Πληκτρολογώ. Σβήνω. Ξαναγράφω. Και πάλι σβήνω. Αυτό γίνεται εδώ και καμιά ώρα περίπου, γιατί με πονάει αυτό το θέμα! Αλλά θα το γράψω, κι αν πάθω καμιά καρδιά, το κρίμα στο λαιμό των προπονητών μου.
Τι θέση, λοιπόν, έπαιζα στην μπασκετική μου καριέρα; Παγκίτης. Ή αν ήμουν τυχερός (όπως κατάλαβα στο μέλλον), έμενα εκτός αποστολής. Πονεμένη ιστορία…
Aπ’ ό, τι κατάλαβες και απ’ τα συμφραζόμενα, τους περισσότερους αγώνες της ομάδας μου τους έβλεπα δίπλα στον προπονητή. Δεν ξέρω αν ήμουν μυρωδιάς ή αν δεν είχα κάτι το ιδιαίτερο σαν παίκτης, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης τώρα. Το βασικό μας θέμα είναι αυτό: τι μου έμαθε ο πάγκος.
Το λοιπόν: διδάχθηκα να ελέγχω τα νεύρα μου, να μαθαίνω να χάνω -ένας παγκίτης έχει χάσει πριν καλά καλά αρχίσει το παιχνίδι-, να αντιλαμβάνομαι τις μπασκετικές κινήσεις χωρίς άγχος και να νιώθω τα συναισθήματα του προπονητή και των συμπαικτών μου.
Παρένθεση: είπα ψέματα πριν. Οι προπονητές δεν κάθονταν ποτέ δίπλα μου. Άραζαν πάντα μπροστά μου. Έκανα δεξιά να δω, έκαναν το ίδιο. Έκανα αριστερά, πάλι το ίδιο. Έτσι ρε κωλόπαιδο, για να μην δεις το το παιχνίδι ούτε απ’ τον πάγκο.
Ελεγχόμενα Νεύρα, ελεγχόμενα νεύρα, ελεγχόμενα νεύρα. Α! Και ελεγχόμενα νεύρα!
Τα έβαζα με όλους (από μέσα μου). Με τους συμπαίκτες που στάνταρ με τρόλλαραν μετά το τέλος του παιχνιδιού, με την φανέλα που δεν είχε ίχνος ιδρώτα -ακόμα και μετά από 40 λεπτά, 3 παρατάσεις και μία έκλειψη ηλίου- και με τον εκάστοτε κόουτς που έψαχνε για λύσεις στις ζόρικες καταστάσεις στον πάγκο και έκανε ότι δεν μ’ έβλεπε (Αθηναίου μόνο εγώ σε καταλαβαίνω ρε μπαγάσα). Ε, και η μόνη λογική λύση γι’ αυτό ήταν η ηρεμία. Τα νεύρα τα κρατούσα μέσα μου και έβγαζα ένας μέρος τους στις προπονήσεις, χωρίς όμως να ρίχνω μπινελίκια και να χαλάω την προπόνηση. Απλά, εκτελούσα εκνευριστικά πιστά τις ασκήσεις. Τώρα γιατί δεν έπαιζα, ήταν άλλου παπά Ευαγγέλιο.
Βιωματικό ALERT: Το τοπικό ντέρμπι βρίσκεται κυριολεκτικά στον πόντο -είμαστε πίσω εμείς για ένα καλάθι αν δεν κάνω λάθος- και οι δύο πλεϊμέικερ μας έχουν βγει έξω με πέντε φάουλ. Παρένθεση: εγώ τότε αν και έπαιζα τις θέσεις “2” και “3” έκανα προπονήσεις και σαν πλεϊμέικερ. Και το ‘χα το γαμημένο το σουτάκι. Με κρατάει έξω και βάζει να οργανώσει παιχνίδι ένα βύσμα “γομάρι”. Με αποτέλεσμα το “γομάρι” να σωριαστεί δυο φορές μετά από σταυρωτή και να χάσουμε με καμιά δεκαριά πόντους. Και στο τέλος άκουσα και τα μπινελίκια, γιατί είχα αψιμαχία μ’ έναν απ’ την κερκίδα.
Ο καλύτερος ψυχολόγος -με ψυχολογικά- είναι ο παγκίτης
Άλλο ένα θετικό που πήρα, ήταν το μάθημα ψυχολογίας μετά από κάθε παιχνίδι. Οι συμπαίκτες μου, μου έλεγαν τα παράπονά τους, ενώ απ’ την άλλη ο κόουτς ξεσπούσε πάντα σε μένα. Για τα πάντα. Λες και έφταιγα εγώ που ο πλεϊμέικερ ανιψάκι του δήμαρχου δεν έβαζε βολές και το 5άρι γιος του προέδρου της ομάδας δοκίμαζε τρίποντα κάθε λίγο και λιγάκι που κατέληγαν airball. Άσε δηλαδή, που ήμουν και δίπλα στη -μικρή- κερκίδα των αντιπάλων και με προκαλούσαν απ’ το πρώτο δευτερόλεπτο. Ρε, είστε με τα καλά σας; Τα βάζετε με τον πεθαμένο μωρέ;
“Κόουτς να μπωωωω;”
Από την άλλη μ’ ένα “κόουτς να μπω;“, (που ποτέ δεν είπα) κι ένα “ούτε τώρα που κερδίζουμε με 20 πόντους δεν με βάζεις μέσα ρε μαλάκα; Εεε; Ούτε τώρα;” ήμουν στο στόμα. Μιλάμε, ουσιαστικά, για τη φράση που θα υφίσταται για πάντα στην γηπεδική ατμόσφαιρα αλλά σπάνια θα ειπωθεί. Ίσως και ποτέ. Γιατί πολύ απλά, αν είχα τα κότσια να τα χώσω, θα έχανα αυτομάτως και την θέση μου στην 12αδα και θα ήμουν εκτός αποστολής.
Ο φόβος του “μήπως είμαι άμπαλος κι αν μπω μέσα το τελευταίο λεπτό να τα κάνω όλα ταναπού;“
Ό, τι παιχνίδι και να ήταν, το άγχος του ότι αν έκανα μαλακία θα με έλιωναν στην καζούρα παρέμενε. Ακόμα κι αν ήμασταν μπροστά με 20 πόντους και ήθελε δυο επιθέσεις για να λήξει. Τσάμπα άγχος όμως, γιατί και όταν έμπαινα, ούτε πάσα έπαιρνα ώστε να οργανώσω, ούτε κανά σουτ έκανα κι έτσι το παιχνίδι τελείωνε. Πάλι καλά που οι δικοί μου δεν πίστεψαν ποτέ στις μπασκετικές μου ικανότητες κι έτσι όταν γυρνούσα σπίτι δεν με ρωτούσαν αν έπαιξα, αλλά “φακές έχουμε κι αν σ’ αρέσουν”.
E, θα έγραφα κι άλλα, όμως οι αναμνήσεις επέστρεψαν και η ταμπέλα του παγκίτη με κυνηγάει. Ελπίζω να με καταλάβεις και να μοιραστείς κι εσύ καμιά ιστορία σου απ’ τον πάγκο στα σχόλια.
Υ.Γ: Έγραφα σε παρελθοντικό χρόνο γιατί πλέον έχω κόψει το μπάσκετ και παίζω αραιά και πού για την πλάκα μου.
Υ.Γ2: Κόουτς να μπω;