Το ’66 ήταν στ’ αλήθεια μια μαγική χρονιά για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Η χώρα που γέννησε το σύγχρονο ποδόσφαιρο, η χώρα που ήθελε όσο τίποτα να σηκώσει επιτέλους ένα Μουντιάλ, τα κατάφερε. To διοργάνωσε, έφτασε ως τον τελικό του Γουέμπλεϊ και το σήκωσε! Στην παράταση; Στην παράταση. Με γκολ “αμφισβητούμενο”; Με γκολ (ξέρουμε πλέον) που δεν μπήκε ποτέ! Αλλά το σήκωσε. Κι ωστόσο, η ομαδάρα του Μπόμπι Μουρ, του σερ Μπόμπι Τσάρλτον, του Γκόρντον Μπανκς και του Τζεφ Χερστ, είχε την ατυχία να περάσει σε δεύτερη μοίρα, από ένα σπουδαίο βρετανικό ποδοσφαιρικό κλισέ. Βλέπεις, εκείνη τη χρονια, του 1966, συνέβη και κάτι ακόμα…
Κάτι σπουδαίο για το αγγλικό ποδόσφαιρο. Κάτι σπουδαίο για το γαλλικό ποδόσφαιρο. Κάτι σπουδαίο για το ποδόσφαιρο. Το 1966…
…γεννήθηκε η αυτού μεγαλειότητα, ο βασιλιάς Ερίκ Καντονά!
Αλήτης; Όσο λίγοι. Παιχταράς; Όσο ακόμα λιγότεροι! Ο Καντονά έμελλε να γίνει σταρ γιατί δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο. Ήταν παλικάρι, ήταν θερμοκέφαλος, ήταν τσογλαναράς αλλά κι ο πιο σπουδαίος σέντερ φορ μιας ολόκληρης γενιάς.
Δυνατός σαν ταύρος, αλλά με τεχνική σχεδόν… δαντελένια! (Άσε μη μας “ακούσει” και βρούμε κάνα μπελά). Όταν έβρισκε τη μπάλα έξω απ’ την περιοχή, κρατούσες την ανάσα σου. Όταν την έβρισκε μέσα, έκανες το σταυρό σου. Ήταν καλός με τη μπάλα στα πόδια, κι ήταν καλύτερος όταν την έστελνε απ’ αυτά στα δίχτυα. Αλλά για κάτσε. Ένας τέτοιος παιχταράς, πώς πέρασε 8 χρόνια καριέρας σε μικρομεσαίες ομάδες της Γαλλίας – και στη Μαρσέιγ με την οποία δεν “έδεσε” ποτέ – πριν βρεθεί στο νησί και γίνει θρύλος; Μα πολύ απλά…
…ήταν παλαβός!
Ο Γκι Ρου παίρνει τον πιτσιρίκο Καντονά στην Οσέρ, εκείνος πλακώνεται μ’ έναν οπαδό (!!!). Ο Ρου όμως τον πιστεύει κι ο Καντονά γίνεται σταρ της μικρής ομάδας. Όλη η Γαλλία του προσφέρει συμβόλαια, κι εκείνος επιλέγει την αγαπημένη του Μαρσέιγ. Τη Μαρσέιγ όμως του πιο απαράδεκτου προέδρου. Ο Μπερνάρ Ταπί ήταν περίεργος τύπος (αμφιβόλου νομιμότητας!) κι απ’ την αρχή δεν τα πήγε καλά με τον παιχταρά του. Όμως δεν έφταιγε μόνο αυτός. Ο Καντονά έγινε αλλαγή ΣΕ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟ ΑΓΩΝΑ και πέταξε τη φανέλα στον προπονητή του. Είχε ήδη βρίσει τον προπονητή της εθνικής Γαλλίας κι έφαγε ένα χρόνο “αποκλεισμό” απ’ τους τρικολόρ. Ο Ταπί έψαχνε ευκαιρία και τον έστειλε στα αζήτητα.
Συνεχείς δανεισμοί, πολύ καλές εμφανίσεις αλλά και πολλά προβλήματα, τσακωμοί και τιμωρίες. Ποιος να εμπιστευτεί τέτοιο παίκτη; Κι ωστόσο, για καλή τύχη του ίδιου, της Λιντς Γιουνάιτεντ και του αγγλικού ποδοσφαίρου, ο Πλατινί προτείνει, ο Ζεράρ Ουγιέ εγγυάται, κι ο Καντονά υπογράφει στα “παγώνια” και ξεκινάει την εποποιία του στο “νησί”. Κι εκεί πια, Σερ Άλεξ. Κι εκεί πια…
…ήρθε η Γιουνάιτεντ!
Μπορεί ένας ποδοσφαιριστής να γίνει θρύλος για μια ομάδα γεμάτη τέτοιους, μέσα σε μόλις 5 χρόνια; Ο Ερίκ μπόρεσε! Τον αγάπησαν, τον αποθέωσαν, έγινε ο ήρωας που ξανάκανε μεγάλη τη μεγάλη του Μάντσεστερ. Μπήκε στη φανέλα με το 7 του Τζορτζ Μπεστ και τη γέμισε. Δεν ήταν “Μπιτλ”, δεν ήταν πλέιμποϊ σαν το μεγάλο Τζόρτζι, αλλά είχε ένα “μάτσο” σταριλίκι που η κερκίδα του Τράφορντ το ‘βαλε για πάντα στην καρδιά της. Παρέα κι ένα τεράστιο ταλέντο – ήταν παλικάρι σαν το Βαν Μπάστεν, ήταν εκτελεστής σαν το Ρομπέρτο Μπάτζιο, ντρίπλαρε σαν Ντένις Μπέργκαμ, έπιανε τα σουτ του Μπατιστούτα. Κάπως έτσι χάρισε στη Γιουνάιτεντ 4 τίτλους σε 5 χρόνια. Κι ύστερα… έφυγε!
Γιατί; Έτσι! Τα λόγια του ίδιου, είπαν πως: “Όταν παίζεις στο υψηλότερο επίπεδο, πρέπει να προσέχεις πώς ζεις, τι τρως, τι πίνεις, τι ώρα κοιμάσαι. Χρειάζεται να είσαι συγκεντρωμένος και να έχεις πάθος για το παιχνίδι“. Μπορεί κανείς να υποθέσει πως ο βασιλιάς Ερίκ, θέλησε στα 30 του να ζήσει; Πώς θέλησε να ψάξει άλλα πάθη; Ενδεχομένως. Κι ωστόσο, δεν μπορεί κανείς ποδοσφαιρόφιλος να μην τα βάλει για λίγο με την τύχη, αν σκεφτεί πως…
Αν άντεχε να παίξει μια χρονιά ακόμη, ο Καντονά θα σήκωνε το μουντιάλ με τη Γαλλία. Αν άντεχε να παίξει δύο χρόνια ακόμα, θα ‘χε καρφώσει τη Μπάγερν στον τελικό του ’99 – εμείς θα χάναμε την πιο μεγάλη ανατροπή στην ιστορία του Τσάμπιονς Λιγκ (ίσως τη δεύτερη, μετά την Κωνσταντινούπολη!), αλλά εκείνος θα ‘χε σηκώσει στον ουρανό την “κούπα με τ’ αυτιά”. Απ’ την άλλη μεριά βέβαια…
Ναι, όσο το σκέφτομαι, μάλλον ο μύθος του Ερίκ θα ‘ταν μικρότερος, αν είχε σπίτι του ένα Μουντιάλ κι ένα “Πρωταθλητριών”. Τότε, θα ήταν ένας τεράστιος παίκτης, με τις πιο μεγάλες διακρίσεις. Τώρα, και χωρίς αυτές, παραμένει βασιλιάς!