Αμφίπολη, απογευματάκι Τετάρτης. Ο ήλιος αρχίζει και μαζεύει τα δόντια του. Μαζί με άλλους δύο ρεπόρτερ, τον Ματθαίο Ψευτόγλου και τον Εμπεδοκλή Αισωπάκη, αποφασίζουμε να κατηφορίσουμε προς τον Στρυμόνα. Είχαμε κλείσει, βλέπετε, δύο συνεχή μερόνυχτα στο χώρο όπου διεξάγονται οι ανασκαφές στον Τύμβο Καστά για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Η ζέστη και η κούραση μας είχαν λυγίσει, θέλαμε να δροσερέψουμε λιγάκι στην αγκαλιά του ποταμού.

«Ποιος είναι κρυμμένος μέσα στον επιβλητικό μακεδονικό τάφο; Η γυναίκα του Μέγα Αλέξανδρου; Ο γιος του; Μήπως ο ίδιος;» Ερωτήματα που μας βασανίζουν όλες αυτές τις ημέρες που ζούμε από κοντά την νωχελική ανάδυση στην επιφάνεια των καλά κρυμμένων μυστικών της μακεδονικής γης. Ερωτήματα, όμως, που δεν έχουν βρει ακόμη την απάντησή τους, καθώς οι αρχαιολόγοι κρατούν σφιχτά τα χείλη. Ντάγκα ντούγκα όλη μέρα, προσηλωμένοι μπροστά στο όραμα της ιστορικής ανακάλυψης, βλέπουν εμάς τους πενατζήδες με ιδιαίτερη καχυποψία. Ούτε καλημέρα δεν μας λένε. Πόσο μάλλον να μας ξεστομίσουν κάποια εμπιστευτική πληροφορία.

Κατεβαίνουμε, λοιπόν, να βρέξουμε τα ποδαράκια μας στο ποτάμι. Αυτά του Ματθαίου μυρίζουν λιγάκι, ωστόσο γρήγορα η μυρωδιά μπαλώνεται όταν ο Εμπεδοκλής ανοίγει με μαεστρία μια κονσέρβα ζβαν για να τσιμπολογήσουμε.

Πάνω που μασαμπουκιάζουμε, αλαφιασμένος ο Εμπεδοκλής δείχνει με τα μάτια ορθάνοιχτα προς την όχθη του ποταμιού, εκεί όπου τα νερά ταράζονται μανιωδώς σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Με το ζαμπόν στο στόμα, δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να φωνάξει. Απλά δείχνει. Κοιτάζουμε κι εμείς προς το σημείο και μονομιάς κόβεται η ανάσα μας. Μια γοργόνα έχει αναδυθεί και στέκεται περήφανη και γυμνόστηθη μπροστά μας.

«Χαλασμένο ζαμπόν αγόρασες, ρε ηλίθιε;», φωνάζει ο Ματθαίος στον Εμπεδοκλή, νομίζοντας πως έχει παραισθήσεις. «Μια χαρά είναι το ζβανάκι σας», λέει με γλυκύτητα η γοργόνα πλησιάζοντάς μας ταυτόχρονα στο ένα μέτρο. «Γοργόνα είμαι πραγματική. Και όχι όποια κι όποια. Του Μέγα Αλέξανδρου η αδερφή!», καμαρώνει.

Οι άλλοι δυο σαστίζουν και αρχίζουν να τρέχουν πανικόβλητοι σκληρίζοντας «Ήρθε το τέλος! Ήρθε το τέλος!». Εγώ, κύριος. Στέκομαι ψύχραιμος στη θέση μου και βγάζω το μαγνητόφωνο. Δεν έχω μπροστά μου ένα μυθικό τέρας. Μπροστά μου έχω ένα δημοσιογραφικό λαβράκι!

«Γεια σου και χαρά σου κυρά μου! Ψήνεσαι για συνεντευξούλα;». «Ψοφάω για συνεντεύξεις και φωτογραφίσεις αφέντη», χιχιρίζει πονηρά η γοργόνα κλείνοντάς μου ταυτόχρονα το μάτι. «Για αυτό, αν θες να μάθεις, ήρθα προς τα μέρη αυτά. Μυρίστηκα δημοσιότητα, άκουσα και ξανάκουσα το όνομα του αδελφού μου και είπα να κολυμπήσω μέχρι εδώ μπας και πετύχω κανέναν του συναφιού σου. Θέλω να βάλω τα πράγματα στη θέση τους».

«Αυτό θέλω κι εγώ. Να μας δώσεις τα φώτα σου», απαντώ και πατώ το κουμπί της ηχογράφησης…

-Ποιος πιστεύεις ότι κρύβεται μέσα στον τύμβο; Η Ρωξάνη; Ο ανηψιός σου ο Αλέξανδρος ο Δ’;

Η Ρωξάνη αποκλείεται να είναι θαμμένη εκεί μέσα. Ήταν κάθετα ενάντια στο ενδεχόμενο της ταφής. Θυμάμαι ένα μεσημέρι, που τρώγαμε όλοι μαζί στο οικογενειακό τραπέζι πιθέρια (σ.σ. κάτι ανάλογο της σημερινής πίτσας), την Ρωξάνη να βάζει τις φωνές στον αδερφό μου σηκώνοντας πάνω από το κεφάλι του την παντόφλα της. «Τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν θέλω να με φάνε τα σκουλήκια λέμε! Αν πεθάνω πριν από εσένα, να με κάψεις και να με σκορπίσεις στη Βάκτρια. Εκεί η στάχτη μου έγινε σώμα, εκεί το σώμα μου να γίνει ξανά στάχτη». Με αυτά και με αυτά το αποκλείω το ενδεχόμενο να είναι θαμμένη εδώ η Ρωξάνη. Για τον πιτσιρικά δεν παίρνω όρκο.

-Μα… Η Ρωξάνη πέθανε μετά από τον αδερφό σου! Πώς αποκλείεις να είναι αυτή θαμμένη στην Αμφίπολη;

Ώχου μωρέ! Ίδιοι κι απαράλλαχτοι εσείς οι δημοσιογράφοι. Από την εποχή του πατέρα σας του Θουκυδίδη μέχρι τα σήμερα, ξερόλες… Ξερόλες και εξυπνάκηδες. Αυτό που σου λέω ισχύει, αυτό που σου λέω να γράψεις στον πάπυρό σου.

-Τέλος πάντων. Για τον Μέγα Αλέξανδρο δεν μου είπες, όμως. Λες να βρίσκεται αυτός θαμμένος στην Αρχαία Αμφίπολη;

Γιατί; Πέθανε;

-Ποιος αν πέθανε;

Ο αδερφός μου, ο Αλέξης.

(Τότε θυμήθηκα το μύθο και συνειδητοποίησα ότι είχα πετάξει μ@λ@κί@. Όσοι συναντούν τη γοργόνα, λέει η ιστορία, πρέπει να της απαντούν όταν τους ρωτά αν ζει ο αδερφός της ότι «ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Σε διαφορετική περίπτωση, αλλοίμονο τους… Τους τσακίζει στα δύο δίχως έλεος. Αφού ξεροκαταπίνω, την κοιτάζω στα μάτια και συνεχίζω δήθεν απτόητος)

-Άκου εκεί πέθανε! Και βέβαια δεν πέθανε! Μαθουσάλας ο μπαγάσας, δεν λέει να το βάλει κάτω! Ο αδερφούλης σου ζει και βασιλεύει!

Μήπως ξέχασες κάτι;

-Α ναι. Και τον κόσμο κυριεύει, γοργόνα μου!

(Κάπου εκεί το συννεφιασμένο της πρόσωπο, μαλακώνει και το χαμόγελο επισκέπτεται ξανά τα χείλη της)

Και με τι ασχολείται τώρα; Δεν έχω νέα του χρόνια τώρα, ένα μήνυμα με μπουκάλι δεν λέει να μου στείλει…

-Από ότι ξέρω γοργόνα μου, δουλεύει στον ΟΗΕ. Τον έχουν σύμβουλο για ζητήματα παγκοσμιοποίησης. Το έχει δουλέψει καλά το πράμα, λέει, έχει προϋπηρεσία χιλιάδων χρόνων στο βιογραφικό του. Και στα ρεπό, διδάσκει πολεμικές τέχνες σε ένα γυμναστήριο στη Βεργίνα. Μαύρα. Τέρμα όμως οι ερωτήσεις σου, εσύ η είσαι η συνεντευξιαζόμενη. Γενικά τι τύπος ήταν; Πώς τα περάσατε στην παιδική σας ηλικία;

Τις είχε τις μεγαλομανίες του, ψέματα δεν θα σου πω. Στη Monopoly που παίζαμε για παράδειγμα, όταν ερχόταν η στιγμή να πληρώσει, αντί για τα χαρτονομίσματα μας έδινε επιταγές και μας έλεγε να πάμε στο θυσαυροφυλάκιο του Φιλίππου για να πληρωθούμε. Πηγαίναμε κι εμείς σαν τα χαζά, μας έβλεπαν οι φύλακες με την επιταγή στο χέρι και έσκαγαν στα γέλια καθώς οι επιταγές του ήταν ακάλυπτες.

Όταν κάναμε τα παράπονά μας στον Αριστοτέλη, αυτός πήγαινε και του έβαζε χέρι: «Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Αυτά μάθαμε στο μάθημα της Παρασκευής περί αρετής;» «Όταν μεγαλώσω, απαντούσε με στόμφο ο Αλέξανδρος, θα κατακτήσω τον κόσμο όλο. Άσε με τώρα που είμαι μικρός, να κατακτώ και το μικρόκοσμό μου». Δεν είχε άδικο. Καλά τα κατάφερε. Χαλάλι του οι παρτίδες που χάσαμε, υπήρξαν γι’ αυτόν καλές προσομοιώσεις για τα μετέπειτα παιχνίδια στα πεδία των μαχών και της εξουσίας».

-Και κάτι τελευταίο, ρε συ γοργόνα, πιο πολύ σαν παράπονο θα στο αναφέρω. Τόσους και τόσους ναυτικούς έχεις πνίξει επειδή σου απάντησαν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος μας άφησε χρόνους. Έχεις μετανιώσει καθόλου;

Ανοησίες της εφηβείας. Το αίμα σου βράζει όταν είσαι 1800 χρονών. Μεγάλωσα πια, νοικοκυρεύτηκα, έβαλα μυαλό. Τους αφήνω και περνάνε ήσυχους, δεν τους ρωτώ πια τίποτα. Για ότι θέλω να μάθω, απλά Googlάρω.

Είπε και ξεκίνησε σιγά-σιγά να βυθίζεται στα φιλόξενα νερά του Στρυμόνα. Προτού βυθιστεί εντελώς, την ευχαρίστησα και της πέταξα ένα κομμάτι ζβαν που παράτησε πίσω του ο Εμπεδοκλής πριν αρχίσει το φευγιό.  Έτσι, για να βγάλει το μακρινό της ταξίδι. Το άρπαξε στον αέρα και το κατάπιε αμάσητο. Μου χαμογέλασε ευτυχισμένη και βυθίστηκε.

Δεν περνούν τρία δευτερόλεπτα, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.

-Κάτι τελευταίο να σε ρωτήσω, δημοσιογράφε μου.

-Πες το

-Ο Έλβις ζει;

-Ζει κι αυτός, γοργόνα μου. Ζει και βασιλεύει!

Έκλεισε τη μύτη της με το δεξί της χέρι, με το ζερβό της με χαιρέτησε και αφέθηκε οριστικά στα ρεύματά του Στρυμόνα…