Η Ναταλία Swift αυτή την περίοδο μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο θέατρο και την παράσταση Killer Joe, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Στάνκογλου και τα γυρίσματα της μίνι σειράς Milky Way, του Βασίλη Κεκάτου. Μιλάω μαζί της λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη χιονόπτωση της κακοκαιρίας «Ελπίς». Μου εξηγεί πόσο δύσκολα βρήκε ένα μπαρ ανοιχτό εκείνες τις μέρες για να πιεί μια μπύρα, σε μια Αθήνα βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Μετά ανάβει τσιγάρο και σκέφτεται δυνατά πως είναι λίγο περίεργο το να λέει πως της άρεσαν οι χιονισμένες μέρες, όταν λίγα δευτερόλεπτα μετά το μυαλό της πάει σε άστεγους, αδέσποτα ζώα και εγκλωβισμένους οδηγούς στην Αττική Οδό. Τελικά οι τύψεις έχουν μια πορεία παράλληλη με τις ανοιχτές κοινωνικές κεραίες. 

Της ομολογώ πως το «Καρτ Ποστάλ» είναι η πρώτη ελληνική σειρά που είδα σε μια μέρα. Για εκείνη το «ναι» σε αυτή τη δουλειά ήταν αβίαστο. «Είπα εύκολα το ναι στο Καρτ Ποστάλ, γιατί εκτιμώ πολύ τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τη Μυρτώ Αλικάκη σαν ηθοποιούς. Όπως καταλαβαίνεις, η εμπειρία του να δουλέψω μαζί τους ήταν σημαντική. Με τον Γιώργο τον Παπαβασιλείου, που σκηνοθετούσε, έχουμε ξαναδουλέψει μαζί, στους 42 βαθμούς. Ήξερα τη δουλειά του, και εκείνον, αλλά και κόσμο από το συνεργείο, που εκτιμώ και αγαπώ πολύ. Ήταν μια ιδανική κατάσταση το Καρτ Ποστάλ. Οχτώ μέρες, στην Κρήτη, μες στην καραντίνα. Πέρασα πολύ ωραία. Έκανα και ένα από τα πιο feel-good επεισόδια της σειράς. Είχε πολύ γλύκα όλο αυτό».

Πέρα από γλύκα, ο ρόλος της στη σειρά εξέφρασε με πολύ άμεσο και ήπιο τρόπο όλα τα «πρέπει» και τις προστακτικές που δέχεται μια γυναίκα μετά τα 20κάτι. «Μέσα στην όλη του γλύκα και το “feel good” του πράγματος, θίγει ένα πολύ καίριο θέμα το επεισόδιο στο οποίο συμμετείχα. Αυτό του ‘πρέπει να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά, γιατί είσαι σε ηλικία γάμου, γιατί είσαι κορίτσι’, τονίζει. Της λέω πως ούσα στα 29, έχω ήδη αρχίσει να ακούω τέτοιου είδους προτροπές, που στοχεύουν σε κάποια πλύση εγκεφάλου. Μου εξηγεί πως τέτοιου είδους ατάκες είναι το φόρτε της γιαγιάς της. «Σε κάθε οικογενειακό τραπέζι πετάει το κλασικό «άντε και του χρόνου, να είμαστε περισσότεροι στο τραπέζι» και φτύνουμε όλοι μαζί τους κόρφους μας, χτυπάμε ξύλα, κουνιόμαστε από τη θέση μας», λέει γελώντας.

“Είμαστε η γενιά που έχει ξεχάσει την τηλεόραση”

Η ερώτηση για το αν είπε ναι ή όχι εύκολα στο Καρτ Ποστάλ, προκύπτει από ένα είδος δυσπιστίας στην ελληνική μυθοπλασία, το οποίο συμμερίζεται φυσικά και η ίδια ως εκπρόσωπος μιας ολόκληρης γενιάς ηθοποιών. Μού λέει πως η τελευταία αξιόλογη τηλεοπτική δουλειά που θυμάται, από όταν ήταν απλώς τηλεθεάτρια και όχι άτομο του χώρου, είναι «Το Νησί». Μήπως τελικά γίνονται μια χαρά παραγωγές, απλώς είμαστε η γενιά που πάτησε ένα μόνιμο off στην τηλεόραση;

«Είμαστε μια γενιά που την έχει ξεχάσει την τηλεόραση και για αυτόν τον λόγο δουλεύουν πολύ οι πλατφόρμες. Εγώ θα δω τηλεόραση, μόνο αν είναι να παρακολουθήσω τη δουλειά κάποιου φίλου ή αν έχω ακούσει για κάτι καλά λόγια. Θεωρώ, ωστόσο, πως δεν υπάρχει πια αυτό το παλιακό “φτάνω σπίτι, ανοίγω την τηλεόραση”. Εγώ σκέψου δεν έχω καν τηλεόραση. Δεν με νοιάζει να δω πού συνδέεται η κεραία, γιατί δεν πρόκειται να ασχοληθώ στην πραγματικότητα. Ό,τι θέλω να δω από ελληνική τηλεόραση, μπορώ να το βρω στο web tv, στο ΕΡΤfllix, σε μια πλατφόρμα και να το δω όποτε θέλω. Δεν δίνω ραντεβού με κάτι σε συγκεκριμένη ώρα». Συμφωνούμε ότι η  τηλεόραση πια πάει πακέτο με το HDMI και λειτουργεί σαν μια μεγαλύτερη οθόνη και τίποτα παραπάνω.

Η Ναταλία εμφανίζεται θεατρικά στο Killer Joe, όπου και υποδύεται τη Ντότι, την κόρη μιας «τρομερά δυσλειτουργικής οικογένειας», όπως τη χαρακτηρίζει. Ο πατέρας και ο αδερφός της τη δίνουν ως «ενέχυρο» σε έναν πληρωμένο δολοφόνο, τον Joe, ο οποίος προσλαμβάνεται για να σκοτώσει τη μητέρα και να πάρουν εκείνοι τα χρήματα από την ασφάλεια ζωής. Μέχρι να πληρωθεί ο δολοφόνος, η Ντότι είναι κτήμα του, ενώ μέχρι τότε ήταν «κτήμα» των αντρών της οικογένειάς της. «Η Ντότι είναι ένα πλάσμα εντελώς διαφορετικό από όλη την υπόλοιπη οικογένεια. Ακροβατεί κάπου ανάμεσα στο σύμπαν της οικογένειάς της και σε ένα δικό της σύμπαν. Έχει μια τρομερή αθωότητα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει μέσα της και εκείνη σκοτάδι. Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν γίνεται να μην επηρεαστείς. Ακόμα δεν έχει γεμίσει ολόκληρη από αυτό το σκοτάδι, όμως, και προσπαθεί ασυνείδητα να διαφυλάξει αυτή την αθωότητα. Την αγάπησα πάρα πολύ από την αρχή και αυτό με βοήθησε, μαζί με το γεγονός ότι μπορώ να την καταλάβω. Το γιατί κάνει όσα κάνει. Τους μηχανισμούς επιβίωσής της», αναφέρει.

Θεωρεί πως το έργο αυτό είναι εξαιρετικά επίκαιρο. «Η παράσταση έχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα κατά της πατριαρχίας και είναι πολύ λυτρωτικό το γεγονός ότι έξι φορές την εβδομάδα περνάμε αυτό το συγκεκριμένο μήνυμα. Κατ’εμέ, η Ντότι κακοποιείται περισσότερο από τον πατέρα και τον γιο που αποφασίζουν να την πουλήσουν, παρά από τον Joe που περιμένεις ότι είναι ο βασικός κακοποιητής της υπόθεσης. Η Ντότι ζει σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον από την πρώτη στιγμή της ζωής της», τονίζει. Η συζήτησή μας φτάνει στις συνεχόμενες ειδήσεις για γυναικοκτονίες και έμφυλη βία που μας βομβαρδίζουν ανησυχητικά συχνά. «Νιώθω ότι η αλληλεγγύη είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχουμε αυτή τη στιγμή», μου λέει, «και το γεγονός ότι κάθε μέρα ξυπνάμε και κάποια λείπει, δεν είναι κάτι το οποίο μπορούμε να αγνοήσουμε».

“Mου φαίνεται αδιανόητο ότι εγώ πρέπει να αναγκαστώ να σκληραγωγηθώ για να μπορώ να υπάρξω στο επάγγελμα που επέλεξα να κάνω”

Τη ρωτάω για το MeToo. Για το αν έχει αφαιρέσει τον φόβο από την εξίσωση «θέατρο», μιας και η ίδια θεωρεί πως δεν υπάρχει ηθοποιός που να μην έχει νιώσει φόβο, είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό. «Το MeToo άνοιξε έναν μεγάλο δρόμο στο να μπορούμε να μιλάμε για σεξουαλική παρενόχληση, κακοποίηση, σεξουαλική ή λεκτική, και για εργασιακά ζητήματα, γιατί και αυτό είναι πολύ σημαντικό ζήτημα. Είναι αναγκαίο το να μπορούμε πλέον να ζητάμε τα αυτονόητα και να μην αγχωνόμαστε ότι αυτό σημαίνει πως δεν θα ξαναδουλέψουμε ποτέ. Να μπορούμε να εκφράζουμε τη δυσαρέσκειά μας ανοιχτά για ζητήματα το πώς θα σου συμπεριφερθεί κάποιος κατά τη διάρκεια μιας ακρόασης, μιας πρόβας, για ζητήματα πληρωμών. Για αυτό το «έλα δούλεψε για την ψυχή της μανούλας σου, για να αποδείξεις πως είσαι καλλιτέχνης», που είναι πολύ συχνό στη δουλειά μας», λέει.

Μου εξηγεί πως δεν θα εξαλειφθούν τέτοιου είδους πρακτικές από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά «την επόμενη φορά που θα το διπλοσκεφτεί κάποιος, πριν κάνει κάτι τέτοιο». Θεωρεί ότι «τώρα πηγαίνουμε όπως θα έπρεπε να πηγαίνει ο καθένας στη δουλειά του ή σε μια συνέντευξη για δουλειά. Γιατί δεν είναι λογικό να πηγαίνεις με φόβο. Είναι πάρα πολύ κρίμα να βγαίνεις από μια σχολή, όπου σε προετοιμάζουν για να δεχτείς αυτά τα πράγματα και να τα αντιμετωπίσεις. Είναι σαν να σε προετοιμάζουν να κακοποιηθείς. Δεν θα έπρεπε κανένας να σκληραγωγείται, με αυτό το αφήγημα που υπήρχε μέχρι πρόσφατα, ότι «εντάξει, έτσι είναι η δουλειά», και «πρέπει να μάθεις» και «θα περάσεις δύσκολα». Προφανώς και θα περάσεις δύσκολα. Σε όλες τις δουλειές θα περάσεις δύσκολα, και θα περάσεις εύκολα, και σκατά και ωραία. Αλλά μου φαίνεται αδιανόητο ότι εγώ πρέπει να αναγκαστώ να σκληραγωγηθώ για να μπορώ να υπάρξω στο επάγγελμα που επέλεξα να κάνω».

“Πιστεύω ότι η τέχνη είναι μια μορφή επανάστασης”

Aυτός είναι ένας από τους λόγους που νιώθει τυχερή ως μέρος του “Killer Joe”. «Δημιουργήθηκε από την πρώτη συνάντηση ένα κλίμα σεβασμού, προστασίας και ελευθερίας, το οποίο εμένα με έκανε αυτόματα να μπορώ να πηγαίνω στις πρόβες χαρούμενη. Ξέρεις, είναι πολύ περίεργο που εγώ νιώθω τυχερή που πηγαίνω χαρούμενη στη δουλειά μου. Δεν θα έπρεπε να είμαι η εξαίρεση, ανεξάρτητα από το ότι μας έκανε εξαρχής ο Γιάννης [Στάνκογλου] να νιώσουμε πως αυτός είναι ένας ασφαλής χώρος, που όλοι είμαστε ίσοι και υπάρχει σεβασμός. Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι η εξαίρεση. Και νομίζω αυτό είναι που πετυχαίνει σιγά σιγά το κίνημα του MeToo: να σταματήσει αυτό να είναι η εξαίρεση. Να προσπαθήσουμε να κάνουμε την χαρά, την αγάπη και τον σεβασμό για τη δουλειά τη νόρμα», τονίζει.

Από τον έντονο τόνο της όσο μιλάει για τις παθογένειες στον χώρο, που ήρθαν στην προσκήνιο μέσα από τη γενναιότητα μερικών συναδέλφων της, συνειδητοποιώ πως γενικότερα, στα social τοποθετείται εντελώς αναπολογητικά για όσα συμβαίνουν και απασχολούν την κοινωνία. Μου λέει πως θεωρεί χρέος της το να μιλάει. «Ως άνθρωπος είναι χρέος μου. Πόσο μάλλον ως καλλιτέχνης», σχολιάζει. «Είμαι της άποψης ότι ο καλλιτέχνης είναι ένα πολιτικό ον. Δεν γίνεται να κάνεις τέχνη χωρίς να έχεις γνώμη για τα κοινά. Άλλωστε, θέλω να πιστεύω ότι η τέχνη είναι μια μορφή επανάστασης. Αν δεν έχεις άποψη πάνω σε αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο μας και απασχολούν την κοινωνία αυτή τη στιγμή, δεν ξέρω πώς μπορείς να υπάρξεις πραγματικά και ουσιαστικά. Πώς μπορείς να δημιουργήσεις ουσιαστικά τέχνη. Το θεωρώ χρέος μου σαν Ναταλία να τοποθετούμαι. Και δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς».

Κεντρική Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας