Έχουμε γίνει χώμα-στάχτη-κομμάτια για μία ομάδα. Έχουμε γονατίσει για να την προσκυνήσουμε και σε μεγάλους θριάμβους, όπως είναι μία ιστορική κούπα, έχουμε ξοδέψει άπειρο ελεύθερο -και μη- χρόνο για χάρη της.
Ωστόσο, οι φορές που έχουν κλάψει τα ματάκια μας είναι ελάχιστες. Γι’ αυτό και τις θυμόμαστε μία προς μία και μπορούμε να στις περιγράψουμε αναλυτικά.
Ενδεχομένως, να μας κράξεις και να πεις “Οι άνδρες δεν κλαίνε, ρε φλώροι, Προβοκάτορες“, αλλά αν ταξίδεψεις στο μακρινό παρελθόν σου, τότε θα δεις κι εσύ τον εαυτό σου δακρυσμένο, και ο λόγος δε θα ‘ναι άλλος από αυτήν τη ρημάδα τη φανέλα.
Πάρε χαρτομάντηλα, γιατί οι ιστορίες τα απαιτούν…
Κώστας Μανιάτης, Εθνική Ελλάδος (Euro 2004)
Κοίτα, είμαι ΑΕΚτζής, οπότε στην ενήλικη ζωή μου θα ήμουν ψεύτης αν σου έλεγα ότι έχω κλάψει με κάποιο απ’ τα κύπελλα (και μόνο) που έχω δει. Ίσως έφτασα κοντά στο κλάμα στο γκολ του Νατσούρα το 2005 ή στο «ηθικό πρωτάθλημα» του ‘08, αλλά και πάλι θα’μαι εκτός θέματος. Οπότε θα σου πω για το EURO 2004. Τον προημιτελικό τον είδα στην Πορτογαλία (φχαριστώ, πατέρα), τον ημιτελικό στη Θεσσαλονίκη (Δέλλας, γκολ και φύγαμε για Λευκό Πύργο) και τον τελικό στο Ποσείδι, ξέρεις, σ’ αυτήν την φοιτητική κατασκήνωση του ΑΠΘ. Θυμάμαι ότι είχαμε γίνει όλοι κομμάτια, τρέχαμε στην παραλία, πίναμε ό,τι κυκλοφορούσε σε μπουκάλι και γενικά ήταν μια μαγική βραδιά. Δεν έκλαψα, αλλά η χαρά ήταν πολύ μεγάλη γιατί μεταξύ άλλων, δεν υπήρχαν και παίκτες του Ολυμπιακού στην 11άδα (ωπ, δεν το περίμενες το κάφρικο τελείωμα).
Νίκος Ράπτης, ΤΣΣΚΑ-Ολυμπιακός 61-62 (Euroleague 2012)
“Σπανούλης την διείσδυση, Πρίντεζης με το ένα χέρι. Ναιιιιιιιιιι“. Ο Νίκος ουρλιάζει. Κλαίει. Χυμάει στον πατέρα του και χοροπηδάει μαζί του. Η μάνα κοιμάται. Πάνω στο ντελίριο αρπάζει τον Θρυλέων, τον παιδικό του αρκούδο, και του φωνάζει στο αυτί: “Το έβαλε, μαλάκα. Το έβαλε. Ακούς;“. Όμως αυτός δεν ακούει. Η μάνα ξυπνάει. Ο Νίκος, δίνει μία στον τοίχο και ρίχνει έναν πίνακα ζωγραφικής. Η μάνα μονολογεί “Πόσο κάφρο γιο έχω;“. Έπειτα, σκουπίζει τα δάκρυά του και προσπαθεί να διώξει το γαμημένο τρέμουλο, που έχει στα πόδια του από τις χαμένες βολές του Σισκάουσκας. Το τρέμουλο τελικά φεύγει μία μέρα μετά, όταν αγοράσει το θριαμβευτικό πρωτοσέλιδο του «Φως των Σπορ» με το πεταχτάρι του Πρίντεζη. Σήμερα, ο Γιώργης κοσμεί το δωμάτιό του Νίκου και όταν τον ρωτάνε “Τι έκανες τον Μάιο του ’12“, εκείνος κλαίει με λυγμούς.
Νίκος Μπόβολος, ΤΣΣΚΑ-Ολυμπιακός 61-62 (Euroleague 2012)
Ήμουν στην καφετέρια. Εκείνη που πηγαίνεις για να βλέπεις αγώνες και δεν την αλλάζεις με τίποτα. Το ματς πάει χάλια, και όταν η ΤΣΣΚΑ προηγείται με 19 φεύγουμε με τον κολλητό μου για σουβλάκια (αδιαφορώντας για το χαμένο παιχνίδι). Στο σουβλατζίδικο η τηλεόραση ανοιχτή και χαμηλωμένη τέρμα χωρίς να την κοιτάζει κανένας. Σιγά σιγά το ματς μαζευόταν και ο (Αεκτζής) Γιώργος όταν η διαφορά ήταν στους 7 μου πετάει ένας: “Ρε λες;“, “Ούτε καν” του λέω. Πέφτει κι άλλο η διαφορά όμως. Ώσπου φτάνει ο Σισκάουσκας στις βολές. Κοιταζόμαστε και ξέρουμε ότι θα τις βάλει και τις δύο. Τις χάνει. Σηκώνομαι όρθιος. Στο σουβλατζίδικο δεν ασχολείται κανένας με το ματς, επαναλαμβάνω. Σπανούλης με τη μπάλα στα χέρια και φωνάζω “Θα κάνει μαλακία!” Δίνει στον Πρίντεζη, ο Γιώργος το πετάει κι εγώ πετάω το τραπέζι κάτω και χοροπηδάω σαν δαιμονισμένος. Ο τυλιχτής έρχεται στο μέρος μου, με βλέπει, δεν λέει κουβέντα και μετά από 4 ώρες που ηρέμησα έκατσε μαζί μας και ήπιαμε και μια μπυρίτσα. Στα 22 μου και έφτασα τόσο κοντά στο έμφραγμα…
Ντίνος Ρητινιώτης, Mπανταλόνα-Ολυμπιακός 59-57 (Final 4, 1994)
Ολυμπιακός γαρ, οι κούπες είναι αμέτρητες και κάμποσες από αυτές με έχουν κάνει να δακρύσω. Αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε για κλάμα, για πραγματικούς λυγμούς σε φάση Ρούλα Βροχοπούλου, τότε πρέπει να γυρίσω πίσω σε μια Κούπα που δεν κατακτήσαμε. Αυτήν στον τελικό του Τελ Αβίβ το 1994… Στα 11 μου δεν ήμουν απλά αρρωστάκι με το Θρύλο, ήμουν κανονικό πρεζάκι με χνούδι πάνω από το χείλος. Το γαμημένο το τρίποντο του Τόμπσον, οι χαμένες βολές του Πάσπαλιε και το άστοχο σουτ του τελευταίου στην εκπνοή, έφτιαξαν χιτσκοκικά τον εφιάλτη εκείνο που μας στέρησε το πρώτο Ευρωπαϊκό της μπασκετικής μας ιστορίας. Το σφύριγμα της λήξης, έβγαλε από μέσα μου τόνους από ανόθευτο δάκρυ και φουλ προεφηβικό καντήλι (“ΗΛΙΘΙΟΙ! ΧΑΖΟΙ! ΝΑΠΑΝΑΧΕΣΤΕΙΤΕΜΩΡΕ!”), ενώ το πείραγμα στο σχολείο από τους παναθηναϊκούς, το αντιμετώπισα με το σύνθημα γιατρικό της εποχής: “Και ξανά, ξανά, στον μικρό τελικό ξανά…“. Α, και με… καθρεφτάκι.
Πέτρος Ντόκος, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ-Μπάγερν Μονάχου 2-1 (Τελικός CL, 1999)
Στην εφηβεία μου ήμουν καταδικασμένος να ακούω φανατικά Oasis και να υποστηρίζω οπαδικά Γιουνάιτεντ. Βασικά, αν οι δίσκοι είχαν μάτια κι έβλεπαν τι είχα κάνει στον τοίχο, μάλλον θα αυτοκαταστρέφονταν ή θα πήγαιναν ποδαράτο στη Θήβα για να συναντήσουν τον φημισμένο πρόεδρο του ιδρύματος Noel & Liam Gallagher Κώστα τον Μανιάτη. Είχα δώσει την ψυχή και τα λιγοστά μου τετραγωνικά στην τάξη του ’94. Στις σέντρες του Μπεκς, τις κουρσες του Ράϊαν, τα χιλιόμετρα του Πολ, το θράσος του Κιν, τη φιλοτιμία του Μπατ, την αφοσίωση των αδελφών Νέβιλ, το κλας του Τέντι, την ετοιμότητα του Όλε, τον έρωτα των Andy και Dwight και το πάθος του Γιαπ. Τι να πεις γι’αυτά τα μποιζ, τον Άλεξ και την άνοδο του αραχνοΰφαντου Πιτερ στο 90 φεύγα; Μαγικό κόρνερ του ξανθού και να σου πατέρας, αδελφή, γείτονας πάνω και γείτονας κάτω ξύπνιοι. Πόσο πανηγύρι θεέ μου; Τι λύτρωση; Η ιστορία έγραψε το κλάμα του Κουφούρ και μια στιγμή προσωπικής ποδοσφαιρικής αυτοπραγμάτωσης. Η ιστορία έγραψε αυτό που δεν θα ξαναγράψει ποτέ ξανα σε ποδοσφαιρικό επίπεδο (Ναι, εδώ λέμε ΠΟΤΕ).