Τρία εγκλήματα -μέσα σε όλα τα φριχτά που καταγράφει το υποσυνείδητό μας στο παράλληλο- άλλαξαν τον δημόσιο διάλογο για πάντα, σε μια χώρα που από το μεγάλο πάρτι της μέχρι το άδοξο τέλος του, κατάφεραν να φρενάρουν έναν ολόκληρο λαό και να του τρίψουν στη μούρη την αναποτελεσματικότητα της «κανονικότητάς» του.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου του Ζακ Κωστόπουλου και ο βιασμός και ο βίαιος θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη ανέδειξαν ποιοι είναι εκείνοι που δεν χωράνε σε μια κοινωνία που κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού της, με το καλοτιναγμένο χαλάκι με το “welcome” και το παστρικά καθαρισμένο τετραγωνικό μπροστά στην πόρτα της, βουλιάζει στον μικροαστικό μικρόκοσμό της, την κλειστοφοβία της εμμονής της να λέει καλημέρα σε όποιον της μοιάζει. Αποκλειστικά και ψυχαναγκαστικά. Οι γυναίκες, όσοι εναντιώνονται στον φασισμό και οι ΛΟΑΤΚΙ σκοτώνονται στις γειτονιές τους, στα νησιά που σπουδάζουν, έξω από κοσμηματοπωλεία και αυτό που μένει πίσω είναι οι μητέρες τους. Αυτές οι μάνες που ζητούν να μη μείνει ατιμώρητη η αλαζονική και δολοφονική κουτοπονηριά -πακέτο με τα καθαρισμένα από το αίμα πεζοδρόμια.
Είμαστε παιδιά αυτού του πλανήτη, μεγαλωμένα με την πεποίθηση και μάλλον τη γνώση, της ευχής ο κάθε θάνατος να γίνει με τη σειρά του. Να αντιμετωπίζουμε τις μάνες που χάνουν τα παιδιά τους ως πλάσματα που γνώρισαν την πραγματικότητα της τραγωδίας. Μπορούμε να κατηγορήσουμε την Παναγία και το αφήγημά της σε αυτό. Μπορούμε να κατηγορήσουμε τη μονοτονία του τρόπου με τον οποίο ιστορικά και βιολογικά κινείται ο άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη. Νιώθεις λίγος. Πολύ λίγος για να μιλήσεις για το μεγαλείο τριών γυναικών να βιώνουν το πένθος τους στη ριάλιτι αρένα των τηλεοπτικών δεκτών, στα δικαστήρια, σε εκείνους τους πνευματικά λίγους που μπόρεσαν μέσα στα χρόνια να ξεστομίσουν πως «κούρασαν». Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν κάπως too much τη Μάγδα Φύσσα. Τι ειρωνεία να βρίσκει το λίγο ζύγι να μετρήσει το «υπερβολικό».
Η Ελένη Κωστοπούλου, η Μάγδα Φύσσα και η Κούλα Τοπαλούδη, είναι τα ζωντανά σύμβολα των ενάρξεων τριών παράλληλων δημόσιων διαλόγων, που κι όμως, τέμνονται. Τα σύμβολα όσων δεν χωρούν σε μια κοινωνία που αρνείται να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να ζητήσει συγγνώμη από τα παιδιά της. Τις γυναίκες, τους ΛΟΑΤΚΙ, τους ακτιβιστές, τις φοιτήτριες, τις ερωτευμένες, τους αντιφασίστες που φάνταζαν παράτολμοι σε μια γειτονιά δέκα εκατομμυρίων δειλών. Είναι οι μητέρες μιας αμήχανης αφύπνισης. Του απότομου ξυπνήματος στον εφιάλτη που θεωρεί δεδομένο πως τις γυναίκες που λένε «όχι», η πατριαρχία τις θέλει πεταμένες στα βράχια. Πως οι φασίστες νομίζουν πως όποιος δεν είναι μαζί τους, πρέπει να βρεθεί μαχαιρωμένος από το μαχαίρι της αλαζονικής ιδέας τους πως είναι ανίκητοι, χωμένοι, για πάντα ατιμώρητοι. Πως οι γκέι, οι ακτιβιστές, οι drag queens θα δολοφονούνται στα πεζοδρόμια από νοικοκυραίους που μετά θα σπεύσουν να καθαρίσουν το πεζοδρόμιο από τα αίματα.
Σήμερα γιορτάζουν οι μητέρες, αλλά κυρίως αυτές οι τρεις μητέρες και όσες άλλες σηκώνουν πανομοιότυπα βάρη και πνίγουν τον θρήνο μέσα σε διαμερίσματα και καλά κρυμμένα σπίτια. Γιατί ποτέ δεν θα ξεχάσουμε πως η τιμωρία που εκείνες ζητούν θα πέσει σαν βάλσαμο πάνω στις πληγές που αφήνει η «κανονικότητα» που δολοφονεί, κρυφά και φανερά.