Κάποτε ήταν ο Ντελ Πιέρο, που η Γιουβέντους τον “ξεκρέμασε” και τον άφησε να βρει χορτάρι στην Αυστραλία. Κάποτε ήταν ο Ραούλ, που η Ρεάλ τον υπέστειλε και τον οδήγησε στη Γερμανία, στο Κατάρ, στις ΗΠΑ. Το ίδιο περίπου έγινε με τον Κασίγιας, τον Ιέρο, το Ρεδόνδο. Από κοντά κι η Τσέλσι, που μια μέρα είπε: “Ως εδώ” στο Φρανκ Λάμπαρντ και τον άφησε στα χέρια της Μάντσεστερ Σίτι. Κι αν πάρει το βιβλίο στα πόδια σου και γυρίσει μερικές ακόμα σελίδες θα βρεις κι άλλους, κι άλλους, κι άλλους, στο ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το βόλεϊ…
Δεν θα κρίνω τις ομάδες που βλέπουν τα πράγματα με περισσότερο κυνισμό απ’ όσο σηκώνει ο ρομαντισμός μου. Δεν θα κρίνω τους λόγους, δεν θ’ ασχοληθώ καθόλου με το γιατί και το πώς. Μονάχα μ’ αυτό θ’ ασχοληθώ: είναι μεγάλο κρίμα σ’ έναν σύλλογο να κατεβαίνουν οι σημαίες. Είναι μεγάλο κρίμα να ραγίζει ένα γυαλί που άντεξε χρόνια και χρόνια, κι έδεσε τον άνθρωπο με το χρώμα, με το σύμβολο, με την ομάδα. Είναι μεγάλο κρίμα διάολε…
…να φεύγει έτσι απ’ τον Παναθηναϊκό ο Φραγκίσκος Αλβέρτης!
Το έτσι, δεν έχει να κάνει με τον τρόπο. Δεν έχει να κάνει ούτε με το λόγο (που για να είμαι ειλικρινής, τη στιγμή που γράφω τις γραμμές αυτές, δεν τον ξέρω). Το έτσι έχει να κάνει με την πρωτοβουλία. Βλέπεις, για όλους εμάς που το βλέπουμε απ’ έξω, ένας άνθρωπος που ‘χει περάσει στα πράσινα 30 απ’ τα 46 χρόνια του στον κόσμο, έπρεπε να φύγει με παραίτηση. Ένας άνθρωπος που έχει ράψει μέσα στο παρκέ 5 απ’ τα 6 αστέρια του “εξάστερου”, ένας αρχηγός που έχει σηκώσει 4 απ’ τις 6 βαριές πράσινες κούπες της Ευρώπης, το όνομα που έρχεται πρώτο στα χείλη παικτών και οπαδών όταν τους λες “αρχηγός του Παναθηναϊκού”, ο Αλβέρτης έπρεπε την πόρτα της εξόδου απ’ το σύλλογο που αγάπησε να την ανοίξει μόνος του. Και να την ανοίξει για να βγει στη σύνταξη, ή για να βρει έναν άλλο προορισμό, μια νέα πρόκληση καριέρας. Σίγουρα όχι ν’ απολυθεί…
Το ξαναγράφω, γιατί το ξέρω. Όλο αυτό είναι αντίληψη…
…πολύ ρομαντική κι αθώα, κι ο κόσμος του επαγγελματικού αθλητισμού δεν γυρίζει απ’ αυτή τη μεριά.
Στο φινάλε όμως, το μπάσκετ της Ευρώπης πάντα δεν είχε αυτή τη διαφορά από κείνο της Αμερικής; Εμείς εδώ δεν καμαρώναμε που ήρωές μας είχαμε όσους αγαπούσαν και παθιάζονταν με την ομάδα, περισσότερο από κείνους που κάναν μαγικά και γράφαν νούμερα στη στατιστική τους; Μα κι έξω από το μπάσκετ, ο Μαραντόνα ήταν παντού ένα θαύμα, αλλά θεός έγινε στη Νάπολι. Ο Τότι ήταν για όλους παικταράς, μα θρύλος είναι για τη Ρόμα. Ο Μαλντίνι θα ‘ταν έτσι κι αλλιώς ο,τι καλύτερο είδε ποτέ ο κόσμος πίσω απ’ το κέντρο του γηπέδου, αλλά στη Μίλαν έγινε ο πιο σπουδαίος (ίσως) Ιταλός που κλότσησε ποτέ το τόπι. Τι εννοώ με όλα αυτά;
Ότι στ’ αθλήματα της Γηραιάς ηπείρου, η πιο μεγάλη αγάπη του κόσμου δεν είναι ο σταρ, είναι η ομάδα. Κι αν πρόκειται να γίνει κάποιος ήρωας, θρύλος και θεός, πρέπει να δεθεί, ν’ αγαπηθεί, να τον σηκώσει στα χέρια η ομάδα του. Ε, όταν πια συμβαίνει αυτό, όταν για χρόνια έχεις βάψει τον ιδρώτα σου στα πράσινα, στα κόκκινα, στ’ ασπρόμαυρα, στα κίτρινα, στα μπλε, όταν για τον κόσμο είσαι “ψυχάρα” και για σένα η ομάδα γίνεται οικογένεια, τότε είναι άσχημο και κρίμα να βλέπεις “exit” πάνω από μια θύρα που μόλις άνοιξε και σε περιμένει. Μπορεί να είναι λογικό ή συμφέρον, μπορεί να είναι απαραίτητο ή αποδοτικό (δεν ξέρω και δεν παίρνω θέση), μα σίγουρα είναι…
…κρίμα κι άδικο!
Κι όχι πως πρόκειται να σβήσει κανείς την πράσινη ιστορία του Φραγκίσκου. Όχι πως πρόκειται να σπάσει, να κοπεί ο δεσμός με την ομάδα. Όπως δεν κόπηκε του Αλεσάντρο, όπως δεν κόπηκε του Ραούλ, όπως δεν κόπηκε του Φρανκ, έτσι κι ο Φράγκι θα ‘ναι πάντα με τριφύλλι. Γιατί η αγάπη δεν κόβεται και δεν χαλάει. Μονάχα που θ’ αφήνει πια, λίγη πίκρα στο στόμα, περαστική κι ανώδυνη, μα πίκρα…