Ό,τι ομάδα και να είσαι είναι αδύνατον να μη συμπαθείς παίκτες σαν τον Νίκο Ζήση. Δεν είναι Σπανούλης, Διαμαντίδης, αλλά ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ. Συγκαταλέγεται σε μια άλλη λίστα. Στη λίστα των παικτών-προπονητών. Ο 32χρονος πλέον Νίκος από τη Θεσσαλονίκη, δεν είναι από αυτούς που στραβώνουν με λάθος σφύριγματα του διαιτητή. Δεν είναι από αυτούς που ξενερώνουν αν ο κόουτς τους κρατήσει αρκετά λεπτά εκτός. Αντιθέτως, είναι από αυτούς που πεισμώνουν και μόλις βρουν ευκαιρία θα βγάλουν πάσα που θα σηκώσει ολόκληρο γήπεδο στον αέρα.

Ξεκίνησε από την Ξάνθη σε ηλικία 13 ετών με μοναδικό στόχο να κατέβει στην Αθήνα για να πραγματοποιήσει το όνειρο του να γίνει επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Στα 17 θα αγωνιστεί στην ΑΕΚ. Μέσα σε μια πενταετία θα χτίσει το όνομα του συμπαθητικού και τίμιου ηγέτη. Από την Ελλάδα και την Ένωση θα φύγει, έχοντας όμως σταματήσει μια χρονιά τη δυναστεία του τριφυλλιού (2001-2002). Άλλη μια δικαίωση για τον πιτσιρικά τότε Ζήση θα έρθει. Η κούπα του ανήκει.

Μέσα σε δέκα χρόνια θα αγωνιστεί σε Ιταλία, Ισπανία, Ρωσία, Τουρκία και τώρα στη Γερμανία. Στην Εθνική ομάδα έχει δώσει τα πάντα. Από το 1998 την ακολουθεί πιστά. Παίδες, έφηβοι, νέοι, άνδρες.

Στο Ευρωμπάσκετ του 2005 θα δώσει την ασίστ της ζωής του. Θα τρέξει το γήπεδο. Τα δευτερόλεπτα 5. Θα ακολουθήσει πιστά ό,τι του είχε πει στο τάιμ άουτ ο Γιαννάκης. Θα σηκώσει το κεφάλι. Θα δει στα 6,25 τον Δημήτρη. “Ποιος; Ποιος; Βάλτο αγόρι μου!

 

Μια χρονιά αργότερα η Εθνική μας θα φτάσει μέχρι τον τελικό του Mundobasket στην Σαϊτάμα, αλλά θα ηττηθεί από την Ισπανία. Νίκη στον ημιτελικό επί της Αμερικής. Ο Νίκος κοιτάει από τον πάγκο σιωπηλός. Πανηγυρίζει, αλλά θέλει να μπει και μέσα. Να τιμήσει το εθνόσημο που μάτωσε γι’ αυτό. Στην κυριολεξία, έπειτα από το αντιαθλητικό χτύπημα του Βαρεχάο με τον αγκώνα λίγα παιχνίδια πριν.

 

Ο Νίκος θα είναι ο νικητής στο μυαλό κάθε “μπασκετικού” Έλληνα. Γιατί το μπάσκετ είναι απλό. Δεν είναι ούτε μαθηματικά, ούτε φιλοσοφία. Είναι μυαλό. Και ο Νίκος έχει μπόλικο από αυτό.