Η Αθήνα κατά τη διάρκεια του κινηματογραφικού φεστιβάλ “Νύχτες Πρεμιέρας” μεταμορφώνεται. Ανεπαίσθητα για τους περισσότερους, αισθητά για τους μύστες του Φεστιβάλ. Μια συνηθισμένη Τετάρτη που κάθεσαι έξω σε ένα μπαράκι στο δρόμο της Φειδίου δεν συζητάς για τον καιρό που φωνάζει “ζακέτα να πάρεις” αλλά για την ζωή της Πατρίσια Χάισμιθ και τους λεσβιακούς έρωτες της με την σκηνοθέτιδα του ντοκιμαντέρ “Loving Highsmith”. Η Ελβετίδα Εύα Βιτία μίλησε με πρώην ερωμένες της συγγραφέως, φίλους και συγγενείς για τις διάφορες ταμπέλες που επινόησε είτε η ίδια είτε της επιβλήθηκαν από τον Τύπο και την κοινωνία επειδή επέλεξε να κρυφτεί σε διπλές ταυτότητες.

Απέναντι μου κάθεται η Εύα Βιτία. Μου λέει ότι διαβάζοντας το κρυφό ημερολόγιο της Πατρίσια Χαίσμιθ  ένιωσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση που αποφάσισε να κάνει το ντοκιμαντέρ και να ξεκλειδώσει σε μαζικό κοινό την προσωπικότητα μιας γυναίκας που είχε αδικηθεί με τις εύκολες ταμπέλες της “απόμακρης και μοναχικής γυναίκας”. “Δεν σημαίνει”, μου τονίζει, “ότι ήταν ένας εύκολος άνθρωπος. Αλλά, ήταν μια ζωντανή γυναίκα που ερωτευόταν πάρα πολύ συχνά με άλλες γυναίκες, που πήγαινε σε κλαμπ, που φλέρταρε, που ζούσε με άλλες γυναίκες στο ίδιο σπίτι. Και δεν ήταν εύκολο για κανέναν εκείνο το διάστημα να δεχτεί αυτή την λεσβιακή της ταυτότητα. Ούτε για τον εκδοτικό της οίκο και την οικογένεια της, αλλά πολύ περισσότερο για εκείνη”. Αυτό το ντοκιμαντέρ είναι μια ωδή στη ρομαντική φύση μιας γυναίκας που δεν δέχτηκε ποτέ τον όρο crime writer.

Την ρωτάω γιατί επέλεξε να πει την ιστορία αυτή τώρα (ξέροντας ήδη την απάντηση). Μου λέει ότι τώρα μπορεί κανείς να μιλήσει ανοιχτά για τις κουίρ ταυτότητες. “Δεν θα μπορούσαν εύκολα οι γυναίκες που συμφώνησαν να μιλήσουν στην κάμερα μερικά χρόνια πριν να το κάνουν. Γιατί αλλάζει η κοινωνία μας και είναι έτοιμη να φανερώσει όσα κρατούσε κρυμμένα με ευλάβεια. Γιατί δεν ήταν ένα πρόσωπο που δεν μπορούσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί η Πατρίσια Χάισμιθ. Τουναντίον. Αναζητούσε συνεχώς την αγάπη. Απλά ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει αθόρυβα. Δεν θα ρωτούσε ποτέ κανείς έναν άνδρα συγγραφέα γιατί δεν έχει παντρευτεί. Εκείνη την ρωτούσαν αλλά δεν μπορούσε να πει ότι είναι λεσβία”  λέει η Εύα Βιτία.

Όταν η Χάισμιθ πέθανε το 1995 σε ηλικία 74 ετών, άφησε πίσω της τα βιβλία της («Ξένοι στο Τρένο», «Η Τιμή του Αλατιού» με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν. Από τα πρώτα λεσβιακά μυθιστορήματα με ευτυχισμένο τέλος. Δεν επέτρεψε να συνδεθεί το όνομά της με αυτό το βιβλίο, μέχρι αρκετά αργά στη ζωή της, πιθανότατα επειδή είχε χρησιμοποιήσει πολλά στοιχεία από την προσωπική της ζωή στην συγγραφή του. «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» «Το Παιχνίδι Του Ρίπλεϊ» είναι τα πιο γνωστά, κυρίως από τις κινηματογραφικές τους μεταφορές).

Άφησε όμως και τα σημειωματάρια της, τα ημερολόγια της. Τις λέξεις που κρατούσε μακριά από το κοινό της. Οι αναμνήσεις των πρώην συντρόφων της φανερώνουν μια γυναίκα που δεν έδωσε την καρδιά της ανοιχτόκαρδα σε καμία. Κουβαλούσε πολλές ματαιώσεις από τη μητέρα της (όπως μαθαίνουμε στο ντοκιμαντέρ σχεδόν της επέβαλαν θεραπεία μεταστροφής και την έπεισαν ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένα ψυχολογικό ελάττωμα που μπορούσε να διορθωθεί.). Η επιθυμία της να απαγκιστρωθεί από την συντηρητική οικογένεια της την οδήγησε σε πολλά σημεία του κόσμου. Στο ντοκιμαντέρ την βλέπουμε σε χώρες όπως η Αγγλία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ελβετία, όπου και τελικά πέθανε. Η ομοφυλοφιλία ήταν αόρατη για τους περισσότερους Αμερικανούς εκείνη την εποχή.

Ήταν περισσότερο ντροπαλή παρά απόμακρη μου λέει η σκηνοθέτης. “Δεν της άρεσαν οι ταμπέλες. Βασικά μισούσε τις ταμπέλες κι οτιδήποτε θα την έβαζε σε μια μόνο κατηγορία” αναφέρει. Μου λέει ότι μετά τις προβολές του ντοκιμαντέρ σε διάφορα φεστιβάλ έρχονται γυναίκες κλαίγοντας και της εκμυστηρεύονται ότι τους άγγιξε προσωπικά η ιστορία της Χάισμιθ. “Ξέρεις κάτι. Ναι, βίωσε μεγάλη δυστυχία η Πατρίσια Χάισμιθ. Αλλά, πέρασε και καλά, διασκέδασε σε μυστικά κλαμπ που δεν είχαν πρόσβαση οι πολλοί, ήταν μέλος μιας κοινότητας γυναικών που μοιραζόντουσαν πολλά μυστικά. Κι αυτό ήταν διασκεδαστικό” επιμένει η δημιουργός του.

Τι θέλει να πει στο κοινό το “Loving Highsmith”; “Θέλω να γοητευτούν από τις ταυτότητες που έγραψε και επινόησε, τόσο για τους άλλους όσο και για την ίδια. Και να διαβάσουν τα βιβλία της ξανά. Γνωρίζοντας λίγα περισσότερα για τη γυναίκα που έγραψε αυτές τις ιστορίες. Συνειδητοποιημένα”. Προσωπικά, όταν τελείωσε το ντοκιμαντέρ, ένιωσα θαυμασμό για τη γυναίκα με τη δολοφονική φαντασία, το μεγάλο ταλέντο να σαγηνεύει γυναίκες και την σεξουαλική όρεξη να ζήσει όπως ήθελε τη ζωή της.