Ήταν καλοκαίρι του 1979. Ο Άρης είχε καταφέρει την περασμένη σεζόν να κατακτήσει το πρωτάθλημα Ελλάδας και οι Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός ήθελαν απεγνωσμένα να επιστρέψουν στην κορυφή. Και για να το πετύχουν αυτό ήθελαν να αποκτήσουν τον παίκτη που θα έκανε τη διαφορά. Και ο στόχος τους ήταν ένας: ο Νίκος Γκάλης.
Ο 22χρονος Ελληνοαμερικανός είχε καταφέρει να εντυπωσιάσει στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, όπου αναδείχθηκε 3ος σκόρερ. Οι αιώνιοι είδαν το ταλέντο του και αποφάσισαν να κάνουν τα πάντα για να τον πάρουν στην ομάδα τους. Τελικά όμως υπολόγιζαν χωρίς τον Άρη. Ο Αλέκος Μιχαηλίδης και ο έφορος της ομάδας Γιώργος Τσιλιγκαρίδης πήγαν στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω τους μια επιταγή 35.000 δολαρίων και μια ασημένια εικόνα της Παναγίας, την οποία δώρισαν στη μητέρα του Στέλλα.
Μια κίνηση που συγκίνησε τον Γκάλη, ο οποίος αφού είδε το όνειρο του ΝΒΑ να απομακρύνεται, δέχθηκε να φορέσει τη κιτρινόμαυρη φανέλα. Και στις 2 Δεκεμβρίου κάνει τη παρθενική του εμφάνιση στο Ελληνικό πρωτάθλημα, πετυχαίνοντας 30 πόντους στη νίκη του Άρη επί του Ηρακλή με 79-78.
Αυτή ήταν και η αρχή μιας μεγάλης πορείας και μιας… Αυτοκρατορίας. Στα επόμενα χρόνια ο Άρης θα πρωταγωνιστήσει σε Ελλάδα και Ευρώπη, ενώ ο Γκάλης θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες που έχει δει ποτέ το Ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Όπως μάλιστα δήλωσε και ο ίδιος το 1998 στο περιοδικό Τρίποντο: “Kάθε παίκτης του μπάσκετ στην Αμερική έχει ένα όνειρο, να παίξει στο ΝΒΑ“.
“Εγώ δεν μπορούσα φυσικά να αποτελέσω εξαίρεση. Ηθελα να γνωρίσω αυτό τον μαγικό κόσμο και πίστευα ότι θα κατάφερνα να διακριθώ.Οταν όμως είδα το όνειρό μου να μη γίνεται πραγματικότητα με την πρώτη προσπάθεια,αποφάσισα να συνεχίσω σε μια άγνωστη μέχρι τότε για μένα χώρα – στην πατρίδα του πατέρα μου και της μητέρας μου, που έστω και από μακριά, την ένιωθα κατά κάποιον τρόπο ως την πραγματική δική μου πατρίδα. Σήμερα μπορώ ανεπιφύλακτα να πω ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1979, ναι μεν δεν εκπληρώθηκε η μεγάλη μου επαγγελματική φιλοδοξία, να παίξω στο ΝΒΑ, αλλά από την απόφαση που πήρα, να συνεχίσω δηλαδή την καριέρα μου στην Ελλάδα, κέρδισα περισσότερα ως άνθρωπος και επιπλέον πιστεύω ότι η μικρή προσφορά μου στην Ελλάδα και στο μπάσκετ της είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσωπική μου διάκριση στο ΝΒΑ“.