, χωρίς να έχεις το δικαίωμα να γευτείς την επικινδυνότητα που βιώνουν αυτά τα ανταγωνιστικά σπερματοζωάρια…
Το πράγμα που πάντοτε βοηθά στην υποκριτική είναι να τηρείς τα πολύ βασικά στην προσέγγιση του ρόλου σου. Να ακούς, δηλαδή, αυτά που λέγονται όπως λέγονται και όχι όπως τα ακούς και να εννοείς αυτό που λες. Ναι, ακούγεται πολύ ρηχό αλλά το να λες τα λόγια σου και να μην σκουντουφλάς στα έπιπλα περικλείει πολύ περισσότερα. Η υποκριτική είναι σαν μια αθλητική δραστηριότητα, όπως λέει συχνά και ο Ανδρέας. Ό, τι κάνεις στην προθέρμανση κάνεις και στον αγώνα το ίδιο ισχύει με την πρόβα και την παράσταση.
Η μαγεία βρίσκεται στις λεπτομέρειες και στην ανοιχτότητα του δέκτη… Προσπαθώντας να βρεις μια ταυτότητα, πολλές φορές χάνεις το προφανές, ότι δηλαδή δεν έχεις αποκλειστικά και μόνο μια ταυτότητα και ότι ο τρόπος με τον όποιον αντιδράς στα διαφορετικά πλαίσια είναι αυτός που καθορίζει την ταυτότητα σου. Αυτό που προσπαθείς να κρύβεις στη σκηνή είναι και το πιο ορατό. Όταν είσαι γενναιόδωρος στις ρωγμές σου, όταν αμφιβάλλεις για τη σταθερότητα του πλαισίου, προκαλείς και τους άλλους να σε δουν ως κάτι σταθερό, γιατί έτσι ο άλλος μπορεί και νιώθει πιο σίγουρος μαζί σου».
Εμμανουέλα – ο Σαίξπηρ, ο Ανδρέας Στάικος, ο Στανισλάφσκι και τα δεινά της μη απόστασης
Εμμανουέλα πόσους ρόλους έχεις; Έναν ρόλο έχω. Νομίζω ότι είμαι ηθοποιός. Απλώς επειδή δεν μπορώ να παίζω μόνο 9-11 κάθε βράδυ, παίζω όλη μέρα. Κάνω δράματα. Χτυπιέμαι. Υπάρχει, όμως, υποκριτική απόσταση από αυτούς τους περιστασιακούς σου ρόλους; Πάντα υπάρχει απόσταση, γιατί αυτή είναι η παιδεία του θεάτρου που πήρα. Δεν κάναμε παλιά «Στανισλαφσκική» υποκριτική. Ο ηθοποιός έχει πάντα πάνω του ένα κράμα τεχνικής που μέσω αυτού βγαίνουν ενορμητικά τα όσα έχει να δώσει στον ρόλο – κι αυτά τα δίνει ερήμην του.
Εσύ έχεις απόσταση;
Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει απόσταση γενικά και ευτυχώς που πήγα σε αυτήν τη σχολή παρόλο που γκρίνιαζα. Μου έκανε καλό.
Εσύ τι διδάσκεις όταν διδάσκεις;
Και τώρα που ερχόμουν στο θέατρο, έτυχε να κάνω μάθημα σε μια κοπέλα που καθόταν δίπλα μου στον ηλεκτρικό.
Ήταν από ξένη χώρα και διάβαζε Σαίξπηρ. Πήρε το μάτι μου κάποια αποσπάσματα αλλά δεν κατάλαβα από ποιο έργο προέρχονταν. Τη ρώτησα και μου είπε πως ήταν από το «Τέλος καλό όλα καλά». Υπέθεσα πως πήγαινε σε κάποια δραματική σχολή, γιατί διαφορετικά δεν θα συναντούσες εύκολα ένα παιδί να διαβάζει Σαίξπηρ στο τρένο. Έτσι αρχίσαμε να μιλάμε για την υποκριτική, μ’ εκείνη να με ρωτάει τι θα έπρεπε να ξέρει για το επάγγελμα.
Κι εσύ τι της απάντησες;
Ένας καλός δάσκαλος πρέπει να διδάσκει, πέρα από την τεχνική, τον «εαυτό». Πρέπει να ξέρεις πως ακόμη κι όταν έχεις δουλειά πρέπει να παίξεις. Παίζεις θέατρο συνέχεια. Είναι ένας ιδρυματισμός για αυτούς που είναι πραγματικά ηθοποιοί κι όχι για αυτούς που είναι εκτελεστικά όργανα, για όσους δηλαδή λειτουργούν σαν δημόσιοι υπάλληλοι.
Και στο πανεπιστήμιο τι προσπάθησες να μας μάθεις; Έπαιζες κι εκεί;
Φυσικά και έπαιζα. Στο πανεπιστήμιο με προσέλαβαν με την ιδιότητα του ηθοποιού. Με προσέλαβαν για να κάνω περφόρμανς κατά κάποιον τρόπο. Κι αν προσπάθησα να διδάξω κάτι στα παιδιά, αυτό ήταν το να απελευθερωθούν. Είτε με το να τα παροτρύνω να πάνε για καφέ αντί να έρθουν στο μάθημα, είτε με το να πίνουν, είτε με το να κάνουν σεξ, είτε με το να καπνίζουν αυτό που εγώ θέλησα να κάνω μέσω αυτών των παροτρύνσεων ήταν να τα βοηθήσω να βρουν τον εαυτό τους – γιατί αυτό είναι πιο σημαντικό από το ίδιο το πανεπιστήμιο.
Το πέτυχες;
Κοίτα, είναι πάντα δική σου κατάκτηση το να βρίσκεις ανθρώπους και καταστάσεις που θα σε πηγαίνουν προς τα μπρος και προς τα πάνω. Κι αυτή είναι η πραγματική επιτυχία και ευτυχία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα είσαι μονίμως ευτυχισμένος. Όταν όμως καταφέρνεις να το βρεις αυτό, μπορείς κάποια μέρα να γυρίσεις και να πεις πως «ναι, εν τέλει στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου τα πήγα καλά».
Με τους ρόλους του Ανδρέα τα πηγαίνεις καλά;
Λόγω της σχέσης που έχω αναπτύξει πια με τον Ανδρέα, όχι, δεν έχω απόσταση από τους ρόλους του. Μοναχά τεχνική βάζω σε αυτούς, εκφραστικά και υφολογικά.
Τι κερδίζεις και τι χάνεις, όμως, από τη μη απόσταση;
Και κερδίζεις και χάνεις από τη μη απόσταση. Κερδίζεις γιατί τα ζεις όλα στην ολότητα τους – όντας αποστασιοποιημένος από τα πράγματα είσαι πεθαμένος – αλλά όταν λείπει η απόσταση η ασφάλεια πάει περίπατο και αυτό μπορεί να έχει αποτελέσματα άσχημα τα οποία δεν τα ξέρω αλλά τα φαντάζομαι. Μπορεί να γίνεις τόσο δύσκολος που να σου είναι αδύνατο πια να συμβιώνεις, όχι καλλιτεχνικά αλλά προσωπικά.
Άρα ο ηθοποιός παίζει με τις αποστάσεις;
Το να είσαι ηθοποιός σημαίνει να μην έχεις απόσταση από τα πράγματα. Μόνο τεχνική έχεις και η τεχνική είναι αυτή που σου επιτρέπει να είσαι μέσα στα πράγματα. Σου επιτρέπει να βουτάς στα πράγματα χωρίς να σε τραυματίζεις και χωρίς να χάνεσαι σε επικίνδυνες ατραπούς.
Η Αιμιλία και η αυθεντικότητα του παπαγαλίζειν
«Ο ρόλος που υποδύομαι είναι ο ρόλος της Παπαγαλίνας. Ενός κοριτσιού στην πρώτη του νιότη, που έχει περάσει όλη του τη ζωή σε ένα ερειπωμένο χωριό. Είναι εύπιστη, θέλει να ξεφύγει από την ερημιά της και παρασύρεται εύκολα από τις υποσχέσεις μιας άλλης ζωής. Η Παπαγαλίνα είναι τόσο κοντά όσο και μακριά από εμένα. Μου αρέσει η αθωότητα και η παιδικότητα με την οποία βλέπει τα πράγματα. Ίσως κοινό μας σημείο να είναι οι τάσεις φυγής και το σύνδρομο του καλού παιδιού. Αυτά θεωρώ πως διέκρινε και ο Ανδρέας Στάικος καθώς έγραφε το ρόλο αυτό για εμένα. Όπως λοιπόν και στη ζωή μας καθημερινά παίζουμε δεκάδες «ρόλους» και τους υπηρετούμε μέχρι τέλους, έτσι και στη σκηνή καλείς το κοινό για να του πεις ένα ψέμα που πρέπει να υπηρετήσεις – και να υπηρετήσει κι εκείνο με τη σειρά του – μέχρι τέλους. Η αυθεντικότητα αυτής της διαπραγμάτευσης πηγάζει από την ειλικρινή ματιά προς τον εαυτό μας. Αναγνωρίζοντας τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τις αξίες μας, χτίζουμε μια σταθερή βάση για τους ρόλους που υιοθετούμε».
Info Παράστασης:
Αλίφειρα – Δημοτικό Θέατρο Πειραιά
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Στάικος
Παίζουν:
Δημήτρης Πασσάς, Ελένη Ζαραφίδου, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Αιμιλία Μήλιου
Προπώληση εισιτηρίων ΕΔΩ.