Συγγραφέας. Συχνά, όμως, στην επικαιρότητα για το ότι δεν διστάζει να λέει ελεύθερα τη γνώμη της. Και ας μην αρέσει. Ή ας μην αρέσει σε όλους! “Σκέφτομαι ότι, ίσως, μιλώντας, αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο”, λέει με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο “Σπάνιες Γαίες”. Λοιπόν, μιλάει. Μιλάει για όλα. Για τους νέους που μεταναστεύουν. Για τον έρωτα. Για την οικονομική κρίση. Για την πολιτική μιλάει! Και ακόμα για τον ελληνιστικό τάφο της Αμφίπολης και τον πρόσφατο ξυλοδαρμό γκέι στο Παγκράτι. “Ζούμε πίσω από τον πολιτισμό”, λέει, “οι άνθρωποι που έχουν καναπέ δεν θα σηκωθούν. Σηκώνονται όσοι δεν έχουν, αλλά και γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρότητα, αξιοπρέπεια, ευγένεια, δημοκρατική παιδεία, τα οποία, δυστυχώς, δεν διαθέτουμε”.

 

“Σπάνιες γαίες”, είναι ο τίτλος του τελευταίου σας βιβλίου, όπου οι ήρωες “αναζητούν απελπισμένα το δικό τους Παράδεισο, μέσα σε ένα καθεστώς ανελεύθερο, που πνίγει κάθε τους ελπίδα”, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Ισχύει κάτι τέτοιο και σήμερα;

Ισχύει σε πολλές χώρες-αλλά, ευτυχώς, όχι για μας στην Ελλάδα που ακροβατούμε σ’ ένα μεταίχμιο. Ο ολοκληρωτισμός, ο πόλεμος, ο θρησκευτικός φανατισμός είναι παρόντες στον σύγχρονο κόσμο. Οι “Σπάνιες γαίες” είναι ένα μυθιστόρημα, η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται στη Σοβιετική Ένωση από το 1927 μέχρι το 1964, όταν οι Σοβιετικοί ήταν ο εχθρός του ελεύθερου κόσμου. Τώρα οι εχθροί του ελεύθερου κόσμου είναι πολύ χειρότεροι: ήδη, έχουμε αρχίσει να νοσταλγούμε τους Σοβιετικούς που είχαν πολιτισμό και που θρησκεία τους ήταν μια ιδεολογία…


Και ο έρωτας; Είναι εφικτό να αφήσει ο άνθρωπος τον εαυτό του ελεύθερο να ερωτευτεί, όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες που σχετίζονται με την οικονομική του κατάσταση και τις όλο και πιο έντονες απαιτήσεις της καθημερινότητας;

Ο έρωτας άνθιζε στη Σοβιετική Ένωση-ανθίζει και πεθαίνει στις “Σπάνιες γαίες” μ’ ένα δραματικό τρόπο. Οι άνθρωποι βρίσκουν πάντοτε, σε όλες τις συνθήκες, τρόπους για να ζήσουν τη ζωή τους. Κατά τη γνώμη μου, ο αληθινός έρωτας είναι τα αισθήματα που ζούμε μέσα στην καθημερινότητα: δεν πιστεύω στις ρομαντικές του διαστάσεις.

 

Έχετε υποστηρίξει ότι “οι μειονότητες, οι οποίες έχουν ιστορικό διώξεων, συσπειρώνονται με στόχο την ενίσχυσή τους και ενδεχομένως, επιδίδονται επίσης σε διακρίσεις, όταν και όπου μπορούν”. Με αφετηρία αυτή τη δήλωση σας, τι λέτε για την βαναυσότητα, για τον ξυλοδαρμό του ζευγαριού ομοφυλοφίλων στο Παγκράτι;

Είμαστε απαράδεκτοι. Όπως επίσης έχω πει πολλές φορές, τα τελευταία χρόνια, βρίσκομαι στο ναδίρ του πατριωτισμού μου. Έχω τη χειρότερη εικόνα για εμάς τους Έλληνες: ρέπουμε προς τη βαρβαρότητα. Ακούγεται σαν ηλίθια κοινοτοπία, αλλά ζούμε πίσω από τον πολιτισμό. Το ότι “συμβαίνουν κι αλλού” δεν θέλω να το ακούω-εξαρτάται από το ποια είναι τα πρότυπά μας. Αν τα πρότυπά μας είναι οι Ταλιμπάν, τότε πράγματι είμαστε ελαφρώς πιο πολιτισμένοι. Δεν το βρίσκω και τόσο καθησυχαστικό.


Το τελευταίο διάστημα γίνεται καθημερινά λόγος για την ανασκαφή στην Αμφίπολη. Πιστεύετε ότι πίσω από το γενικότερο αυτό ενδιαφέρον κρύβονται ακόμη και πολιτικές σκοπιμότητες;

Τι σημασία έχει! Ας προχωρήσει η επιστήμη κι ας την εκμεταλλευτούν όποιοι θέλουν να δοξαστούν. Στο τέλος, εκείνο που μένει είναι η επιστημονική επιτυχία και η επίδρασή της στη ζωή μας-όχι το αν κάποιες εξουσίες αρχίσουν τις καυχησιές. Άλλωστε, ποιος τις πιστεύει; Στην Ελλάδα δεν έχουμε ψευδαισθήσεις σχετικά με την ποιότητα των πολιτικών.


Οι δηλώσεις σας πάντοτε προκαλούν αίσθηση, ωστόσο συνεχίζετε να λέτε ελεύθερα τη γνώμη σας. Πόσο υψηλό είναι το τίμημα να ορθώνει κανείς το ανάστημά του ως μονάδα, σε μια εποχή που φαίνεται να προωθεί την αγελοποίηση;

Φανταστείτε να έπαυα να εκφέρω γνώμη επειδή αυτή η γνώμη δεν αρέσει! Χα, χα, χα, ωραίος χαρακτήρας θα ήμουν! Ακούστε: το λέω και το ξαναλέω-για χρόνια κάναμε την πάπια, λέγαμε (έλεγα) “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα” ή “ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν”. Απλούστατα, έπαψα να είμαι τόσο απελπισμένη: τώρα σκέφτομαι ότι ίσως, μιλώντας, αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Για πάρα πολύ καιρό, κουνούσα το κεφάλι σαν τους γέρους στο Μάπετ Σόου, ψηλά από τον εξώστη.


Νέοι άνθρωποι μεταναστεύουν από τη χώρα μας στο εξωτερικό προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Πιστεύετε ότι αυτό ενδέχεται κάποια στιγμή να αλλάξει;

Υπάρχει ένα είδος group pressure. Δεν είμαι σίγουρη ότι όλοι όσοι φεύγουν έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια εδώ. Ή ότι έχουν “όνειρα”. Οι γονείς πιέζουν προς το εξωτερικό-τα ΜΜΕ επίσης. Οι νέοι στην Ελλάδα βρίσκονται στον αστερισμό της οικογένειας: πηγαίνουν, όπως λέτε, στο “εξωτερικό” κουβαλώντας τα τάπερ της μαμάς τους. Εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά ο κανόνας είναι μια απόπειρα ενηλικίωσης, που μένει ημιτελής. Δεν ξέρω τι θα γίνει, αν θα υπάρξουν θέσεις εργασίας, αν θα βελτιωθεί το οικονομικό και κοινωνικό κλίμα. Ξέρω όμως ότι πολλοί άνθρωποι εγκαταλείπουν την Ελλάδα για τους λάθος λόγους. Και αναπτύσσουν μια απέχθεια για τη χώρα την οποία όλοι μας δημιουργήσαμε και έχουμε ευθύνη για το αποτέλεσμα. Δεν είμαστε “καλύτεροι” από τη χώρα μας: η ποιότητά μας ως πολίτες εκδηλώνεται όπου κι αν πάμε. Πράγματι, μπορούμε να βελτιωθούμε αν βρεθούμε σε περιβάλλον καλύτερο από θεσμική άποψη-αλλά αυτή η βελτίωση δεν είναι εγγυημένη.
 

Ο Πραβιέν της ιστορίας του βιβλίου σας είναι πάντοτε “κρυμμένος πίσω από το προσωπείο ενός κλόουν ως μια προσπάθεια να επιβιώσει σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον που συνθλίβει την ανθρώπινη προσωπικότητα”. Κατά πόσο συμβαίνει αυτό και στην πραγματική μας ζωή με τη σημερινή της μορφή;

Η οικονομική και ηθική κρίση που βγήκε στην επιφάνεια αποκάλυψε το ποιος ήταν ο καθένας από εμάς. Κι έχουμε μπροστά μας κι άλλες αποκαλύψεις. Σε περιόδους ταραχής-όπως σ’ έναν πόλεμο ή σε μια οικονομική κατάρρευση-είναι πολύ δύσκολο να διατηρήσουμε μεταμφίεση σαν εκείνη του Πραβιέν.


Συνεχώς γκρινιάζουμε για όλα όσα μας δυσαρεστούν στη χώρα μας κι όμως τις περισσότερες φορές διστάζουμε να “σηκωθούμε από τον καναπέ” και να δράσουμε με σκοπό την αλλαγή. Μήπως τελικά δεν επιθυμούμε πραγματικά να προχωρήσουμε ως άτομα και ως έθνος;

Οι άνθρωποι που έχουν καναπέ δεν θα σηκωθούν. Σηκώνονται όσοι δεν έχουν. Αλλά κι εδώ τίθενται προβλήματα: χρειάζονται συγκεκριμένα αιτήματα, αποδοτικές μέθοδοι, μέσα που να δικαιολογούν και να εξυψώνουν τους σκοπούς… Όπως είπα, το γενικό μας ήθος παραείναι χαμηλό: η κοινωνία μας δεν έχει σοβαρότητα, αξιοπρέπεια, ευγένεια, δημοκρατική παιδεία.


Γιατί ως λαός τσακωνόμαστε μεταξύ μας, αντί να συσπειρωθούμε και να αλλάξουμε ό,τι μας  προβληματίζει;

Έχω καταλήξει ότι πρόκειται για εθνικό χαρακτηριστικό το οποίο ενισχύεται από τον μαρξιστικό θόρυβο περί ταξικής πάλης. Ο εμφύλιος πόλεμος χαμηλής έντασης είναι αποτέλεσμα πλύσης εγκεφάλου και έλλειψης δημοκρατικού ήθους.


Ποιό θα είναι το επόμενο συγγραφικό σας βήμα και τα άμεσα επαγγελματικά σας σχέδια γενικότερα;

Έχω αρχίσει ένα σωρό καινούργια βιβλία που είναι ανοιχτά μπροστά στα μάτια μου. Πιθανότατα, το πρώτο, που θα ολοκληρώσω είναι ένα δοκίμιο για την αμερικανική πολιτική -για όσα ευθύνεται, για όσα δεν ευθύνεται. Για να δούμε τι θα καταφέρω μέσα σε τούτη τη χρονιά που, για εμένα, αρχίζει μαζί με τα σχολεία.
 
*Το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου “Σπάνιες Γαίες”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.