Από μικρός, κατάλαβα ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα παιχνίδι. Είναι περισσότερο, μια λατρευτική διαδικασία που λαμβάνει χώρα, σε κάθε λογής γηπεδάκι. Από τα αυτοσχέδια, που φτιάχναμε στις γειτονιές μας, μέχρι τις υπερλούξ γηπεδάρες που υπάρχουν εκεί έξω σήμερα. Αυτό που με ιντρίγκαρε σαν πιτσιρίκι, ωστόσο ήταν πάντα η φανέλα της ομάδας που υποστήριζε κάθε οπαδός. Αυτή η τιμημένη, που έχει ποτίσει ιδρώτα και κυκλοφορεί σε κάθε κλισέ τίτλο αθλητικής εφημερίδας, που σέβεται τον εαυτό της.
Για αυτό λοιπόν χρησιμοποιώντας το επίσης τιμημένο Provocateur, είπα να γράψω για τη φανέλα με το νούμερο 11 της αγαπημένης μου ομάδας, που δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς ότι είναι η Αεκάρα! Μικρός θυμάμαι τον πατέρα μου, να μου λέει ιστορίες για τον Μαύρο το Θεό! Ξέρεις, αυτόν που έσταξε συνολικά 260 τέρματα κι έχει στρογγυλοκαθίσει στην κορυφή του πίνακα των σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος και πολύ δύσκολα θα βρεθεί κάποιος ώστε να τον “αποκαθηλώσει”. Μάντεψε λοιπόν ποια φανέλα, είχε καβατζώσει στο σπίτι του ο Μαύρος; Το 11! Μιλάμε για επιθετικό- φονιά των τερματοφυλάκων, που μισό μέτρο του έφτανε για να το παστελώσει! Δεν καταλάβαινε από ντέρμπι και από “αδιάφορα” παιχνίδια. Ήρθε στην κιτρινόμαυρη αρμάδα μας, χάρη στον Μπάρλο, που τον έκλεψε από τον Ολυμπιακό. Έφυγε πικραμένος από την ομάδα, όταν ο Αλέφαντος τον έκανε αλλαγή στο τελευταίο του παιχνίδι. Τον είχαν για γέρο, όμως ο Μαύρος τους τη φύλαγε και βγήκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, στην επιστροφή του στον Πανιώνιο.
Κάπως έτσι, κατάλαβα ότι όποιος φοράει το νούμερο 11 στην πλάτη, μάλλον είναι παιχταράς. Στο καφενείο δε της γειτονιάς, παππούδια και μη, μοιράζανε αφειδώς ποδοσφαιρική γνώση και μου μιλάγανε για τον Γιώργο Σαββίδη και τον Τζίμη Πατίκα. Οι πιτσιρικάδες της εποχής βέβαια, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 ψάχναμε τον επόμενο τύπο που θα φορέσει το 11 της Αεκάρας και θα ξεφτιλίσει κάθε αμυντικό. Όχι ότι μας χάλαγε ο Μιχάλης ο Κασάπης που το φόραγε τότε. Το καλύτερο αριστερό μπακ, που είδαν ποτέ στα Φιλαδέλφεια, όπως λέγανε και τα καφενειακά παππούδια από πάνω. Ένας τύπος, που έπαιζε όλη την πλευρά κι έπαιρνε σβάρνα με τις κούρσες του, μέχρι και τα ball boys, πριν στείλει συστημένη τη μπάλα με τις γλυκιές τους σέντρες. Μάντεψε, ποιός ήρθε τότε και ντύθηκε στα κιτρινόμαυρα παίρνοντας σπίτι του τη φανέλα με το νούμερο 11, για 7 χρόνια. Ξεκινάει από Ντέμης και τελειώνει σε Νικολαΐδης.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Η ΑΕΚ μπορεί να μην πήρε πρωταθλήματα και να έμεινε με τη χαρά των κυπέλλων αλλά είχε το καλύτερο σεντερφόρι, της πιάτσας. Μπουκαδόρος, τεχνίτης, με τρομερή ταχύτητα κι εκείνο το ονειρικό ξεπέταγμα που όμοιο του, από την εποχή του Μαύρου είχαν να δουν οι Αεκτζήδες. Τα γκολ του, στα ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και στον Παναθηναϊκό, η παραδοχή του ότι έβαλε γκολ με το χέρι στον τελικό κυπέλλου με τον Ιωνικό κι όλο του το attitude, τον έκαναν αντικείμενο λατρείας για τους φιλάθλους.
Πιο πολύ από όλα όμως, ο πανηγυρισμός τους, πάνω στα κάγκελα της Σκεπαστής, τιμώντας το τατού του με τον δικέφαλο στο μπράτσο. Ο Ντέμης έφυγε το 2003 για την Ατλέτικο κι εμείς περιμέναμε τον επόμενο θρυλικό του κάτοχο. Από τον τίμιο Λεωνίδα Καμπάνταη, στον Όλεγκ Βιελίνσκι που δεν έκοβε ούτε με βαλέ και από τον Γκουσταβο Μαντούκα, στον Μιχάλη Παυλή. Όλα αυτά μέχρι που εμφανίστηκε ο Σέρχιο Αραούχο. Διάλεξε το νούμερο 11, για να βάλει επιτέλους τα πράγματα στη θέση τους. Ελπίζοντας πως ο Μελισσανίδης θα ρίξει το μπαγιόκο για να τον αγοράσει από τη Λας Πάλμας και να έρθουν κι άλλες γκολάρες του Τσίνο!
Η φανέλα ωστόσο με το 11, έχει τη δική της ιστορία. Κι αν έχουν ραφτεί στη ράχη της, πόσα και πόσα ονόματα, στην καρδιά μας θα μένει, γιατί κάποιοι μπόμπιρες την αγόρασαν μαζεύοντας χαρτζιλίκι για 2 μήνες. Θα την θυμόμαστε λασπωμένη, ιδρωμένη και ξηλωμένη τότε που έστησες παγκότερμα στο σχολείο κι έβαλες ένα γκολ με καραβολίδα, πριν χτυπήσει το κουδούνι. Θα την θυμάσαι με ξεραμένο αίμα και γδαρμένα γόνατα σε ένα 5Χ5 με φίλους εκεί κοντά στα Village του Ρέντη. Κι όταν ανοίξεις την ντουλάπα σου, θα την δεις κάτω από τα αγαπημένα σου t-shirts να σου θυμίζει ένα κάρο αναμνήσεις. Aυτή, είναι κι η μεγαλύτερη αξία της.