«Ζούμε ανάμεσά σας». Αυτό είναι το moto των ΠΑΟΚτσήδων που ζουν στην Αθήνα. «ΠΑΟΚτσήδων» και όχι «ΠΑΟΚτζήδων». Ούτε καν «μΠΑΟΚτζήδων», που είναι αφορμή να μαλώσω με οποίον φίλο ή γνωστό προσπαθεί να μου κάνει πλακίτσα. Ναι, είμαι κομπλεξικός με τέτοια θέματα. Ανέχομαι την καζούρα, έχω μάθει σε αυτή άλλωστε, έπειτα από τόσα χρόνια σε μια πόλη… αλλόθρησκη. Κάνω κι εγώ, όποτε με παίρνει. Και την τελευταία 5ετία, είχα πάρει πολύ αέρα. Την τελευταία διετία δε, άγγιξα τα 9 μποφόρ! Τόσος αέρας…
Τα 4 από τον Ολυμπιακό τα αντιμετώπισα συγκρατημένα. Ήταν και ένα άρθρο του Καίσαρη junior, για τα 5 της Μπαρτσελόνα στη Ρεάλ πιο παλιά, την 4αρα της Ντόρτμουντ (πάλι) στη Ρεάλ (ναι, φαίνεται, Μπαρτσελόνα είμαι). Υπέμεινα την καζούρα, κάτι ψέλλισα για Τούμπα, κάτι για τελικό κυπέλλου, ξεχάστηκε.
Την Κυριακή που πέρασε, την περιμέναμε όπως ο ανθοπώλης την 14η Φεβρουαρίου. Τόση προσμονή. Σίγουροι, εγώ και ο κολλητός μου ο Γιώργος, για νίκη σε ντέρμπι. «Ποιος Παναθηναϊκός τώρα, με τα παιδαρέλια», είναι η ατάκα που λέμε. Για την ακρίβεια, ακούγαμε για χρόνια ακριβώς την ίδια επωδό για την ομάδα μας και τώρα ήρθε η -ευλογημένη- εποχή να την αντιστρέψουμε. Έπαιξα στοίχημα, (1-2 σκορ), την «είπα» στον κυριούλη που είχε το ΠΡΟΠΟτζήδικο (και όχι «ΠΡΟΠΑτζηδικό», όπως το λένε κάποιοι στην Αθήνα), «φοβάμαι μην έρθει 1-4» και με αυτήν την έπαρση ξεκίνησα να πάρω τον κολλητό από το σπίτι για να «κατέβουμε» στο «Απόστολος Νικολαϊδης».
Παρκάρουμε εύκολα Πανόρμου, μπαίνουμε μετρό… Πράσινο και λαχανί, παντού. Μπαμπάδες με τα παιδάκια τους, κασκόλ, παρέες… Καλή φάση, υγιής. «Αύριο θέλω να είσαι ο καλύτερος μαθητής», έλεγε ένας μπαμπάς στον μικρό του και θυμήθηκα το δικό μου, που με πήγαινε Τούμπα με αυτό το αντάλλαγμα. Το γήπεδο αποτελεί, άλλωστε, μια από τις καλύτερες αφορμές για να χτιστεί μια υγιή σχέση ανάμεσα σε έναν πατέρα που όλη την εβδομάδα τρέχει και έναν γιο, που τον βλέπει απόμακρο.
Βγαίνοντας από το μετρό μυρίζεις… γήπεδο, χωρίς απαραίτητα να το βλέπεις. Οι ψησταριές είναι εκείνες που σε βάζουν πρώτα στο νόημα, που δίνουν τον τόνο του ραντεβού. Έχουμε στείλει φίλους για τα εισιτήρια, γιατί δεν θέλουμε να μπλέκουμε με ταυτότητες που γράφουν «Θεσσαλονίκη», αν και πάντα κάνουμε τη σχετική πλακίτσα του τύπου «γήπεδο χωρίς μπουγατσατζήδικο απέξω ρε μαλλλάκα… Μπαρ, χωρίς μπάρα!».
Συμφωνούμε να γιορτάσουμε με «βρώμικο», μετά τη νίκη και ο Γιώργος σταμπάρει μια κυρία, ηλικίας άνω των 55 που έχει στήσει τον πάγκο της. «Από εδώ θα πάρουμε, θα το κάνει και… σπιτικό», μου λέει. Που και που, βγάζω φωτογραφίες. Ειδικά, εκείνο τον πάγκο που ανάμεσα σε λουκάνικα, σουβλάκια (θεσσαλονικιώτικα, αυτά με το ξύλο στη μέση) και πατάτες, στέκει ένα μπουκάλι Vat 69.
Στο γήπεδο μπαίνουμε πολύ νωρίς. Μία ώρα πριν το ματς, δεν έχει και πολύ κόσμο. Σταματάμε σχεδόν αμέσως, γιατί ακούμε γιουχαΐσματα. Όταν ζεις στην Αθήνα, ξέρεις… Εσένα και την ομάδα σου θα γιουχάρουν, οπότε κάθε «γιούχα» και «βρισίδι», οτιδήποτε σε «γαλλικά» ακούς, ένα καμπανάκι ηχεί ευχάριστα… «Τα παιδιά μας», σκεφτόμαστε ταυτόχρονα με τον Γιώργο και κοιταζόμαστε στα μάτια. Είναι λογικό να έχουμε αναπτύξει κανόνες συνομωσιολογίας, έπειτα από τόσα χρόνια. Στεκόμαστε και βλέπουμε τα παιδιά μας, στα πέντε μέτρα, να έχουν βγει για ζέσταμα. Ο κολλητός βγάζει με τρόπο δύο-τρεις φωτογραφίες. Εγώ πιάνω κουβέντα με τον κύριο που πουλάει πατατάκια. «30 χρόνια είμαι στο γήπεδο», μου λέει. «Ναι, ε;», του απαντάω και αρχίζει να μου μιλάει. Είναι χρυσή ευκαιρία για να είμαστε κοντά στα «παιδιά μας» και να τα χαζεύουμε. Τον Νάτχο, που είναι και καινούργιος, τον περνάμε «αξονική». Κάθε βήμα, κάθε κοντρόλ… Ο ψιλικατζής συνεχίζει ακάθεκτος να μου λέει για τον αγώνα με τον Ερυθρό Αστέρα, που βγάζει ένα χαρτζιλίκι, αλλά η ΠΑΕ σκέφτεται να τους πετάξει έξω από το γήπεδο. Μας φωνάζουν και οι άλλοι που έχουν ήδη καθίσει, οπότε ανεβαίνουμε.
Είναι ευτυχία να κάθεσαι κάπου, που δεν υπάρχει πολύς κόσμος για να μπορείς να μιλάς για το ματσάκι άνετα. Πάντα, με το που καθόμαστε, τσεκάρουμε τους γύρω. Μερικές φορές μάλιστα, γινόμαστε και γραφικοί, προσπαθώντας να ανακαλύψουμε και κάποιον άλλον που είναι σαν κι εμάς, που «ζει ανάμεσά τους». Η κερκίδα γεμίζει και είναι όλοι ξεκάθαρα φίλοι του Παναθηναϊκού.
Μου κάνει εντύπωση που στη Θύρα 13 δεν ακούγεται ούτε ένα σύνθημα. 3’ πριν βγουν οι ομάδες, ακούγεται μόνο ο Ζουγανέλης… «Σιγά που θα χαχάναμε» και άλλες διαφημίσεις του ΟΠΑΠ. Οι οργανωμένοι του Παναθηναϊκού φαίνεται πως ετοιμάζουν κάτι, όταν ένα λεπτό πριν την έναρξη, προβάρουν ένα κορεό.
Βγαίνουν οι ομάδες, χαλασμός για τον Παναθηναϊκό, «άντε ρε αρρώστια ΠΑΟΚαρα», ψελλίζουμε εμείς, πάλι συνωμοτικά. Θέλοντας να τσιγκλήσουμε και τους βάζελους φίλους, αλλά και να επικοινωνήσουμε με τα ΠΑΟΚια, κάνουμε και μια ανάρτηση στο Facebook, για να φαίνεται πως είμαστε στο γήπεδο. Και όταν κάτω από την ανάρτηση γράφουν σχόλια οι δικοί μας, «φέρτε το διπλό», γεμίζουν τα στήθη από υπερηφάνεια.
Με το που ξεκινάει το ματς, έχουμε μια υποψία ευκαιρίας και τότε συμβαίνει το κλασικό. Επειδή δεν μπορείς να μιλήσεις, χτυπάς με το πόδι σου, το πόδι του κολλητού σου. Από το ξεκίνημα της φάσης, όταν και «μυρίζει γκολ».
Δυστυχώς, στο παιχνίδι αυτό, μια φορά έμελλε να γίνει αυτό. Αν και πολλές φορές, η ένταση του χτυπήματος είναι μεγάλη, που μπορεί να πονέσει μέχρι και ο προσαγωγός, αυτό το σήμα «έρχεται-το-γκολ» είναι ένας πόνος που τον γουστάρεις. Που και που, ρίχνουμε και κλεφτές ματιές στο κινητό, σε Facebook και Twitter, για να έχουμε… νέα από τον «έξω κόσμο», τον δικό μας. «Τι γράφουν τα άλλα ΠΑΟΚια που βλέπουν το ματς;», είναι η ερώτηση και ένας από τους δύο μπαίνει στο κινητό με τρόπο… Βλέπεις, τα ΠΑΟΚτσηδικα σύμβολα είναι παντού!
Για τα υπόλοιπα 88 λεπτά, τρίβαμε τα μάτια μας, νιώθαμε πόνο στο μυαλό, «δεν έχουμε και κολίριο», μονολογούσε ο Γιώργος, ο κολλητός. «Τα παιδιά μας» ήταν εξαφανισμένα, κάποιοι άμπαλοι τύποι χωρίς ψυχή, «σκορποχώρι», που απλώς φορούσαν το «δικέφαλο» στο στήθος, ήταν στο γρασίδι του «Απόστολος Νικολαΐδης» και έδιναν το… έναυσμα για το πράσινο party.
Και όταν το βρίσιμο φτάνει στα όρια της γελοιοποίησης και δεν είναι εκείνο του «αδυνάτου», αλλά του «νικητή», τότε γίνεται ενοχλητικό. 10 λεπτά μετά το 2-0, θέλω να φύγω. Υπομένω… Για άλλη μια φορά. Είναι που έχω αναπτύξει και αντισώματα, έπειτα από τόσες ήττες που έχω δει σε ντέρμπι. Στο 85’ ξεκινάμε, σιγά σιγά, την κάθοδο.
Ο κόσμος πανηγυρίζει, φωνάζει συνθήματα, μας κράζει και εμείς κατεβαίνουμε με ένα πικρό χαμόγελο, ταυτιζόμενοι με την κατρακύλα της ομάδας.
Στεκόμαστε λίγο στα κάγκελα, που είναι μαζεμένος κόσμος και βλέπουμε τα τελευταία λεπτά. Ο Κλάους πλασάρει, εμείς τραβάμε ο ένας το μανίκι του άλλου. Παγωμάρα στη «Λεωφόρο», τα μάτια μας βγάζουν σπίθες, που ένα λεπτό μετά σβήνουν. Κι επανέρχεται εκείνο της αγελάδας. Πάμε για το βρώμικο στην κυριούλα. «Από όλα» της λέω, «να τιμωρήσουμε τους βάζελους στο μετρό». Δεν γελάμε. Δεν έχουμε όρεξη. Στο αυτοκίνητο κράζουμε «τα παιδιά μας». Τον Χουμπ. Όλους. Φτάνουμε στο σπίτι του Γιώργου, κατεβαίνει αμίλητος. Ξέρουμε τον αυριανό… Γολγοθά μας. Όλοι θα περάσουν να πουν την εξυπνάδα τους από το γραφείο. Εκείνο που σιχαίνομαι όμως πιο πολύ, είναι το φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Για αυτό φροντίζω να κρατάω τις αποστάσεις και την πλάτη μου να βλέπουν τα βουνά και τα λαγκάδια που ξεπροβάλλουν από το παράθυρο του γραφείου.
Βάζω Sport FM, να ακούσω τι θα πουν οι Καρπετόπουλος και Πανούτσος. Πίκρα. Με τον αδερφό μου δεν μιλάμε συνήθως μετά από ήττες. Ούτε με τον μπαμπά μου. Ειδικά μετά από τέτοιες, που χάνεις με κατεβασμένα τα χέρια, που δεν παλεύεις, που η νική έχει χαθεί από τα αποδυτήρια. Λίγο πριν φτάσω, σκάει ένα μήνυμα…
«Την Τετάρτη Ριζούπολη», στέλνει ο κολλητός.
«Ναι ρε, ΠΑΟΚ είσαι», του απαντάω.