Μάνα. Ό,τι πιο ιερό, ό,τι πιο λαχταριστό στη ζωή μας. Αυτή που σε παίρνει από το χώμα και σε κάνει θεό, δηλαδή άνθρωπο.

 Με εξαίρεση τον Θεόφιλο τον Σεχίδη, ο οποίος δεν φαινόταν να έχει σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη δικιά του τη μανούλα, για όλους εμάς τους υπόλοιπους ισχύουν για τον θηλυκό μας γονέα όλα όσα αναφέρονται στο γνωστό ποντιακό άσμα: «Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ’ κε μπαίν’! Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν» (ήτοι, Η μάνα είναι κρύο νερό και δεν μπαίνει στο ποτήρι. Σαν τη μάνα δεν γίνεται, σαν τη μάνα δεν υπάρχει).

Και όντως, δεν υπάρχει ανάλογη αξία ή φαινόμενο στη ζωή μας σαν τη μητέρα μας. Όπως δεν υπάρχουν και οι ατάκες της, βεβαίως βεβαίως.

Ότι και να ακούσεις σε αυτή τη ζωή, από τα γλυκόλογα της γκόμενάς σου έως τα καντήλια του αφεντικού σου, από την συμβουλή του πατέρα και το χαβαλέ του κολλητού μέχρι το χειρότερο σαρδάμ του Σημίτη, η ατάκα της μητέρας είναι αυτή που θα κολλήσει στο μνημονικό σου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Μπορεί να μην έχω προσωπική εμπειρία από international μητέρες, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος πως αυτό που συμβαίνει με την Ελληνίδα μάνα δεν έχει το αντίστοιχό της πουθενά αλλού. Για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι πρέπει να έχουν δει άγγλου, γάλλου, πορτογάλλου τα μάτια μητέρα διαδηλωτή να κυνηγάει τον γιόκα της για να του δώσει -μέσα στον κακό το χαμό και μισή ανάσα από το γκλομπ του μπάτσου- τη… μπλούζα του να τη φορέσει. Ναι, ναι, για τη γνωστή σκηνή μιλάμε…

Όχι άλλες κλήσεις!

Κι ενώ στο εξωτερικό δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι μανάδες να πετάνε τους γιους τους έξω από τα σπίτια μόλις κλεισουν τα 18 και να μην έχουν στη συνέχεια πολλά-πολλά μαζί τους, εδώ συμβαίνει το παράδοξο της… επικοινωνίας δίχως όρια, σύνορα και ηλικία. Είτε στα 18 μας είτε στα 38 μας, η οθόνη του κινητού μας τηλεφώνου εμφανίζει σημάδια κατάθλιψης από τη μονότονη εμφάνιση της επαφής “ΜΗΤΕΡΑ” επάνω της. Το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ, το χάραμα…

«Έφαγες; Τι έφαγες; Πόσο έφαγες; Σου άρεσε; Τι; Ήταν ανάλατο;» Πέφτει το τηλέφωνο από τα χέρια της (πιθανή και η ανακοπή καρδιάς) γκρεμίζεται ο κόσμος της ολάκερος, το ίδιο της το είναι. Κατηγορεί τον εαυτό της: «Ωραία μάνα είμαι εγώ…», «Μια θηλιά γύρω από το λαιμό μου και γρήγορα» και «Θα τη βγάλει άραγε την μέρα το γιαβρίμ μου που δεν έφαγε με όρεξη;».

Δεν το συζητάμε, βέβαια, τι πανικός κυριαρχεί στη ψυχούλα της όταν μας παίρνει τηλέφωνο και εμείς για κάποιον λόγο (από τους δεκάδες λογικοφανείς που υπάρχουν) δεν απαντάμε…

Αυτά σκέφτεται πάνω-κάτω…

 

Κι αν δεν σας αρέσουν τα γραφήματα, θα σας το κάνουμε περισσότερο ευκολάκι με το εξής (θεϊκό από την αρχή μέχρι το τέλος) βίντεο.

Σεμεδάκι, αγάπη μου…

Για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, η Ελληνίδα μάνα έχει μια απίστευτη εμμονή-καψούρα ΚΑΙ με τα σεμεδάκια.

Τώρα, βέβαια, με τις πλάσμα τηλεοράσεις ένα ζόρι το τραβάνε οι κακομοίρες, καθώς το σεμεδάκι δεν μπορεί να κάτσει όπως καθόταν στις παλιές τηλεοράσεις-κουμούτσες που είχαν μια κάποια επιφάνεια για να το στήσουν επάνω.

Προ ημερών, μάλιστα, είχα μια σύντομη στιχομυθία επί του θέματος με τη μητέρα μου, η οποία ήταν και η αφορμή για να γράψω αυτό το αφιέρωμα. Γύρισα και της είπα, που λέτε, να βγάλει το σεμεδάκι -που η ίδια έχει φτιάξει- από το κομοδίνο. Αφού ξεροκατάπιε, γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη. (Μάλλον για να μη δω την ημι-βουρκωμένη της κατάσταση). Η απόγνωσή της, βέβαια, έχει μια αιτιολογική βάση. Κι αυτό διότι σύμφωνα με πρόχειρους υπολογισμούς που έχω κάνει, από σεμεδάκια αποτελείται το 15% της προίκας μου (ναι έχω και τέτοια. Μου την έχει ετοιμάσει εδώ και χρόνια και την εμπλουτίζει συνεχώς με λευκά είδη που ένας θεός ξέρει αν θα τα χρησιμοποιήσω ποτέ). “Τι θα απογίνουν όλα τούτα;” πολύ πιθανόν να σκεφτόταν η δόλια καθώς κυλούσε το δάκρυ στο μάγουλό της. 

Να μην απελπίζεσαι, μάνα“, της είπα αναλογιζόμενος τον πόνο της και της έδειξα αυτη τη φωτογραφία. “Όρεξη και έμπνευση να ‘χεις κι όλο και κάπου θα χρησιμεύσουν”.

Τσακωμένες με την εξέλιξη

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της Ελληνίδας μάνας (αυτής, τουλάχιστον, που γεννήθηκε στις δεκαετίες του ’40, του ’50, άντε και στα πρώτα του ’60) είναι η σχέση μίσους-μίσους που έχει με την τεχνολογία. Ας πάρω για παράδειγμα την περίπτωση μιας μητέρας που τυγχαίνει να γνωρίζω προσωπικά (η μάνα μου είναι πάλι, αλλά δεν θέλω να την εκθέσω κι άλλο. Με διαβάζει άλλωστε)

Δύο είναι οι μεγαλύτεροι της εχθροί: το κινητό της και το ΑΤΜ. Καλύτερα να αφήσει τα πιάτα άπλυτα για ένα μήνα, παρά να χρειαστεί να περάσει νέα κάρτα στο τηλέφωνό της ή να πρέπει να κάνει ανάληψη. Ξέρετε τι είναι να υποπτεύεσαι την ίδια σου την μητέρα κάθε φορά που ακούς είδηση για επίθεση με μολότοφ σε ΑΤΜ από αγνώστους;

Η Ελληνίδα μάνα στην τουϊτόσφαιρα