Ακόμα και στις ομορφότερες μυθοπλασίες των πιο γνωστών παραμυθιών, κάπου βρίσκεται καλά κρυμμένη μια δύσκολη στιγμή για τον πρωταγωνιστή ή ένα περιστατικό που ο απλός παρατηρητής δεν θα ήθελε να συμβεί. Στη ζωή του ήρωά μας οι δύσκολες στιγμές είναι σταγόνα στον ωκεανό. Γιατί η ζωή του Raúl González Blanco είναι γεμάτη ιστορίες σαν αυτή…
Ο πιτσιρίκος Ραούλ ήξερε ότι είναι φτιαγμένος για να βάζει γκολ. Το ίδιο αντιλαμβάνονταν και όσοι τον παρακολουθούσαν να αγωνίζεται. Από την πρώτη παιδική ομάδα της γειτονιάς του στο San Cristóbal de los Ángeles, πήγε “σηκωτός” στις ακαδημίες της Ατλέτικο Μαδρίτης, όπου μεγαλούργησε κατακτώντας το εθνικό πρωτάθλημα στην ηλικιακή του κατηγορία στις αρχές τις δεκαετίας του ’90. Εκείνη τη σεζόν πάρθηκε μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει για πάντα το Ισπανικό ποδόσφαιρο.
Ο πρόεδρος της Ατλέτικο επιβάλλει το κλείσιμο πολλών παραρτημάτων της ακαδημίας των Ροχιμπλάνκος, στην προσπάθειά του να νοικοκυρέψει τα οικονομικά του συλλόγου. Θύματα αυτής της ενέργειας, πολλά μικρά ταλέντα που έμειναν χωρις ποδοσφαιρική στέγη. Ένα από αυτά όμως είχε κάνει εντύπωση στους ανθρώπους της πλούσιας συμπολίτισσας Ρεάλ οι οποίοι με συνοπτικές διαδικασίες τον έκαναν δικό τους. Σε 7 συμμετοχές στην εφηβική ομάδα, παστελώνει 16 φορές τα αντίπαλα δίχτυα παίρνοντας προαγωγή για την πρώτη ομάδα, αφού στη δεύτερη έπαιξε μόνο μία φορά.
Το 1994, η μοίρα θέλησε στο δεύτερο παιχνίδι του στην πρώτη ομάδα να αντιμετωπίσει εκείνους που δεν τον πίστεψαν. Και τους το ανταπέδωσε με αυτό το μαγικό γκολ που έμελλε να είναι η αρχή του δικού του παραμυθιού.
Στα 38 του, ο τελευταίος της γενιάς των Γκαλάκτικος είπε αντίο στα γήπεδα με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον ποδοσφαιριστή των τελευταίων 50 χρόνων. Φιλώντας τη βέρα του -πανηγυρισμός σήμα κατατεθέν, από αυτούς που αντιγράφαμε στα “μονά” στο λύκειο- και σηκώνοντας την τελευταία του κούπα. Η Νιου Γιορκ Κόσμος επικράτησε με 3-2 της Οτάβα Φιούρι κατακτώντας τον τίτλο και προσφέροντας στον Ραούλ, τον παραμυθένιο ποδοσφαιρικό επίλογο που αρμόζει σε έναν βασιλιά.
Κάποια στιγμή στο μέλλον, αραχτός σε ένα από τα σπίτια του, θα διηγείται στα παιδιά και στα εγγόνια του πως εκείνος μεγαλούργησε στο μεταίχμιο της εποχής που το ποδόσφαιρο από μέσο έκφρασης και παιχνίδι γινόταν μπίζνα και μηχανισμός παραγωγής χρημάτων. Και θα έχει να περηφανεύεται -και δικαίως- πως αγαπήθηκε εξίσου από τους εκπροσώπους και των δύο εποχών του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Λίγη από τη μαγεία του, θα τη βρείτε εδώ: