Στην τηλεφωνική μας επικοινωνία, η Χριστίνα Αθανασιάδου, Αναπληρώτρια  Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας, μου έκανε την ερώτηση στην οποία θα βασιζόταν και η εισαγωγή της συνέντευξής μας. «Πώς έφτασες σε εμένα;». Η αλήθεια είναι πως το όνομά της μαζί με τη «φεμινιστική ψυχολογία» ως ολόκληρο κλάδο, μπήκαν στη γνωσιακή μου σφαίρα ταυτόχρονα. Μια επαφή μου στο Facebook, σε μια μακροσκελή ανάρτηση, δήλωνε ευγνώμων που είχε την τιμή να παρακολουθήσει μια ομιλία της σε ένα Συνέδριο Ψυχολογίας, μαθαίνοντας όλο και περισσότερα για τον κλάδο της Φεμινιστικής Ψυχολογίας. 
 
Τι είναι η Φεμινιστική Ψυχολογία; Γιατί δεν ξέραμε πως υφίσταται; Πόσοι θεραπευτές τη διαδάσκονται; Πόσοι την ακολουθούν; Από αυτούς πόσοι την ακολουθούν σωστά, χωρίς να χαραμίζεται η γυναικεία ταυτότητα στην πορεία της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου που ακολουθούν; Αφού υπάρχει μια μέθοδος στην Ψυχολογία τόσο στοχευμένη στην έμφυλη ανισότητα και με στόχο την ενδυνάμωση του γυναικείου φύλου, γιατί συνειδητοποιούμε καθημερινά πως από τις γυναίκες που μοιραζόμαστε τραπέζια μαζί τους, μέχρι εκείνες που καταλήγουν σε αστυνομικά τμήματα και δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά τους, έχοντας επιβιώσει από ένα ακόμα επεισόδιο ενδοοικογενειακής βίας, όλες έχουν υπάρξει θύματα αδυναμίας αντίληψης των αναγκών τους με βάση το φύλο τους; Αλήθεια, η ψυχολογία τις αδικεί ως και σήμερα; Λες και δεν πέρασε μια μέρα από τότε που έφευγαν από καναπέδες θεραπευτών με το ταμπελάκι της «υστερίας» να κρέμεται από το σακάκι τους; 
 
Η Χριστίνα Αθανασιάδου απαντά σε αυτά τα ερωτήματα, καθώς και στο κατά πόσο ο φεμινισμός, στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, κινδυνεύει να αποκοπεί από τον ίδιο του τον πυρήνα. 
 
Τι ακριβώς είναι η φεμινιστική ψυχολογία; Πόσα χρόνια τη διδάσκεις; Τι σε προσέλκυσε σε αυτό το πεδίο;
 
Η Φεμινιστική Ψυχολογία αποτελεί μια εναλλακτική και ταυτόχρονα κριτική προσέγγιση στην επιστήμη της Ψυχολογίας που θέτει στο επίκεντρο της ψυχολογικής έρευνας, της θεωρίας και της πρακτικής την έμφυλη γυναικεία ταυτότητα και εμπειρία. Πρόκειται για μια προσέγγιση που αναγνωρίζει, επίσης, τη σημασία των κοινωνικών δομών και διαδικασιών και κυρίως τις σχέσεις ισχύος και ανισότητας ανάμεσα στα φύλα, με ό,τι αυτές συνεπάγονται για την ψυχική ευζωία των γυναικών και των έμφυλων μειονοτήτων γενικότερα. Ταυτόχρονα, έχει ασκήσει κριτική σε παραδοσιακές ψυχολογικές θεωρίες και πρακτικές, οι οποίες για πολλά χρόνια περιθωριοποίησαν τις γυναίκες και την εμπειρία τους, συγκρίνοντάς τις μονίμως με ένα ανδρικό πρότυπο.   
Αυτή είναι η τέταρτη χρονιά που διδάσκω το μάθημα «Φεμινιστική Ψυχολογία» στο Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ., ενώ παλαιότερα, για τέσσερα χρόνια επίσης, δίδασκα ένα παρεμφερές μάθημα, με τίτλο «Συμβουλευτική Γυναικών». Το ενδιαφέρον μου για την φεμινιστική ψυχολογική έρευνα ξεκίνησε από τα χρόνια της διδακτορικής μου διατριβής, υπό την επίβλεψη της Ομότιμης πλέον Καθηγήτριας του Τμήματος Ψυχολογίας, κ. Βασιλικής Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, καθώς ασχολήθηκα ερευνητικά με την συμφιλίωση εργασίας και οικογένειας πτυχιούχων γυναικών. Έτσι, ήρθα σε επαφή με ένα πρωτόγνωρο για μένα τότε ακαδημαϊκό πλαίσιο, στο οποίο συμμετείχαν πολλές φεμινίστριες ερευνήτριες από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως την Μ. Βρετανία, και το οποίο όχι μόνον με ενθουσίασε, αλλά μου άνοιξε και πολλούς ορίζοντες επιστημονικά. Έκτοτε, δεν έχω σταματήσει να ασχολούμαι ερευνητικά με θέματα έμφυλων ταυτοτήτων, ισότητας φύλων και, τα τελευταία χρόνια, με θέματα έμφυλης ενδοοικογενειακής βίας. 
 
Η λέξη «φεμινισμός» δεν τρομάζει μόνον τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά την κοινωνία γενικότερα.
 
Στην τηλεφωνική μας επικοινωνία ανέφερες πως συχνά αποφεύγεται ο όρος “φεμινιστική ψυχολογία”, για να μην παραπέμπει στην πολιτική διάσταση της λέξης. Τελικά, κατά πόσο φωτίζεται η πολιτική χροιά του φεμινισμού στη συγκεκριμένη προσέγγιση της Ψυχολογίας;
 
Η πολιτική διάσταση είναι δεδομένη όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «φεμινισμός». Αντίστοιχα, ο όρος «Φεμινιστική Ψυχολογία» παραπέμπει σε συγκεκριμένες ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις και αξίες, καθώς επικεντρώνεται μεταξύ άλλων στις άνισες σχέσεις ισχύος ανάμεσα στα φύλα, στην υποδεέστερη θέση των γυναικών και άλλων θηλυκοτήτων, ενώ επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή, με στόχο την ισότητα ανάμεσα στα φύλα. Εξαιτίας των παραπάνω, ο όρος συχνά αποφεύγεται, ειδικά σε συνδυασμό με την επιστήμη της Ψυχολογίας, καθώς πρόκειται για δύο ασύμβατες φαινομενικά έννοιες. Ωστόσο, κατά την άποψή μου, αυτό αποτελεί μια πλάνη, καθώς οποιαδήποτε ψυχολογική θεωρία ενέχει αξιώματα και παραδοχές που μπορεί να «χρωματίσουν» ανάλογα την υποτιθέμενα ουδέτερη και αντικειμενική σκοπιά μιας επιστημονικής πρακτικής. 
 
“Τρομάζει” η λέξη φεμινισμός μέχρι και τον ίδιο τον ακαδημαϊκό χώρο;
 
Η λέξη «φεμινισμός» δεν τρομάζει μόνον τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά την κοινωνία γενικότερα. Κατ’ αρχάς, πρόκειται για ένα πολιτικό μεταρρυθμιστικό κίνημα που είχε επιτυχία και κατάφερε σημαντικές «νίκες» υπέρ των γυναικών. Επομένως, πάντα υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν αντιστάσεις, τόσο απέναντι στην ταμπέλα «φεμινισμός» όσο και στις επιδιώξεις του κινήματος, ειδικά σήμερα που έχουν επανέλθει στο προσκήνιο τέτοιου είδους ζητήματα με αφορμή τα πολύ δυσάρεστα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, έμφυλης βίας και γυναικοκτονιών. 
 
 
Με ποιους τρόπους η Ψυχολογία, ως επιστήμη και ως θεραπευτική μέθοδος, αδικεί της θηλυκότητες ως και σήμερα;
 
Για πολλά χρόνια, η επιστήμη της Ψυχολογίας υποτίμησε τον γυναικείο πληθυσμό με πολλούς τρόπους. Πρώτα από όλα, αρκετές (κλασικές) ψυχολογικές θεωρίες αναπτύχθηκαν χωρίς επαρκή (τουλάχιστον) ερευνητική τεκμηρίωση, ενώ οι άνδρες συγγραφείς των παραπάνω θεωριών, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά των γυναικών, αγνόησαν εντελώς την επιρροή του κοινωνικού πλαισίου και των έμφυλων κοινωνικών ρόλων και προσδοκιών (αντ’ αυτού, βασίστηκαν αποκλειστικά στη φυσιολογία και τη γυναικεία βιολογία). Έτσι, πολλές γυναίκες ερευνήτριες, εκ των υστέρων, άσκησαν κριτική τόσο σε ερευνητικές διαδικασίες και μεθόδους (οι οποίες είτε «απέκλεισαν» τις γυναίκες από ερευνητικά δείγματα είτε «διαστρέβλωσαν» την εμπειρία τους, συγκρίνοντάς την με αυτήν των ανδρών) όσο και σε θεωρίες οι οποίες επικύρωναν σεξιστικές προκαταλήψεις ενάντια στις γυναίκες. 
 
Οι ενστάσεις και διαμαρτυρίες των φεμινιστριών (ακαδημαϊκών, ψυχολόγων, κ.α.) ενάντια στην περιθωριοποίηση και την παθολογικοποίηση των γυναικών εξακολουθούν ακόμη και σήμερα. Παρά τις αντιδράσεις τους, η αδικία και η υποτίμηση συνεχίζεται με αβάσιμα και αμφιλεγόμενα ιατρικά δεδομένα που «κατασκευάζουν» ουσιαστικά υποτιθέμενες διαταραχές και ασθένειες, οι οποίες περιθωριοποιούν εμμέσως τις γυναίκες και τις οδηγούν φυσικά σε κατανάλωση ψυχοτρόπων φαρμάκων (βλ. για παράδειγμα την φεμινιστική κριτική απέναντι στην τελευταία αναθεώρηση του Διαγνωστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-5). 
 
Η φεμινιστική ψυχολογία ακούγεται ως μια πολύ χρήσιμη μέθοδος τόσο για την προσέγγιση όσο και την ψυχολογική θεραπεία και στήριξη θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Χρησιμοποιείται από τους ειδικούς φορείς;
 
Πράγματι, θα έλεγα ότι είναι όχι μόνον χρήσιμη, αλλά η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για την αντιμετώπιση και υποστήριξη των γυναικών που έχουν επιζήσει περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Γνωρίζω ότι ακολουθείται μια συμβουλευτική με την οπτική του φύλου από τα στελέχη των Συμβουλευτικών Κέντρων για τη βία κατά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και τις επαγγελματίες που στελεχώνουν τους ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών. Μάλιστα, η επιμόρφωση των συγκεκριμένων στελεχών σε αυτού του είδους τη συμβουλευτική είχε γίνει στο πλαίσιο ειδικού επιμορφωτικού προγράμματος, που είχε αναλάβει το Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. υπό την επιστημονική ευθύνη της κ. Β. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή από το 2012 έως το 2015, στο οποίο και συμμετείχα. Να σας πω επίσης, ότι το πρόγραμμα εκείνο αφορούσε όχι μόνον στην εκπαίδευση των στελεχών αλλά και στη συνεχή εποπτεία τους κατά την υποστήριξη περιστατικών έμφυλης βίας.  
 
Θεωρείς ότι γίνεται το καλύτερο δυνατό, από άποψη κατανόησης και ψυχολογικής υποστήριξης, σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά των γυναικών;
 
Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει σημαντικά βήματα στην χώρα μας για την ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση στελεχών όλων των αρμόδιων αρχών (αστυνομία, δικαστικό σώμα, κοινωνικές υπηρεσίες, κ.α.) σχετικά με την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, με αφορμή και τα αυξανόμενα περιστατικά συντροφικής βίας κατά των γυναικών, των γυναικοκτονιών, αλλά και τις περιπτώσεις κακοποίησης ανηλίκων που δημοσιοποιήθηκαν. Άλλωστε, πολύ πρόσφατα (στις 2-11-2022) ανακοινώθηκε και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης της Ελληνικής Αστυνομίας που περιλαμβάνει τη σύσταση ειδικών γραφείων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και την προστασία των ανηλίκων. Ωστόσο, θεωρώ ότι υπάρχουν σε όλους αυτούς τους τομείς περιθώρια βελτίωσης και μια ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης και εποπτείας, έτσι ώστε όλες οι αρμόδιες αρχές και οι σχετικοί φορείς να βρίσκονται σε ετοιμότητα. 
 
Από κει και πέρα, το φαινόμενο της έμφυλης βίας δεν αφορά σε συγκεκριμένα άτομα (π.χ., βίαιους άνδρες) και φορείς (π.χ., αστυνομία), αλλά πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο που έχει να κάνει με την ανισότητα που επικρατεί ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με τις έμφυλες σχέσεις ισχύος και την υποδεέστερη θέση των γυναικών, αλλά και μια κουλτούρα βίας που αναπαράγει την υψηλή επιδημιολογική εικόνα του φαινομένου. Αν δεν αλλάξουν όλα αυτά, σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτισμικό, δεν θα σταματήσουν και τα περιστατικά έμφυλης βίας. 
 
Αλήθεια, κατά πόσο η έμφυλη ανισότητα, σε κοινωνικό επίπεδο, μαζί με τις έμφυλες απαιτήσεις, απασχολούν τις σύγχρονες θεραπευόμενες; Έρχονται με τέτοια αιτήματα σε γραφεία ψυχολόγων οι γυναίκες του 2022; Τα μεταβολίζουν ως ζητήματα που χρειάζονται λύση ή η πατριαρχία μάς κρατά ακόμα σε καταστολή;
 
Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω βάσει επίσημων (στατιστικών) στοιχείων. Από την εμπειρία μου, ωστόσο, θα έλεγα ότι οι περισσότερες γυναίκες, ενώ ουσιαστικά βιώνουν δυσκολίες και συγκρούσεις που έχουν να κάνουν με την έμφυλη ταυτότητα, τους έμφυλους ρόλους, τις έμφυλες σχέσεις, την υποδεέστερη κοινωνικά θέση τους, κοκ. δεν ονοματίζουν συνήθως τα προβλήματα ως τέτοια. Αυτό που με προβληματίζει είναι η στάση των θεραπευτών/τριών απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Αν, δηλαδή, τα εντάσσουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο και τα συζητούν κάτω από αυτό το πρίσμα, αν βοηθούν τις γυναίκες να αναγνωρίσουν μια κατάσταση και να μην επιρρίπτουν συνεχώς ευθύνες στον εαυτό τους, αν τις ενδυναμώνουν, αν αποδέχονται την εμπειρία τους, αν αναγνωρίζουν τις δικές τους προκαταλήψεις και στερεότυπα – εν ολίγοις, αν έχουν την εκπαίδευση να κάνουν όλα τα παραπάνω. 
 
Δίνει χώρο αυτή η προσέγγιση σε όλες τις ταυτότητες φύλου, που περιθωριοποιούνται συστηματικά; Όπως ΛΟΑΤΚΙ άτομα, τρανς γυναίκες, κτλ;
 
Θα έλεγα πως υπάρχει τόσο η διάθεση όσο και το θεωρητικό πλαίσιο για την υποστήριξη ατόμων που ανήκουν σε έμφυλες και σεξουαλικές μειονότητες. Άλλωστε, πολλά από τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είναι αντίστοιχα με εκείνα των γυναικών και έχουν να κάνουν με τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις που υφίστανται, την περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό τους, τόσο στην κοινωνία όσο και ειδικότερα στην ψυχολογική θεωρία και πρακτική. Άλλωστε, η κατηγορία «γυναίκα» δεν είναι μία και ενιαία – αντίθετα, υπάρχουν πολλές διασταυρούμενες ταυτότητες σε σχέση με το φύλο, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ηλικία, η εθνικότητα, το κοινωνικο-μορφωτικό επίπεδο, ταυτότητες οι οποίες σήμερα λαμβάνονται υπόψη στην θεραπευτική (και όχι μόνον) αντιμετώπιση των έμφυλων ζητημάτων. Να σημειώσω, επίσης, το παράδειγμα του Κλάδου της Ψυχολογίας των Γυναικών (Society for the Psychology of Women) της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας (American Psychological Association), στο πλαίσιο του οποίου ο όρος women αντικαταστάθηκε από τον όρο womxn για να δηλώσει ακριβώς τη διάθεση συμπερίληψης και άλλων έμφυλων ταυτοτήτων.
 
Θα έλεγα ότι τα ζητήματα φύλου αφορούν εξίσου και τους άνδρες και δεν αποτελούν αποκλειστικά γυναικείο ζήτημα, όπως λανθασμένα επικρατεί αυτή η αντίληψη.
 
Η φεμινιστική ψυχολογία είναι χρήσιμη για τους άνδρες;
 
Εννοείται πως η φεμινιστική οπτική στη συμβουλευτική είναι χρήσιμη για τους άνδρες, είτε πρόκειται για πελάτες τέτοιου είδους υπηρεσιών είτε για θεραπευτές. Ως πελάτες, μπορούν κάλλιστα να επιλύσουν προβλήματα που απορρέουν από μια «τοξική» ανδρική ταυτότητα,  να βελτιώσουν την έκφραση των συναισθημάτων τους, τις σχέσεις τους με «σημαντικούς άλλους», και πολλά άλλα. Ως θεραπευτές είναι ευπρόσδεκτοι, εφόσον ασπάζονται κοινές φεμινιστικές αξίες, όπως η έννοια της έμφυλης ισότητας, είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν έμφυλα στερεότυπα και να συνεργαστούν με τις γυναίκες για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Θα έλεγα ότι τα ζητήματα φύλου αφορούν εξίσου και τους άνδρες και δεν αποτελούν αποκλειστικά γυναικείο ζήτημα, όπως λανθασμένα επικρατεί αυτή η αντίληψη. Θα σας παραπέμψω σε μια ομιλία στο TEDX του Jackson Katz, ενός κοινωνικού επιστήμονα και συγγραφέα που μάχεται τον σεξισμό, κατά την οποία εξηγεί πολύ καλά πώς η βία ενάντια στις γυναίκες αποτελεί εξίσου ανδρικό ζήτημα 
 
Παρατηρείς πως η ψυχοθεραπεία έχει αρχίσει να αντιμετωπίζεται ως “μόδα”; το ίδιο και ο φεμινισμός; Το θεωρείς επικίνδυνο; Θεωρείς ότι είμαστε κοντά σε ένα σημείο που ο φεμινισμός και η Ψυχολογία, εργαλειοποιούνται για λάθος λόγους, με κίνδυνο τόσο να “απομακρυνθούν” από την πυρήνα τους όσο και να χάσουν το πραγματικό νόημά τους;
 
Δεν ξέρω αν πρόκειται για μόδα, αλλά η ψυχοθεραπεία είναι πλέον δημοφιλής και στην χώρα μας και φαίνεται ότι έχουν εκλείψει πολλά ταμπού, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις. Το αναφέρω ως θετικό στοιχείο, με την έννοια ότι πολλοί άνθρωποι αναζητούν πλέον τέτοιου είδους υπηρεσίες για να επουλώσουν ψυχικά τραύματα, να αναζητήσουν νόημα στη ζωή ή να βελτιώσουν την ψυχική τους ευζωία και τις σχέσεις τους. Άλλωστε, τα χρόνια της πανδημίας και του εγκλεισμού έχουν επιδεινώσει τα προβλήματα και έχουν αυξήσει τις ανάγκες συμβουλευτικής υποστήριξης των ατόμων. 
 
Από την άλλη πλευρά, σε σχέση με τον φεμινισμό, αυτό που έχει παρατηρηθεί στο εξωτερικό κυρίως (π.χ., στις Η.Π.Α.) είναι μια εμπορευματοποίηση της συγκεκριμένης ταυτότητας (μετά και από το κίνημα #metoo) από διασημότητες του Instagram και των social media, κυρίως προς ίδιον όφελος. Με άλλα λόγια, αυτού του είδους η προβολή και δημοφιλία του φεμινισμού από προβεβλημένες γυναίκες εντός ενός πατριαρχικού συστήματος, οι οποίες «υπερασπίζονται» για παράδειγμα την γυναικεία απελευθέρωση με γυμνές selfies, μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι. Επικίνδυνο δεν θεωρώ ότι είναι, σίγουρα όμως δεν είναι το αληθινό πρόσωπο του φεμινισμού, ούτε τέτοιες δράσεις ταυτίζονται με τους ουσιαστικούς στόχους του. Ακόμη και αυτή η μαζική αλληλεγγύη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με διάφορα γυναικεία ή άλλα φεμινιστικού χαρακτήρα θέματα, προσωπικά με βρίσκει κάπως «συγκρατημένη», διότι μοιάζει τελείως αποκομμένη από τις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του κινήματος. Αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι το φεμινιστικό κίνημα διανύει πλέον το 4ο κύμα του, βασικό εργαλείο του οποίου αποτελούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία προφανώς και έχουν συμβάλει στην διάχυση της φεμινιστικής ιδεολογίας. 
 
Σε κάθε περίπτωση, θέλοντας να κλείσω με ένα θετικό μήνυμα: αυτά τα τέσσερα χρόνια που διδάσκω το μάθημα σε νέες και νέους, φοιτήτριες και φοιτητές, διαπιστώνω πως υπάρχει μια συνεχής εξέλιξη, καθώς παρατηρώ ένα ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον εκ μέρους τους και μια πιο ολοκληρωμένη συνειδητοποίηση διαφόρων ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τις έμφυλες ταυτότητες και τις έμφυλες σχέσεις, γεγονός που με χαροποιεί ιδιαίτερα.  
– – – – – 
Χριστίνα Αθανασιάδου
Αναπληρώτρια  Καθηγήτρια Συμβουλευτικής Ψυχολογίας
E-mail: cathan@psy.auth.gr