Άμα κι ανοίξεις στην Ελλάδα τη συζήτηση για τους καλύτερους Ευρωπαίους πλέι μέικερ της προηγούμενης γενιάς, θα βρεις να πέφτει στο τραπέζι ο Διαμαντίδης. Κι αμέσως πλάι του θα πέσει ο Σπανούλης (έστω κι αν ο Kill Bill δεν ήταν κατά βάση πλέι μέικερ). Κάπου εκεί θα ‘ρθει κι ο Γιασικεβίτσιους, και στο κατόπι ο Τόνι Πάρκερ, ο Καλντερόν, ο Ριγκοντό… Το θέμα ωστόσο δεν είναι ποιους θα βρεις. Το θέμα είναι ποιος θα μείνει απ’ έξω.
Άμα κι ανοίξεις τη συζήτηση με τους καλύτερους Έλληνες μπασκετμπολίστες, θα βρεις ξανά το Διαμαντίδη, το Σπανούλη, και το Γκάλη με το Γιαννάκη, και το Φάνη, κι αν κάποιος είναι πιο παλιός, να κι ο Αμερικάνος στην κουβέντα, να κι ο Πετρόπουλος με τον Κοροναίο. Κι ωστόσο πάλι, ένας θα μείνει απ’ έξω. Κι αυτός ο ένας που στην Ελλάδα τον τοποθετούμε πρώτο “στο από κάτω ράφι”, είναι ο οργανωτής που…
…άλλαξε για πάντα τη θέση του άσσου στον μπάσκετ της Ευρώπης: ο Θοδωρής Παπαλουκάς!
Ένας ψηλός στη θέση των κοντών. Κι όχι, δεν ήταν ο πρώτος δίμετρος άσσος που έπαιξε στο ψηλό επίπεδο της Ευρωλίγκας, μα ήταν αυτός που με τρόπο εμφατικό κι αποστομωτικό το ξεκαθάρισε: στο μπάσκετ της γηραιάς, είν’ άλλο πράμα ο πόιντ γκαρντ κι άλλο ο πλέι μέικερ!
Κι ακόμα, ότι καλός οργανωτής δεν πάει να πει μόνο καλός πασέρ. Ο Θοδωρής ήτανε φυσικά ένας ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ πασέρ, μα ήταν πάνω απ’ όλα οργανωτής. Ήταν ο άνθρωπος που φρόντιζε να πάνε όλα καλά, να ‘ναι η επίθεση νοικοκυρεμένη, να ‘ναι ο αιφνιδιασμός πετυχημένος. Ήταν αυτός που έπαιζε, με το μυαλό του πρώτα στους άλλους τέσσερις, κι έπειτα στον εαυτό του. Κι αυτό τον έκανε παίκτη σπουδαίο για τους προπονητές που θα ‘χαν τη χαρά να τον πετάνε στο παρκέ, μα παίκτη “δύσκολο” για οπαδούς που τον κοιτούσαν από την κερκίδα ή απ’ την τηλεόραση. Γιατί βλέπεις, λογική η απορία:
Πώς γίνεται να ‘ναι σπουδαίος ένας παίκτης χωρίς… στατιστικά;
Η μεγάλη, η πολύτιμη, η δουλειά που τον Παπαλουκά τον καθιστούσε μοναδικό για ολάκερη την εποχή του, ήτανε κάτι που δεν το διάβαζες στα νούμερα. Κι όχι ότι δεν είχε νούμερα. Κοντά 1000 ασίστ στην Ευρωλίγκα, και σε συνθήκες δύσκολες, πολύ πιο δύσκολες απ’ τις σημερινές (ούτε η πάσα για ελεύθερο τρίποντο μετρούσε γι’ ασίστ, ούτε η πάσα που κατέληγε με τον ψηλό να παίρνει φάουλ – κι ας έβαζε τις δυο βολές!). Κι ακόμα, υπήρξανε παιχνίδια που και σκοράρισμα πήρε πάνω του, κι όποιος θυμάται την 4η Ευρωλίγκα του Παναθηναϊκού, αυτό θυμάται: το Θοδωρή να παίζει μόνος του ενάντια σ’ ολόκληρη ομάδα, και ν’ απειλεί μες στο ΟΑΚΑ να κερδίσει. Κι αν πιάσεις να κοιτάξεις τις χρονιές που η ΤΣΣΚΑ τη σήκωσε την κούπα, κι αν πιάσεις να κοιτάξεις τα μεγάλα ματς της εθνικής το 2005, το ’06, το ’07, πάλι την ίδια υπογραφή θα δεις: Παπαλουκάς!
Μα τότε τι; Γιατί; Δεν ήταν θελκτικό το παιχνίδι του; Πώς δεν ήταν! Μα η θελκτική εικόνα του δεν είχε να κάνει με το σουτ, το κάρφωμα, με το άλμα και τη σωματοδομή. Δεν είχε να κάνει μ’ όλα αυτά που ξεσηκώνουν τις κερκίδες. Τη θελκτική του εικόνα για να τη δεις, έπρεπε να ξέρεις πού να κοιτάξεις. Όλη η μαγεία στο παιχνίδι του Παπαλουκά είχε να κάνει με…
…την ουσία, την προσωπικότητα και το μυαλό του!
Κι ήταν πραγματικά μαγικό, αυτός ο τύπος έσπασ’ ένα απ’ τα πιο διαχρονικά κλισέ που διδάσκουν οι προπονητές του μπάσκετ: ποτέ μην κάνεις πάσα στον αέρα! (“Εκτός κι αν είσαι ο Παπαλουκάς”, συμπλήρωναν ύστερα). Κι έκανε αλήθεια το πιο ψεύτικο κλισέ των δημοσιογράφων: ήταν προπονητής μέσα στο γήπεδο! Οπότε, ας το παραδεχτούμε να τελειώνουμε…
Ναι, ήταν “δύσκολο” το παιχνίδι του Τεό για το μάτι του οπαδού. Ναι, η στατιστική δεν το μπορούσε να τα γράψει σωστά όλ’ αυτά τα σπουδαία που έκανε μες στο παρκέ. Μα δεν είναι γι’ αυτά που τον κρατάμε έξω από την ελληνική συζήτηση για τους μεγάλους παίκτες. Εκείνο που τον αφήνει απ’ έξω, είναι που ο Τσάρος της ΤΣΣΚΑ, ο άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που ορίζει πια η Ευρώπη τη θέση “1”, είχε όνειρο στη ζωή του να γυρίσει πίσω στον Ολυμπιακό.
Τι κι αν την πήγε με τους κόκκινους σε 2 Final Four; Τι κι αν απ’ τον καλύτερο Παναθηναϊκό όλων των εποχών, αποκλείστηκε για 2 μονάχα πόντους; Ο Ολυμπιακός στα μάτια του Παπαλουκά έψαχνε… Ντέιβιντ Ρίβερς! (Το Ρίβερς βέβαια της χρονιάς του ’97, γιατί τον “άλλο” Ρίβερς δεν τον θυμάται κανείς στον Πειραιά). Κι ο Θοδωρής ήτανε νοικοκύρης, ήτανε παίκτης των μεγάλων ματς, δεν το μπορούσε (και μαγκιά του!) να γίνει “όσα μπούνε κι όσα χάσουμε”. Ήταν ο ήρωας της “πραγματικής οικονομίας”, σε μια ομάδα που ‘χε την εποχή εκείνη ανάγκη από άρτους και θεάματα…