Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να αρχίσει με ένα γνωμικό περί ποδοσφαίρου, όπως κάθε “διαφορετικό” ποδοσφαιρικό κείμενο που σέβεται τον εαυτό του. Αλλά όχι. Αυτό το κείμενο θα αρχίσει με μια παραδοχή. Συμφωνούμε όλοι ότι το ποδόσφαιρο έχει δύο ειδών λάτρεις. Εκείνους που γουστάρουν να το φτιάχνουν και εκείνους που αγαπούν να το καταστρέφουν. Και για τα δύο “στρατόπεδα” η αγάπη για το άθλημα είναι δεδομένη. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος που κάθε πλευρά επιχειρεί να φτάσει στην νίκη.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ποδοσφαιρόφιλων θέλει να βλέπει γκολ, ντρίπλες, τακουνάκια, ψαλιδάκια, και φαντεζί παίκτες που κάνουν το εξεζητημένο και το απρόβλεπτο να μοιάζει απλό. Υπάρχουμε κι εμείς οι λίγοι που παθιαζόμαστε με τα τάκλιν, την άμυνα, το διώξιμο πάνω στη γραμμή, το έξυπνο φάουλ και που προτιμάμε τον αμυντικό να πηγαίνει κωλοφεράτζα (sic) τον αντίπαλο σέντερ φορ μέχρι να του βγάλει τα συκώτια.
Όλα αυτά τα γράφουμε με αφορμή αυτό το βίντεο…
Βλέποντας αυτό το ποδοσφαιρικό αριστούργημα από τον συμπαθέστατο Κρίστιαν Νασούτι, έριξα τα μπινελίκια μου στον μικρό τσαρλατάνο επιθετικό που προσπάθησε να γελοιοποιήσει δύο αντιπάλους του αλλά εν τέλει πήρε αυτό που του άξιζε. Τα πόδια στο χέρι. Ο Μανιάτης άρχισε να με κράζει και να λέει ότι ο αμυντικός είναι δολοφόνος την ίδια στιγμή που έβλεπα και ξαναέβλεπα την εξαιρετική ενέργεια του Αργεντινού αμυντικού και αναπολούσα τις όμορφες εποχές που έσπαγα τα πόδια μου στα τοπικά της Αθήνας.
Δεν έχω κάτι με εκείνους που πιστεύουν πως το ποδόσφαιρο είναι έργο τέχνης στο οποίο κερδισμένοι βγαίνουν μόνο οι καλλιτέχνες, οι αρτίστες, οι βιρτουόζοι. Απλά να, εγώ είμαι με τους κλέφτες. Εκείνους που βουτάνε έναν πανάκριβο πίνακα, πριν εκείνος τελειοποιηθεί και μπει στην έκθεση για πούλημα. Αυτό είναι ο αμυντικός. Ένας κλέφτης, ένα μέρος του ποδοσφαίρου που έχει σαν στόχο την καταστροφή του ίδιου του ποδοσφαίρου.
Εμείς είμαστε οι περίεργοι. Είμαστε εκείνοι που στο σχολείο δεν παίζαμε στην επίθεση όπως οι 9/10 συμμαθητές μας. Είμαστε αυτοί που οι γονείς στα εφηβικά δεν ερχόντουσαν για να μας δουν να κάνουμε μαγικά αλλά για να μας καμαρώσουν να καταστρέφουμε τα μαγικά των άλλων παιδιών και να χαιρόμαστε γι’ αυτό. Αυτοί που δεν έκαναν πρόβα κανέναν πανηγυρισμό γιατί το γκολ δεν τους έλεγε τίποτα αλλά και οι πιθανότητες να σκοράρουν ήταν μηδαμινές.
Εμείς που μας κορόιδευαν, γιατί δεν φορούσαμε φανέλα με το όνομα και τον αριθμό κάποιου σέντερ φορ ή κάποιου δαντελένιου δεκαριού αλλά είχαμε φανέλα της αγαπημένης μας ομάδας. Τότε βλέπεις ήταν πολύ δύσκολο να βρεις την εμφάνιση της αγαπημένης σου ομάδας και να έχει στην πλάτη το όνομα του παίκτη που εσύ ήθελες. Έτσι οι εταιρίες έβγαζαν τα ονόματα των επιθετικών και των εξτρέμ και αν ήταν και κανένας αστέρας αμυντικός χαφ, μπορεί και να έβρισκες φανέλα του. Αλλά όχι, εμείς πιστοί στρατιώτες, την εμφάνιση την παίρναμε για το σήμα στο στήθος, όχι για το όνομα στην πλάτη.
Μπορεί να μην είμαστε πολλοί εκεί έξω που να γουστάρουμε αυτό το ποδόσφαιρο, αλλά διάολε, αφήστε μας το χαρούμε. Σκεφτείτε και λίγο τις μεινότητες. Όπως καυλώνεις εσύ με μια ποδιά, έτσι τρελαίνομαι κι εγώ με την κλωτσιά που ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ να ρίξει αυτός που έφαγε την ποδιά. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Είναι θέμα τιμής, περηφάνιας, εγωισμού, αυτοεκτιμήσης. Είναι νόμος. Όταν ο αντίπαλος προσπαθεί να σε γελοιποιήσει, ΠΡΕΠΕΙ να υποστεί και τις συνέπειες.
Κι αν για σένα το ποδόσφαιρο είναι ένας Βραζιλιάνος ζογκλέρ που κάνει 3 ποδιές στην ίδια φάση, για μένα είναι ένας 34χρονος Ουρουγουανός στόπερ με μπαταρισμένο κεφάλι από προηγούμενη μονομαχία, που κάνει αυτό το φάουλ στο κέντρο για να κόψει την αντεπίθεση, παίρνει κίτρινη κάρτα, δίνει το χέρι στον αντίπαλο και συνεχίζει.