Κάποιοι άνθρωποι δεν “πεθαίνουν ποτέ”. Η Μάρθα Καραγιάννη, το αιώνιο κορίτσι με το ζωηρό ταπεραμέντο, το λάγνο βλέμμα και το κορμί ενός sex symbol μιας εποχής πουριτανικής που βλέπουμε στις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη, υπήρξε και θα παραμείνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Ήταν η απεικόνιση της μπριόζας γυναίκας, έπαιζε τα κορίτσια λαϊκής καταγωγής και για πολλούς οι ρόλοι της έκλεβαν την παράσταση από τις πρωταγωνίστριες. Είχε τσαγανό που διαπερνούσε την οθόνη. Ήταν μια ντίβα. Μια ντίβα που κατάφερε να πετύχει το ακατόρθωτο. Να προσπερνάς την εκρηκτική ομορφιά της και να αισθάνεσαι μια απίστευτη οικειότητα και ταύτισή μαζί της. Κι αυτό είναι ταλέντο. Και το κοινό την λάτρεψε. 

Ήταν η μελαχρινή Ελληνίδα ηθοποιός ανάμεσα σε μια λαοθάλασσα ξανθιών ειδώλων και η ποντιακή καταγωγή της δεν της επέτρεπε να νιώσει ανασφάλεια. Ήξερε να μαγνητίζει το κοινό χωρίς να βασίζεται στην εξωτερική της εμφάνιση. Ήξερε ότι αν κατάφερε να κάνει το κοινό να γελάσει θα το κατακτούσε για πάντα. Αν την έχετε δει να τραγουδάει το «Άπονε» καταλαβαίνετε γιατί. “Ήθελα να πάψω να είμαι όμορφη για να μπορέσω να πάρω άλλους ρόλους που ξέφευγαν από αυτό το στενό πλαίσιο” έλεγε στις συνεντεύξεις της, συνειδητοποιημένη ότι η ομορφιά είναι κάτι που ξεθωριάζει. Κι ας ενσάρκωνε το απόλυτο θηλυκό.Η Μάρθα Καραγιάννη αποτέλεσε για μια γενιά αντρών το απόλυτο sex symbol. 

Η Μάρθα Καραγιάννη ήταν χορεύτρια. Από τα οκτώ της χρόνια έκανε χορό. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κερατσίνι και δεν υποδύθηκε το λαϊκό κορίτσι, ήταν ένα, κόρη της Δόμνας από το Αζερμπαϊτζάν και του ταξιτζή Χαρίλαου από το Αικατερινοντάρ. Ποντιακής καταγωγής αμφότεροι. 17 ετών, ούτε καν ενήλικη ξεκίνησε την κινηματογραφική της πορεία σε ταινία της Φίνος Φιλμ (Η άγνωστος”, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, υποδυόταν την αρραβωνιαστικιά του ινδάλματός της, του Αλέκου Αλεξανδράκη, από τον οποίο ζήτησε αυτόγραφο και το τηλέφωνο του σπιτιού του).

Αλλά ήταν πλασμένη για τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Κι ας του είχε πει «θέλεις να με καταστρέψεις» και μαλώσανε άσχημα όταν της έγραψε τους κωμικούς ρόλους της ερωτευμένης χαζούλας με τον Κώστα Βουτσά. Ήταν πλασμένη για να αλλάζει περούκες και μπικίνι στις ελληνικές ταινίες. Έπαιξε σε πάνω από 50 και στοιχηματίζω ότι τις έχουμε δει όλες.

 Η προσωπική ζωή έδωσε τροφή σε πολλά περιοδικά της εποχής. Ο γάμος και οι σχέσεις της έγιναν εξώφυλλα. Στα 21 της παντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή Μίμη Στεφανάκο. Χώρισαν μετά από μια αποβολή που επηρέασε το γάμο τους. Σε μια βραδινή της έξοδο γνώρισε τον ποδοσφαιριστή Βασίλη Κωνσταντίνου. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν της το συγχώρησαν εύκολα. Της το συγχώρησαν όμως. Έτσι συμβαίνει με τους μύθους.

Σε πιο ώριμη ηλικία αποτραβήχτηκε από την κοσμική ζωή και τα κέντρα. Γύριζε τον κόσμο και αναζητούσε την πνευματικότητα. Οι νεότεροι την είδαν στην ιδιωτική τηλεόραση στα σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης», «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Safe Sex». Έχοντας κάνει τον απολογισμό της ζωής της στην αυτοβιογραφία της «Ο έρωτας, μωρό μου, είναι γλέντι» (εκδ. Άγκυρα) έγραψε ότι χόρτασε ζωή.

Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και είχε κλονιστεί η υγεία της. Η σπουδαία ηθοποιός άφησε την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 82 ετών, το μεσημέρι της Κυριακής στις 12:50. Εμείς θα την θυμόμαστε πάντα ως μια από τις ωραιότερες και πιο ταλαντούχες γυναίκες που πέρασαν από τον ελληνικό κινηματογράφο. Μια γυναίκα που χόρτασε ζωή. Με τους δικούς της όρους.Μια “παντελονού”.