Στην ελληνική μουσική, το “Υπάρχω” είναι κάτι περισσότερο από ένα ακόμα τραγούδι. Είναι μια δήλωση ύπαρξης, ένας ψίθυρος αυτοεπιβεβαίωσης που αντηχεί στα αυτιά μας εδώ και δεκαετίες. Ας το παραδεχτούμε: όλοι έχουμε βιώσει αυτήν την εσωτερική μάχη της ύπαρξης, έστω κι αν το μόνο που διεκδικούμε είναι το τελευταίο παϊδάκι στην ταβέρνα ή την προσοχή της συντρόφου μας. Αλλά το “Υπάρχω” δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια βαθιά υπαρξιακή εξερεύνηση που ξεπερνά τα όρια του τυπικού λαϊκού τραγουδιού, και σε αυτή τη στήλη θα το αναλύσουμε διεξοδικά, με χιούμορ και αυστηρή επιστημονική προσέγγιση.

Πάμε λοιπόν: το “Υπάρχω”, αν γραφόταν από κάποιον Γάλλο υπαρξιστή σαν τον Σαρτρ, θα είχε τον τίτλο “Je suis, donc je souffre” (Υπάρχω, άρα υποφέρω). Τυχαίο; Επουδενί. Η κεντρική ιδέα του τραγουδιού είναι η απελπισμένη επιβεβαίωση της ύπαρξης του υποκειμένου μέσα από την αγωνία της ερωτικής απόρριψης. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι, ενώ οι στίχοι μοιάζουν με μια συναισθηματική έκρηξη, κρύβουν μέσα τους φιλοσοφικές βάσεις που σηκώνουν μέχρι και νιτσεϊκή ανάλυση (θα φτάσουμε και εκεί).

Υπάρχω ανάλυση
Το Υπάρχω κυκλοφόρησε στον ομώνυμο δίσκο του 1975, σε στίχους Πυθαγόρα και μουσική Χρήστου Νικόλοπουλου

Υπαρξιστική Ανάλυση: Ο Σαρτρ στον Καζαντζίδη

Ο Σαρτρ έλεγε πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, ότι δηλαδή γεννιόμαστε χωρίς προκαθορισμένο νόημα και πρέπει να δημιουργήσουμε τη δική μας ταυτότητα μέσω των επιλογών μας. Το “Υπάρχω” είναι η επιτομή αυτής της φιλοσοφίας, αλλά με ένα twist: το υποκείμενο του τραγουδιού προσπαθεί να βρει την ύπαρξή του μέσα από τη σχέση του με τον Άλλο.

Όταν ο Καζαντζίδης φωνάζει “Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω”, δεν μιλά απλώς για έναν καταδικασμένο έρωτα. Μιλά για την υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να ορίσει τον εαυτό του μέσα από τις σχέσεις του με τους άλλους. Σύμφωνα με τον Sartre, αυτή η ανάγκη για αναγνώριση από τον Άλλο είναι μια πηγή υπαρξιακής αγωνίας. Σκεφτείτε το σαν την απόλυτη στιγμή της σύγχρονης ζωής: ανεβάζεις μια σέλφι στο Instagram και δεν παίρνεις ούτε ένα like. Τι κάνεις τότε; Βιώνεις την ίδια αγωνία με τον Καζαντζίδη — υπάρχεις ή όχι χωρίς αυτήν την επιβεβαίωση;

Ο Heidegger, από την άλλη, θα περιέγραφε αυτή την εμπειρία ως μια κατάσταση “έκστασης” — όχι, δεν εννοεί να βγεις σε rave party. Μιλά για την ύπαρξη του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπη με τη θνητότητα και την ατομική της μοναξιά. Ο ήρωας του τραγουδιού βιώνει αυτήν ακριβώς την κατάσταση, προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο ιδανικό (να είναι μαζί με το αγαπημένο του πρόσωπο) και στην πραγματικότητα (την απόρριψη). Είναι μια πάλη για να βρει κανείς το νόημα μέσα από τη σχέση, όπως και να προσπαθείς να δεις το νόημα στις ατελείωτες ουρές στην εφορία τέλος του τριμήνου.

Το βασικό ερώτημα, όμως, παραμένει: μήπως τελικά το “Υπάρχω” είναι η απόλυτη δήλωση της ανθρώπινης μοναξιάς; Ο Kierkegaard θα συμφωνούσε. Το άτομο είναι μόνο του στον κόσμο, αντιμέτωπο με την ευθύνη της επιλογής και το άγχος που αυτή συνεπάγεται. Αντί να αποδεχτεί τη μοναξιά του, το υποκείμενο του τραγουδιού αναζητά την επιβεβαίωση από το πρόσωπο που το απέρριψε, κάτι που αντανακλά την υπαρξιακή μας αγωνία να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στο “είναι” και στο “πρέπει”.

Υπάρχω
Κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω
Σκλάβα τη ζωή σου θά' χω
Κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς
Υπάρχω
Μέσ' στα μάτια σου που κλαίνε
Μέσ' στα χείλη σου που καίνε
Και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ' ακούς
Είμαι της ζωής σου ο ένας
Δε με σβήνει κανένας
Κι αν με άλλους μιλάς
Κι ώρες ώρες γελάς
Κατά βάθος πονάς
Γιατί σκέφτεσ' εμένα
Είμαι και αρχή και φινάλε
Και στη σκέψη σου βάλε
Πως αν κάνεις δεσμό
Μέσ' σε λίγο καιρό
Θα χωρίσεις γιατί
Θα υπάρχω εγώ
Υπάρχω
Στη χαρά σου και στη λύπη
Η μορφή μου δε θα σου λείπει
Κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ
Υπάρχω
Μέσ' στην τύχη σου που βρίζεις
Στο μυαλό σου που ζαλίζεις
Με τσιγάρο μ' αναμνήσεις και πιοτό
Είμαι της ζωής σου ο ένας
Δε με σβήνει κανένας
Κι αν με άλλους μιλάς
Κι ώρες ώρες γελάς
Κατά βάθος πονάς
Γιατί σκέφτεσ' εμένα
Είμαι και αρχή και φινάλε
Και στη σκέψη σου βάλε
Πως αν κάνεις δεσμό
Μέσ' σε λίγο καιρό
Θα χωρίσεις γιατί
Θα υπάρχω εγώ

Στωική Ανάλυση: Ο Σενέκας θα έλεγε… Chill

Από τη σκοπιά της Στωικής φιλοσοφίας, το Υπάρχω είναι ένα μάθημα προς αποφυγή. Η προσκόλληση του ήρωα σε εξωτερικά γεγονότα — όπως η ανάγκη αναγνώρισης από το άλλο πρόσωπο—είναι η απόλυτη πηγή ταραχής, σύμφωνα με τον Σενέκα. Οι Στωικοί πίστευαν πως δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα που μας ταράζουν, αλλά οι κρίσεις που κάνουμε για αυτά.

Φανταστείτε τον Καζαντζίδη να κάθεται δίπλα στον Επίκτητο. Ο Επίκτητος του λέει: “Στέλιο, δεν μπορείς να ελέγξεις αν η αγαπημένη σου σε σκέφτεται, αλλά μπορείς να ελέγξεις πώς θα αντιδράσεις εσύ σε αυτό”. Τι θα απαντούσε ο Στέλιος; “Υπάρχω!” Η εμμονή του να αποδείξει την ύπαρξή του μέσω της σχέσης του με το άλλο πρόσωπο είναι, στην πραγματικότητα, η ίδια η πηγή της δυστυχίας του. Οι Στωικοί θα του έλεγαν να εστιάσει στα πράγματα που είναι υπό τον έλεγχό του — τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και τις πράξεις του — και να αποδεχτεί όσα δεν μπορεί να αλλάξει.

Ο Σενέκας θα συμβούλευε τον ήρωα του τραγουδιού να ασκήσει την αρετή και την απάθεια. Όχι απάθεια με την έννοια της αδιαφορίας, αλλά της απελευθέρωσης από τα πάθη που ταράζουν την ψυχή. Γιατί να βασανίζεσαι για κάποιον που δεν σε θέλει; Ο σοφός δεν θρηνεί για ό,τι δεν μπορεί να αλλάξει. Κι αν ο Στέλιος αποφάσιζε να ακολουθήσει τις συμβουλές τους, πιθανότατα θα τραγουδούσε το “Δεν Υπάρχω”, κάπου ανάμεσα στο τζατζίκι και τη μπριζόλα του Σενέκα.

Υπάρχω ανάλυση

Νιτσεϊκή Ανάλυση: Πού είναι ο Υπεράνθρωπος;

Ο Friedrich Nietzsche, με την έννοια της θέλησης για δύναμη (Wille zur Macht), θα έβλεπε το “Υπάρχω” με μια διαφορετική ματιά. Αν και το τραγούδι υποδηλώνει μια έντονη προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης, η εξάρτηση του ήρωα από την αναγνώριση του άλλου είναι ακριβώς αυτό που ο Nietzsche αποκαλούσε το “πρόβλημα του τελευταίου ανθρώπου”. Ο τελευταίος άνθρωπος επιδιώκει την ασφάλεια και την επιβεβαίωση από τους άλλους, αλλά δεν επιδιώκει την υπέρβαση του εαυτού του.

Ο Nietzsche θα έλεγε στον ήρωα του τραγουδιού: “Σταμάτα να ψάχνεις την αποδοχή από το άλλο πρόσωπο και ξεπέρασε τα όρια σου!”. Η αδυναμία του υποκειμένου να αποδεχτεί την αλλαγή και να δημιουργήσει το δικό του νόημα στη ζωή του είναι μια μορφή μηδενισμού, όπου αρνείται να αναγνωρίσει την απουσία προκαθορισμένου νοήματος και την ανάγκη να το δημιουργήσει ο ίδιος. Αντ’ αυτού, παγιδεύεται σε έναν κύκλο πόνου και εξάρτησης.

Αν ο ήρωας είχε την νοοτροπία του Υπερανθρώπου, τότε θα αποδεχόταν ότι η ζωή δεν έχει κανένα έμφυτο νόημα, αλλά ότι ο ίδιος μπορεί να δημιουργήσει τις δικές του αξίες. Και αντί να τραγουδάει “Υπάρχω”, θα τραγουδούσε κάτι σαν “Ζω, και γουστάρω την κάθε στιγμή!”. Αυτό είναι το νόημα της Νιτσεϊκής “αιώνιας επιστροφής”: να ζεις κάθε στιγμή με τέτοιο πάθος, ώστε να επιθυμείς να την ξαναζήσεις ξανά και ξανά.

Φροϋδική Ανάλυση: Μαμά, Εγώ Υπάρχω;

Περνώντας στην ψυχαναλυτική σχολή, ξεκινάμε από το Α, συγνώμη από τον Σίγκμουντ Φρόιντ. Η έντονη εμμονή του υποκειμένου με την ύπαρξή του και η ανάγκη για επιβεβαίωση μπορεί να αναχθεί σε βαθύτερα ασυνείδητα αίτια. Σύμφωνα με τον Φρόιντ, οι πρώιμες παιδικές εμπειρίες, και συγκεκριμένα το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, καθορίζουν μεγάλο μέρος των συναισθηματικών μας αντιδράσεων ως ενήλικες.

Το “Υπάρχω” είναι, στην πραγματικότητα, μια φωνή από το παιδί που ζητά την προσοχή και την αποδοχή της μητέρας του. Ο Καζαντζίδης, σε μια φροϋδική ανάλυση, δεν τραγουδά μόνο για την αγαπημένη του, αλλά για τη μητέρα που ποτέ δεν τον αναγνώρισε πλήρως. Η ανάγκη του να αποδείξει την ύπαρξή του είναι αποτέλεσμα μιας ασυνείδητης σύγκρουσης μεταξύ του “Εκείνου” (Id), που ζητά άμεση ικανοποίηση, και του “Υπερεγώ” (Superego), που επιβάλλει ηθικούς περιορισμούς.

Ο μηχανισμός άμυνας που χρησιμοποιεί το υποκείμενο είναι η προσκόλληση στο άλλο πρόσωπο, κάτι που λειτουργεί ως αναπλήρωση της μητρικής φιγούρας. Και εδώ είναι που ο Φρόιντ θα μίλαγε για μελαγχολία: όταν η σχέση αυτή καταρρέει, το άτομο δεν μπορεί να ξεπεράσει την απώλεια και βυθίζεται σε έναν κύκλο αυτοκαταστροφικής μελαγχολίας. Πιο απλά; Ακριβώς όπως όταν το άλλο σου μισό σταματάει να απαντά στα μηνύματα και εσύ τσεκάρεις τα DMs της ανά δευτερόλεπτο.

Λακανική Ανάλυση: Είμαι αυτό που ο Άλλος Θέλει να Είμαι

Ο Jacques Lacan θα έλεγε πως η δήλωση “Υπάρχω” υποδηλώνει την ατέρμονη αναζήτηση της ταυτότητας μέσω του Άλλου. Το τραγούδι είναι μια κραυγή για αναγνώριση μέσα στο Συμβολικό πεδίο— εκεί όπου η γλώσσα και οι κοινωνικές δομές καθορίζουν το πώς αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας.

Ο ήρωας του τραγουδιού προσπαθεί να τοποθετηθεί μέσα στη γλώσσα και την κοινωνική του θέση, αναζητώντας το νόημα της ύπαρξής του μέσω της επιθυμίας του Άλλου. Αυτό που πραγματικά θέλει είναι αυτό που νομίζει ότι θέλει ο Άλλος. Και εδώ έρχεται το objet petit a, το μικρό αντικείμενο της επιθυμίας, που ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως. Το υποκείμενο αναζητά αυτήν την επιβεβαίωση, αλλά η πλήρης ικανοποίηση δεν είναι ποτέ δυνατή. Και έτσι, παραμένει παγιδευμένο στην αέναη αναζήτηση της επιβεβαίωσης. Σαν να προσπαθείς να πιάσεις το τελευταίο κομμάτι πίτσας που πάντα είναι πιο μακριά απ’ ό,τι φαίνεται.

Επίλογος: Υπάρχω… Ή Μήπως Όχι;

Ας το παραδεχτούμε: όλοι έχουμε ένα μικρό κομμάτι του Καζαντζίδη μέσα μας. Όλοι έχουμε περάσει νύχτες να σκεφτόμαστε αν “υπάρχουμε” για κάποιον άλλο, είτε αυτό είναι ο πρώην μας, είτε ο σκύλος μας που δεν μας δίνει σημασία όταν γυρνάμε σπίτι. Το “Υπάρχω” είναι κάτι περισσότερο από ένα τραγούδι. Είναι μια καθολική αλήθεια για την ανθρώπινη κατάσταση. Και το πιο σημαντικό; Μας υπενθυμίζει ότι, ανεξάρτητα από το πόσο εξαρτόμαστε από τους άλλους, η ύπαρξή μας είναι δική μας να την ορίσουμε.