Το “Σελήνη, 66 Ερωτήσεις” είναι η πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία. Κι έχει ταξιδέψει πολύ. Έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου και προβολές στα Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης Νέας Υόρκης και Μόσχας (ένα χρόνο πριν την εισβολή στην Ουκρανία), συμμετείχε στο Curtas Vila do Conde, στην 29η πλέον έκδοσή του, είναι ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Πορτογαλίας.
Στην Ελλάδα πλέον προβάλλεται στο Cinobo, το καθηλωτικά προσωπικό και ατόφια συναισθηματικό φιλμ για μια κόρη κι έναν πατέρα, μακριά και κοντά την ίδια στιγμή. Πρωταγωνιστεί η Σοφία Κόκκαλη σε μια σαρωτική ερμηνεία που βραβεύτηκε -μεταξύ άλλων- και στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το Moon, 66 Questions (ο αγγλικός τίτλος της ταινίας) σηματοδοτεί την τρίτη συνεργασία της Λέντζου με την Κόκκαλη.
Στην συνέντευξή της στο Dazed and Confused λέει ότι δεν πιστεύει τεχνικά στο ελληνικό Weird Wave. «Θα ήθελα πολύ να είμαι μέρος ενός κύματος που φέρνει επανάσταση στον κινηματογράφο», λέει η 33χρονη σκηνοθέτης στο Dazed από το σπίτι της στην Αθήνα. «Αλλά, δυστυχώς, δεν υπάρχει κύμα. Πιστεύω στον κινηματογράφο του (Γιώργου) Λάνθιμου – αυτό είναι ξεχωριστό. Πιστεύω στον κινηματογράφο της (Αθηνάς Ραχήλ) Τσαγγάρη – αυτό είναι ξεχωριστό. Και ούτω καθεξής και ούτω καθεξής.”
Η υπόθεσή της ταινίας έχει ως εξής, έπειτα από χρόνια αποξένωσης, η Άρτεμις αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα για να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα της. Αντιμέτωπη με έναν κατά βάση άγνωστo και μια πρωτόγνωρη και δύσκολη συνθήκη θα προσπαθήσει να ανταπεξέλθει όσο καλύτερα μπορεί. Όταν τυχαία ανακαλύψει το καλά κρυμμένο μυστικό του πατέρα της όλα όσα θέλησε ποτέ να ρωτήσει θ’ απαντηθούν μεμιάς. Τα κομμάτια του παζλ της σχέσης τους θα μπουν στη θέση τους κι εκείνη θα μπορέσει να τον γνωρίσει και να τον αγαπήσει αληθινά για πρώτη φορά.
Μέρος της απογοήτευσης της Άρτεμης σχετίζεται με μια πατρίδα της οποίας οι κοινωνικές πεποιθήσεις επισημαίνονται στην ταινία . «Η Ελλάδα είναι, δυστυχώς, ακόμα ένας συντηρητικός τόπος», λέει η Λέντζου στη συνέντευξή της. «Πολλοί στενόμυαλοι άνθρωποι υπάρχουν εδώ με περίεργες ιδεολογίες. Δεν είναι ένα φιλικό μέρος αν είστε διαφορετικός. Αν ο Πάρης δεν ήταν Έλληνας που ανήκε σε αυτή την ελληνορθόδοξη, συντηρητική, μεσαία τάξη της οικογένειας, θα ήταν μάλλον ελεύθερος άνθρωπος. Ίσως δεν θα ήταν πατέρας. «Όλοι με ρωτούν για τη σχέση κόρης/πατέρα και την άρρητη αγάπη, αλλά η ταινία είναι για την πατριαρχία και την καταπίεση. Αυτό λέει η ταινία: αν δεν αποδεχτείς τον εαυτό σου, αρρωσταίνεις. Είσαι σε μια χώρα που δεν σε αφήνει να αποδεχτείς τον εαυτό σου».
Κερασάκι στην τούρτα της υπέροχης αυτής συνέντευξης το εξής κομμάτι. Την ρωτά o Νικ Τσεν για τη διαδικασία του να γυρίζεις μια ταινία στην Ελλάδα, αναφέροντας ότι ο Ρούμπεν Όστλουντ και ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ γύρισαν, αντίστοιχα, το «Τρίγωνο της Θλίψης» και τα «Εγκλήματα του Μέλλοντος» στην Ελλάδα; «Η κυβέρνησή μας έχει διευκολύνει και ευχάριστα τους κινηματογραφιστές να έρχονται στην Ελλάδα. Αλλά για τους Έλληνες κινηματογραφιστές, συνεχίζει να είναι τόσο δύσκολο όσο ήταν». Κρίμα.