Είμαι ο Νίκος, είμαι καλά και νιώθω πολύ τυχερός που επέζησα αφού είδα αγώνα του Ολυμπιακού σε μαγαζί στη Θεσσαλονίκη. Επίσης νιώθω πολύ τυχερός που κατάφερα εν τέλεινα παρακολουθήσω Ολυμπιακό στη Θεσσαλονίκη. Γιατί αν δεν το έχεις ζήσει αυτό αγάπητε αλλόθρησκε (δηλαδή, μη Παοκτζή – Αρειανέ άντε και Ηρακληδέα) δεν ξέρεις για τι ψυχολογικό πόλεμο μιλάμε.
Όταν συνέβη σε μένα ήταν πέρυσι περίπου τέτοιο καιρό. Έχω ανεβεί Θεσσαλονίκη μαζί με το κορίτσι για καλλιτεχνικό τουρισμό (δηλαδή για live Μπατμανίδη) και βγαίνουμε για να φάμε. Κάποια στιγμή μου περνάει στιγμιαία από το μυαλό η ιδέα ότι παίζει ο Ολυμπιακός το ίδιο βράδυ. Τσεκάρω στα ιντερνέτς και βλέπω ότι απομένουν δύο ώρες μέχρι να αρχίσει (και όχι να “ξεκινήσει”) το παιχνίδι και αφελώς ρωτάω τον σερβιτόρο αν ξέρει κανένα μαγαζί γα να δω τον αγώνα.
Σημαντική σημείωση: Ήταν η πρώτη μου φορά στη Θεσσαλονίκη.
– Ποιον αγώνα; Αύριο παίζει ο ΠΑΟΚ.
– Εεεε, έχει ΑΕΚ – Ολυμπιακός στις 21.30…
(γουρλώνει μάτια, γελάει με την καρδιά του)
– Τώρα τι να σου πω;
Τίποτα να μη μου πεις. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι θα περάσω.
Αφού τελειώνουμε το φαγητό, αρχίζει το ψαχτήρι. Εγώ ο αθώος, ο βλάχος ο Αθηναίος πιστεύω ότι παίζει να βρω καφετέρια, έστω καφενείο που να δείχνει Ολυμπιακό και τσεκάρω τα πάντα γύρω μου. Ακόμη γελάω που το πίστεψα έστω και για λίγο…
Μετά από καμιά ώρα περπάτημα γύρω γύρω, η απελπισία είχε αρχίσει να με κυριεύει την ίδια ώρα που το κορίτσι έβριζε από μέσα του αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελε και πολύ να εξωτερικεύσει τα μπινελίκια του. Ήταν η στιγμή που έπρεπε απλά να το πάρω απόφαση ότι δεν πρόκειται να το δω το ματσάκι, ας πάμε να πιούμε καμιά μπύρα και θα δούμε το βράδυ τις φάσεις.
Περπατάμε την Εγνατία για να πάμε προς το κέντρο και ξαφνικά… ΤΑΡΑΤΑΤΑΤΑΤΑΝ!! Πιάνω με την άκρη του ματιού μου ένα ημιυπόγειο να έχει Nova. Πλησιάζω και βλέπω την είσοδο ενός ξενοδοχείου να δείχνει στην τηλεόραση το ζέσταμα των παικτών του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ. Η τηλεόραση χαμηλωμένη τέρμα, 4 τύποι που ο καθένας έχει πιάσει από ένα τραπέζι μόνος του, κανένας δεν μιλάει με κανέναν. Νόμιζα για λίγο ότι παίζω σε ταινία του Ταραντίνο και αυτή ήταν η εκκωφαντική σιωπή λίγο πριν το επερχόμενο μακελειό.
Ο μπάρμαν κάνει χαβαλέ. Τους ήξερε και τους τέσσερις. Τους μιλούσε τον ενικό, τους έκανε αστειάκια, έβριζε τον Ολυμπιακό και εκείνοι φυσικά δεν του έλεγαν κουβέντα. Όπως θα καταλάβαινα αργότερα και οι 4 ήταν οπαδοί του Ολυμπιακού.
Φυσικά σε τέτοιες περιπτώσεις ο μπάρμαν έχει επιβάλλει τον νόμο του. Η τηλεόραση στο mute και μουσική στα ηχεία, χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Έτσι για το νταηλίκι. Εννοείται ότι έτσι είδαμε όλο το παιχνίδι μέχρι το τέλος και κανένας δεν τόλμησε να ζητήσει να ακούσουμε και την περιγραφή. Γιατί; Πολύ απλά γιατί ο μπάρμαν δεν ήταν και πολύ συζητήσιμος.
Το παλληκάρι που έφτιαχνε τις ποτάρες προφανώς ήταν Παοκτζής και προφανώς είχε ένα θεματάκι με τους Ολυμπιακούς, τον Ολυμπιακό και γενικά ότιδήποτε κόκκινο. Από το πρώτο δευτερόλεπτο γαμωσταύριζε τους παίκτες του Ολυμπιακό ευχόμενος όλες οι γνωστές ανίατες ή μη αρρώστιες, να κατακλύσουν κάθε κύτταρο του οργανισμού εκείνων που φορούσαν ερυρθρόλευκα. Μια ιδιαίτερη αγάπη την είχε στον Μιλιβόγεβιτς πάντως, αυτό το θυμάμαι καλά.
Το παιχνίδι τελείωσε, ευτυχώς ο Ολυμπιακός έχασε οπότε δεν χρειάστηκε να πανηγυρίσουμε διακινδυνεύοντας τη σωματική μας ακεραιότητα και εγώ κατάλαβα από πρώτο χέρι, ότι στις διακοπές μου, δεν είναι απαραίτητο να βλέπω μπάλα.
Καλά που δεν πάθαμε και τίποτα…