Πριν από δύο ημέρες οι δρόμοι του ΠΑΟΚ και του Δημήτρη Σαλπιγγίδη, χωρίστηκαν για δεύτερη φορά, μόνο που τώρα φαντάζει πιο οριστική από ποτέ. Οι Προβοκάτορες, πιστοί ακόλουθοι κάθε τίμιου άμπαλου αυτής της γης, οφείλουμε να δώσουμε το ρισπέκτ σε έναν από τους χρήσιμους ποδοσφαιριστές που πάτησαν το πόδι τους στα χωράφια της Σούπερ Λίγκας. Πέραν της εκτίμησης για το πρόσωπο και το “ταλέντο” του Σάλπι, τον αγαπάμε γιατί αποτέλεσε για χρόνια από το πιο μαύρα, μαύρα πρόβατα της εξέδρας.
Με 431 συμμετοχές στις επαγγελματικές κατηγορίες και 161 γκολ με τις φανέλες των ΠΑΟ, ΠΑΟΚ, ΑΕΛ και ΚΑΒΑΛΑΣ ο Σάλπι κατάφερε να θεωρείται χασογκόλης. Και όχι άδικα. Αυτό όμως που ο μέσος φίλαθλος δε μπορεί να καταλάβει είναι πως αν ο ήρωάς μας σκόραρε με μεγαλύτερη συχνότητα τότε ίσως να αγωνιζόταν στη Μπαρσελόνα ή τη Ρεάλ.
Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ δεν του συγχώρησαν ποτέ το γεγονός πως άφησε το δικέφαλο του Βορρά για να κατηφορήσει στην Αθήνα και τον Παναθηναϊκό. Δεν του έδωσαν άφεση αμαρτιών ούτε όταν γύρισε πίσω. Από εκείνη τη στιγμή και μετά ο Σαλπιγγίδης έγινε κόκκινο πανί και η πλειοψηφία των οπαδών τη ομάδας του δεν τον αποκαλούσε καν με το όνομά του. Ήταν πια “το 14”.
“Έχω παίξει μπάλα εγώ και ξέρω”. Και ξέρω ότι οι παίκτες του στυλ του Σάλπι είναι μόνιμα αδικημένοι γιατί κρίνονται από ανθρώπους που συνήθως δεν έχουν παίξει μπάλα και δεν ξέρουν. Δε μπορούν να αντιληφθούν πέρα από τα πασιφανή όπως γκολ και ασίστ.
Όχι ρε. Ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο αυτά. Δεν είναι μόνο τακουνάκια και γκολ και ντρίπλες. Είναι τάκλιν, είναι ξύλο είναι μάχη σε κάθε φάση ακόμα κι αν είσαι επιθετικός. Μπορείς να είσαι επιθετικός και να μη βάζεις πολλά γκολ αλλά να βοηθάς τους συμπαίκτες σου να σκοράρουν εκείνοι. Να σκυλιάζεις στην άμυνα και να δημιουργείς προϋποθέσεις για τους υπόλοιπους. Αυτό έκανε “το 14”. Έκανε μάγκες τους συμπαίκτες του.
Τον συμπαθώ. Τον συμπαθούσα πάντα. Όπως συμπαθούσα τον Βύντρα, τον Τάσο Πάντο, τον Γεωργέα και όπως συμπαθώ και τον Χάρα που τον κράζουν όλοι οι ολυμπιακοί από 4 έως 104 ετών.
Ο Σάλπι είναι ένας παίκτης με ταβάνι. Ξέρεις όμως ότι είναι γατζωμένος σε αυτό το ταβάνι και δε θα πέσει ποτέ. Ξέρεις ότι θα ματώσει, θα ιδρώσει θα τραυματιστεί και θα δώσει λίγο παραπάνω από αυτό που μπορεί για να βγει κερδισμένη η ομάδα του. Και όταν θα βγει αλλαγή, η κερκίδα θα τον μπινελικώνει ενώ εκείνος με σκυμμένο κεφάλι θα αποχωρεί με σπριντ.
Την ίδια στιγμή κάποιος σε μια γωνία του γηπέδου θα στρίψει το κάμελ του, θα τραβήξει μια νοσταλγική τζούρα, θα πετάξει με δύναμη τη γόπα του στο μπετό και θα αποχωρήσει. Γιατί δεν θα υπάρχει κανένας άλλος λόγος να παρακολουθήσει έναν πόλεμο όπου οι στρατηγοί θα παίρνουν όλη τη δόξα μέσα από τα αλεξίσφαιρα κουβούκλιά τους και οι στρατιώτες πρώτης γραμμής θα αποχωρούν δίνοντας τον καλύτερο τους εαυτό γνωρίζοντας ότι ίσως κάποια μέρα αναγνωριστούν από μια γενική και αόριστη αφιέρωση: “στον άγνωστο, τίμιο, άμπαλο σέντερ φορ”.