Το “Με Νύχια και με Δόντια” είναι μια από τις περιπτώσεις παραστάσεων που σου σερβίρει αλήθειες, συνοδευόμενες από έναν ισορροπημένο συνδυασμό ωμότητας και χιούμορ. Η ιστορία της Ανθρωπότητας περνά μπροστά από τα μάτια σου πάνω στη σκηνή, σε φέρνει κοντά με τον κατά πολύ αποστασιωποιημένο από τη σημερινή αυτοαναφορικότητά μας, ανθρώπινο πυρήνα. Όπου πυρήνας, η πιο κοινή προέλευση όλων μας. Μια αμερικανική οικογένεια, στην εποχή του θεάματος, της διαφήμισης, του μάρκετινγκ, του καταναλωτισμού και όλων των μέσων που έχουμε ως είδος εφεύρει για να ξεχάσουμε τη βαθιά ματαιότητα της ύπαρξης, τη μια μας πλευρά, τη σκοτεινή, που ακούει στο όνομα “Κάιν” που όλο αρνούμαστε να πούμε με το όνομά της.
Η Σοφία Μαραθάκη επέλεξε να σκηνοθετήσει το έργο “Με Νύχια και με Δόντια”, εμπνευσμένο από την “Αγρυπνία των Φίννεγακν”, φυλάσσοντας στον εαυτό της έναν ιδιαίτερο ρόλο σε αυτή. Μιλήσαμε μαζί της για τη φύση του ανθρώπου, του Θεάτρου και τη θέση και των δυο στο σήμερα. Μετά από έντονες περιόδους, σε μια χώρα, που όπως η ίδια λέει, δεν αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη ως ισότιμο ον.
Πώς είστε αυτή την περίοδο;
Αυτήν την περίοδο είμαι απορροφημένη από τις παραστάσεις του “Με νύχια και με δόντια”του Θόρντον Ουάιλντερ. Ταυτόχρονα προσπαθώ να σχεδιάσω τα επόμενα βήματά μου σε μία ιστορική συγκυρία δύσκολη για την τέχνη και τους καλλιτέχνες.
«Με νύχια και με δόντια». Γιατί αυτό το έργο και γιατί τώρα;
Το έργο είναι μια διαχρονική αλληγορία. Αφηγείται την κατ’ εξακολούθηση εξαφάνιση του είδους μας αλλά και τη δύναμη της επιβίωσης που μας χαρακτηρίζει. Σήμερα επειδή βρισκόμαστε πάλι στο χείλος του γκρεμού, το έργο μοιάζει να έχει γραφτεί για εμάς, τους ανθρώπους του 21ου αιώνα, κι ας γράφτηκε το 1942. Μάλλον οι αρετές και τα ατοπήματά μας επαναλαμβάνονται αέναα από την εποχή των σπηλαίων μέχρι και σήμερα.
Πώς καταφέρνει μια αμερικανική οικογένεια σε άλλο χρόνο και τόπο, σε άλλες συνθήκες, μέσα στην απόλυτη αλληγορία, να φέρει τον Έλληνα θεατή αντιμέτωπο με τόσα δικά του προσωπικά τραύματα και φάουλ; Τόσα εργοστασιακά λάθη τέλος πάντων;
Κατά τη γνώμη μου το ότι είναι Αμερικανοί φωτίζει την κοινωνία της κατανάλωσης, του θεάματος, της διαφήμισης, της ταχύτητας, της τηλεθέασης, της τεχνολογίας, της διασκέδασης που πλέον τείνει να γίνει οικουμενικό “πρότυπο” είτε προς αποφυγή είτε προς μίμηση. Θεωρώ ότι ο δυτικός κόσμος έχει αμερικανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ζούμε ξεκάθαρα σε καθεστώς πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.
Ο Κάιν υπάρχει τελικά μέσα σε όλους μας; Ή σε λίγους και καλούς; Ή σωστότερα, κακούς;
Νομίζω ότι υπάρχει σε όλους μας. Είναι η μία μας πλευρά.
Είναι καταδικασμένη η Ανθρωπότητα να ανοίγει και να κλείνει κύκλους καταστροφής και ανοικοδόμησης σε όλα τα επίπεδα; Έχουμε κουραστεί;
Νομίζω πως ναι εφόσον δεν αλλάζουμε νοοτροπία, εφόσον δεν μαθαίνουμε από την ιστορία.
Σας τρομάζει η κριτική ή ξεπερνιέται αυτό το στάδιο κάποια στιγμή στα τόσα χρόνια;
Πάντα τρομάζει, αλλά σε άλλο βαθμό, με άλλη ένταση. Η κριτική των επαγγελματιών θεατροκριτικών, μπορεί να έχει αξία όταν γίνεται και καταγράφεται ως δημιουργικό σχόλιο για περαιτέρω εξέλιξη και βελτίωση της δουλειάς μας. Αλλά ταυτόχρονα, δημιουργεί τάσεις και κατευθύνει το κοινό. Για όσους από εμάς δεν είμαστε γνωστοί από την τηλεόραση, η κριτική μπορεί να φέρει ή να αποτρέψει θεατές από την παράστασή μας.
Το έργο, όπως το ανεβάζετε, ενέχει και κάποια στοιχεία αυτοσαρκαστικής αποδόμησης του ίδιου του Θεάτρου. Οφείλει να μην παίρνει τόσο σοβαρά τον «εαυτό του» το Θέατρο ή αυτό θα ήταν καταστροφικό;
Το έργο είναι γραμμένο έτσι. Το τί είναι θέατρο, ποιος ο ρόλος του στην κοινωνία, ποιες φόρμες είναι κατάλληλες, ποιο είδος θεάτρου είναι ζωντανό και ποιο μουσειακό, ποια η θέση των καλλιτεχνών του θεάτρου, ποια η ευθύνη τους απέναντι στους θεατές, είναι ζητήματα που ταλανίζουν τον συγγραφέα. Το θέατρο, ως ανθρώπινη επινόηση και δημιουργία οφείλει να παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του έτσι ώστε να μην ευτελίζεται αλλά και να αυτοσαρκάζεται αναγνωρίζοντας το εφήμερο ως κύριο χαρακτηριστικό του.
Παίζετε έναν ιδιαίτερο ρόλο στην παράσταση. Αν έπρεπε να υποδυθείτε κάποιον άλλο «Άνθρωπο», ποιος θα ήταν αυτός;
Νομίζω θα υποδυόμουν τη Σαμπίνα επειδή ενσαρκώνει τη διπλή υπόσταση του ηθοποιού. Δηλαδή του ανθρώπου που υποδύεται τον όποιο ρόλο επί σκηνής αλλά είναι και πολίτης που πρέπει να δουλέψει, να καταλάβει, να διεκδικήσει και να ζήσει με ένα τοστ και ένα τσάι την ημέρα.
Κάνατε θεατρικές σπουδές στο Λονδίνο. Αλήθεια, πώς είναι να επιστρέφει κανείς στην ελληνική καλλιτεχνική πραγματικότητα;
Είναι σκληρό. Θα αφαιρούσα το “καλλιτεχνική” και θα άφηνα μόνο του το ελληνική πραγματικότητα. Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει τον καλλιτέχνη ως κάτι άχρηστο ή διακοσμητικό και στην καλύτερη περίπτωση ως ιερό τέρας. Ποτέ ισότιμο πολίτη. Βεβαίως πλέον όλοι οι πολίτες αντιμετωπίζονται ως σκουπίδια. Αυτό που μου λείπει από το εξωτερικό είναι ο ακομπλεξάριστος καλλιτεχνικός διάλογος με τους δημιουργούς αλλά και οι πολλαπλές επιρροές που μπορεί να λειτουργήσουν σαν έμπνευση από τις άπειρες και ποικιλότροπες παραστάσεις, εκθέσεις, συναυλίες, ακαδημαϊκά προγράμματα κλπ που συναντά κάποιος στο εξωτερικό.
Το ελληνικό Θέατρο, μετά την πανδημία, την αδράνεια, το Me Too και τις προϋπάρχουσες ιδιαιτερότητές του, πώς πορεύεται από εδώ και πέρα; Πώς το βιώνετε εσείς;
Νομίζω ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες μετά τις εργασιακές διεκδικήσεις, τον εξοβελισμό των κακοποιητικών συμπεριφορών, την έμπρακτη αποκαθήλωση της πατριαρχίας. Ελοχεύει πάντα βέβαια ο κίνδυνος να γίνει το θέατρο μόνο “πολιτικά ορθό” και πιστεύω ότι κανείς μας δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο…
Info | Με νύχια και με δόντια του Θόρτον Ουάιλντερ, σε σκηνοθεσία Σοφίας Μαραθάκη, στο Θέατρο Νέου Κόσμου. Εισιτήρια στο Viva.gr
*Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφιδάς