Η Νέλλυ Αγγελίδου έγραψε ένα βιβλίο, με δημοσιογραφική χειρουργική προσοχή και ο πάντα ευφάνταστος Νίκος Μουρατίδης το εξέδωσε, για μια γυναίκα που έζησε την Ιστορία ως αυτόπτης μάρτυς, όταν δεν την δημιουργούσε η ίδια. Μισητή για τον ελληνικό λαό, αλλά και λατρεμένη του κάποιες εποχές.

Μια μικρή, τρυφερή γερμανίδα πριγκίπισσα ή ένα μέλος της ναζιστικής νεολαίας; Μια φιλάνθρωπος ή εκείνη που πλήρωναν οι Έλληνες προίκα για την γάμο της κόρης της; Μια γυναίκα και μητέρα πάνω απ’ όλα ή μια παθιασμένη αριβίστρια όλο φιλοδοξία; Μια μορφή προορισμένη για δεύτερο ρόλο που εμπλεκόταν στην πολιτική ή μια γυναίκα κατασκευασμένη απ’ τον καιρό της;

Μια υπερφίαλη γυναικούλα που αγαπούσε τις πολυτέλειες, τα κότερα, τα πάρτι και τη μεγάλη ζωή ή μια πανέξυπνη μάντζερ που πρόβαλε για τον τουρισμό τις ομορφιές της Ελλάδας;  Και πάνω απ όλα ήταν μια γυναίκα που βρέθηκε με εξουσία ή που ερωτεύτηκε την ιδέα να είναι η ίδια η εξουσία… Το βιβλίο κρύβει στο ξετύλιγμα του πολλές απαντήσεις, μέσα από γραμμική διήγηση, παράθεση ντοκουμέντων και μαρτυρίων για τη ζωή μια γυναίκας που υπήρξε η βασίλισσα της Ελλάδας…  

 

Φρειδερίκη: «Πιστεύω μόνο σε μια αριστοκρατία, στην αριστοκρατία του πνεύματος, που μπορεί να βρεθεί εξίσου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς».

 

Αποσπάσματα από το βιβλίο


«Η Φρειδερίκη Λουίζα Θύρα Βικτόρια Μαργαρίτα Σοφία Όλγα Σεσίλια Ισαβέλλα Χριστίνα, όπως ονομάστηκε σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα, ήρθε στον κόσμο στις 18 Απριλίου 1917, φέροντας τους τίτλους της πριγκίπισσας του Ανόβερου, της πριγκίπισσας της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας και της δούκισσας του Μπρούνσβικ- Λίνεμπουργκ. Μικροσκοπική και καταγάλανη, έμοιαζε ευάλωτη και ανυπεράσπιστη μέσα σε αυτό το μπαρόκ, επιβλητικό σκηνικό. Αλλά δεν ήταν. Και παρότι υπήρξε ένα μοναχικό παιδί, που απέφευγε τον κόσμο και προτιμούσε τα παιδιά του υπηρετικού προσωπικού για παρέα, θα έβρισκε αργότερα τις ευκαιρίες να αποδείξει την κοινωνικότητά της και την ανεξάντλητη δύναμή της, αποκαλύπτοντας βέβαια και τις αδυναμίες της. Ως βασίλισσα της Ελλάδας»


 Πριν τον Παύλο, ο Πέτρος…     

«… Αντίθετα με ό,τι φανταζόταν η ίδια ο πρίγκιπας Πέτρος της Ελλάδας απέρριψε εύσχημα το συνοικέσιο μεταξύ τους. Τον αντιπάθησε υπερβολικά, ειδικά όταν πληροφορήθηκε τις φήμες που ήθελαν ως αιτία της απόρριψης, καθόλου κολακευτική,  Τα χοντρά της πόδια. Στην πραγματικότητα ήταν αταίριαστοι. Εκείνος αθλητικός, γελαστός και ξένοιαστος, εκείνη αποφασισμένη να ανταμώσει πάση θυσία τα όνειρά της. Φυσικά και δεν πτοήθηκε και προφανώς η ιστορία τη δικαίωσε, γιατί ο Πέτρος, γιος του πρίγκιπα Γεώργιου και της Γαλλίδας Μαρίας Βοναπάρτη, πλησίασε για λίγο και μόνο ως αντιβασιλέας τον ελληνικό θρόνο. Και δεν σταμάτησε ποτέ να την επικρίνει, τις περισσότερες φορές δημόσια μάλιστα, για την αυταρχική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά της…»


Ο τρυφερός συνταγματάρχης Μάρσαλ

«…O  Μάρσαλ ενθουσιάστηκε μαζί της. Μεγαλύτερός της περίπου τέσσερις δεκαετίες, τη χαρακτήριζε «πολύ όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα, μια εργαζόμενη βασίλισσα». Επικοινωνούσαν αδιάκοπα, αμβλύνοντας με τον καιρό την τεράστια γεωγραφική απόσταση που τους χώριζε. «Το βράδυ θα έρθω σπίτι σου», έγραψε σε μια από τις άκρως προσωπικές επιστολές της, το περιεχόμενο της οποίας διέρρευσε πυροδοτώντας φήμες για μια κρυφή ερωτική σχέση. «Ποτέ δεν κοίταξα τη φωτογραφία σου χωρίς να αναπολήσω την πρώτη φορά που σε είδα όρθια δίπλα στο τζάκι, πόση εντύπωση μου έκανες. Έμεινα μαρμαρωμένος κοιτάζοντας το πρόσωπό σου. Η παρουσία σου με διεγείρει όσο τίποτε άλλο», ομολογούσε εκείνος. Η πυκνή εμπιστευτική αλληλογραφία τους διήρκεσε μέχρι το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1959. Θα περνούσαν αρκετά χρόνια και θα έγραφε πολλά γράμματα πριν κλείσει το τελευταίο του με τη φράση: «Επέτρεψέ μου να υπογράψω με αγάπη».  


 


Η βασίλισσα και ο κομμουνιστής

«… Κάποτε σε μια δεξίωση των Ηνωμένων Εθνών η Φρειδερίκη βρέθηκε πλάι στον Ρώσο διπλωμάτη Αντρέι Βισίνσκι, που είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης και δημόσιος κατήγορος στις δίκες της Μόσχας, αυτές που οδήγησαν σε καταδίκη όσους οι σταλινικοί θεωρούσαν ότι είχαν αποκλίνουσες απόψεις − από παλιούς μπολσεβίκους και κορυφαία στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος μέχρι και την ηγεσία του σοβιετικού στρατού. Ο Βισίνσκι ήταν ένας άνθρωπος τραχύς, βλοσυρός και δυσπρόσιτος, επιφυλακτικός σε κάθε είδους συζήτηση. Η Φρειδερίκη, αναγκασμένη να ανταλλάξει κάποιες κουβέντες μαζί του και ενημερωμένη ότι ο Ρώσος έπαιζε βιολοντσέλο, του το ανέφερε.  
 «Πώς το ξέρετε;» ήρθε κοφτή η ερώτηση του.
«Γιατί υπάρχουν μερικά πράγματα που τα γνωρίζω τόσο καλά όσο κι εσείς», απάντησε η Φρειδερίκη.
Αν μη τι άλλο του είχε κινήσει το ενδιαφέρον για λίγες φράσεις ακόμα.
«Έπαιζα άλλοτε, αλλά όχι πια. Είμαι πολύ απασχολημένος με το να κάνω τον κόσμο ευτυχέστερο. Όπως ακριβώς κι εσείς. Δεν προσπαθείτε να κάνετε τον κόσμο ευτυχισμένο;»
Διασκεδάζοντας, εκμεταλλεύτηκε την τροπή της συζήτησης για να του απαντήσει:
«Για να κάνετε τον κόσμο ευτυχισμένο, πρέπει να είστε εσείς ο ίδιος ευτυχισμένος. Ξέρετε πώς να γίνετε ευτυχισμένος;»
Και τότε στο «Πείτε μου εσείς», που απάντησε εκείνος, η Φρειδερίκη ξεστόμισε αυτό που μόνο εκείνη μπορούσε να ξεστομίσει με σκέρτσο και φυσικότητα προς τον αγριωπό Βισίνσκι.
«Πρέπει να ερωτευτείτε».
Ύστερα από μια τέτοια τολμηρή υπόδειξη η συνομιλία είχε λήξει. Προς το τέλος της βραδιάς, σηκώνοντας το ποτήρι του για πρόποση, ευχήθηκε στην προσωπική της ευτυχία. Ίσως τελικά είχε κατά νου να λάβει σοβαρά υπόψη του τη συμβουλή της…»


Η προίκα της Σοφίας

«… Έτσι το είχε και η Φρειδερίκη στο μυαλό της. Η προικοδότηση μιας πριγκίπισσας αποτελούσε παράδοση ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους και ήταν εκδήλωση αγάπης και σεβασμού εκ μέρους του λαού. Δεν αντιλαμβανόταν ποιος και γιατί θα αθετούσε αυτή την παράδοση, διασύροντας τη χώρα, το στέμμα και τη μεταξύ τους σχέση μπροστά σε τόσους ξένους, οι οποίοι παρακολουθούσαν πια με κακεντρεχές ενδιαφέρον όσα διαμείβονταν στην Ελλάδα.

Από την άλλη δεν υπήρχε μεγαλύτερη αναγνώριση για ένα βασιλιά από την απτή απόδειξη ότι οι υπήκοοί του συμμετείχαν στη χαρά για το γάμο της πρωτότοκης κόρης του. Αυτή ήταν η ηθική ανταμοιβή του, αυτός ήταν και ο λεπτότατος συμβολισμός που θα τον ισχυροποιούσε και θα επισφράγιζε την εκτίμηση των ομολόγων του. Στην αντίθετη περίπτωση θα εκτίθετο, αρχικά απέναντι στη βασιλική οικογένεια της Ισπανίας και έπειτα απέναντι σε όλες τις υπόλοιπες. Η προίκα έπρεπε απαραιτήτως να δοθεί για λόγους τάξης μιας ευνομούμενης βασιλευόμενης δημοκρατίας, που εμπιστευόταν τους χειρισμούς του μονάρχη και επανειλημμένα βασιζόταν στην κρίση του.

Αν δεν το συμμερίζονταν αυτό οι πολιτικοί, ας προσπαθούσαν τουλάχιστον να υπολογίσουν τα οφέλη που θα απέφεραν μελλοντικά οι τρεις χιλιάδες προσκεκλημένοι Ισπανοί ευγενείς, όταν μετά την πρώτη γνωριμία τους με τη χώρα θα επέστρεφαν και πάλι. Ήδη η καλοκαιρινή σεζόν προμηνυόταν καυτή και ενόψει της κατά την τελευταία διετία είχαν προστεθεί περίπου έξι χιλιάδες νέα δωμάτια στα ξενοδοχεία, που θα συνεισέφεραν σημαντικά στην υποδομή της χώρας. Αυτή ήταν μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα…»…        


Ένα διάσημο χαστούκι

«… Την πρώτη ημέρα της παραμονής της στο Λονδίνο, καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο Κλάριτζ, η Φρειδερίκη βρέθηκε αντιμέτωπη με την Μπέτι Αμπατιέλου και μια ομάδα διαδηλωτών. Η Αμπατιέλου, Βρετανίδα υπήκοος, δημοσιογράφος και σύζυγος του Έλληνα συνδικαλιστή και μετέπειτα βουλευτή του ΚΚΕ Αντώνη Αμπατιέλου, της είχε ζητήσει νωρίτερα ακρόαση, που είχε απορριφθεί. Ήθελε να της μεταφέρει υπόμνημα για την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο σύζυγός της. Μόλις αντίκρισε τη βασίλισσα, την πλησίασε σε απόσταση αναπνοής, προτάσσοντας εκφοβιστικά το πλακάτ που κρατούσε και στη συνέχεια την άρπαξε γερά από τους ώμους και τη στριφογύρισε. Ειπώθηκε ότι επιπλέον τη χαστούκισε, γεγονός που μετά αναιρέθηκε, εντέλει δεν επιβεβαιώθηκε και η Φρειδερίκη δεν το παραδέχτηκε ποτέ»…


Το τέλος

«… Ο Κωνσταντίνος τηλεφώνησε στον πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη και ζήτησε η νεκρώσιμη ακολουθία να ψαλεί στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας και η ταφή να γίνει στο κοιμητήριο του Τατοΐου. Ο Ράλλης ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Καραμανλή, ο οποίος είχε αρνητική άποψη, γιατί φοβόταν ότι θα προκαλούνταν επεισόδια, και εν συνεχεία συγκάλεσε την κυβερνητική επιτροπή. Τόσο η Φρειδερίκη όσο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είχαν ελληνική υπηκοότητα και επιπλέον η έπαυλη στο Τατόι συνέχιζε να αποτελεί ιδιοκτησία τους. Ως εκ τούτου ο τέως βασιλιάς ζητούσε να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του και το πρόβλημα που προέκυπτε για την κυβέρνηση δεν ήταν η αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων και η έγκριση του ενταφιασμού, αλλά η στοιχειοθέτηση της απαγόρευσής του.

Και πάλι οι γνώμες των κομμάτων διχάστηκαν, οι συζητήσεις εντάθηκαν και οι ισχυρές αντιπαραθέσεις δημιούργησαν μείζον πολιτικό ζήτημα. Ακόμα και μετά θάνατον η Φρειδερίκη παρέμενε ο άνθρωπος που μπορούσε να ξεσηκώσει θύελλα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Τελικά η κυβέρνηση πήρε την απόφαση να επιτρέψει την ταφή και ο πρωθυπουργός εξέφρασε μια άποψη με ανθρώπινη χροιά: «Πρέπει να καταλάβουμε όλοι ότι το δημοκρατικό μας πολίτευμα δεν κινδυνεύει από έναν ενταφιασμό, που εζητήθη μάλιστα να γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο. Βλάπτεται όμως η γαλήνη του τόπου από την πολιτικοποίηση και την οξύτητα που προσπαθούν μερικοί να προσδώσουν σε ένα απολύτως φυσικό και ανθρώπινο δικαίωμα…»

 

*Μέρος του κειμένου δημοσιεύεται στο περιοδικο “ΓΥΝΑΙΚΑ” που κυκλοφορεί.