Σαν σήμερα η Μαλβίνα Κάραλη, αυτή που δεν θα γεννηθεί άλλη σαν εκείνη, θα γινόταν 70 ετών. Η γενιά των γονιών μας τη γνώρισε από την τηλεόραση, τη θαύμασε σαν πρωτοφανή ιδιοφυία. Οι μαμάδες μας ίσως τη διάβαζαν σε στήλες, περιμένοντας το επόμενο τεύχος. Κάποιες ίσως να τη μισούσαν. Ίσως αν μοιραζόταν την ύλη της με τον τρόπο που σήμερα προσφέρουν τη δουλειά τους οι γραφιάδες να τρένταρε το #cancelMalvina. Φαντάσου σήμερα, μια δημοσιογράφο να δηλώνει πως τα αρσενικά έχουν χάσει τον ρόλο τους, με τις γυναίκες να “φέρονται σαν αρσενικά”. Καταστροφή σοσιαλμιντιακή. Άλλη μια για το νησί των “ακυρωμένων”. Βέβαια, ίσως να ήταν από εκείνες που θα σνόμπαραν καταφανώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δυστυχώς, δεν θα ξέρουμε ποτέ. Με αυτή τη γυναίκα μόνο εικάζουμε από τον Ιούνιο του 2002.
Εγώ πάλι ανήκω στη γενιά που πρωτοάκουσε το όνομά της τη μέρα του θανάτου της, αναγνωρίζοντας τα συναισθήματα του θαυμασμού και του σοκ στα μάτια των γονιών μου. Μετά την έψαξα στο YouTube, σε όλα τα μέσα που και η ίδια ίσως να μην πίστευε πως θα τη βρει το “σουξέ”, μα περισσότερο, συμμερίστηκα τον θαυμασμό των γονιών μου, σε μια πρωτοφανή συνάντηση απόψεων, στα βιβλία που έχουν φιλοξενήσει άρθα που έχει γράψει σε περιοδικά.
“Εδώ υπάρχουν άνθρωποι, με πολλή αγάπη μέσα τους. Που δεν μακελεύουν για να γεμίσουν το κενό της ανούσιας ζωής τους.”
Σήμερα, 3 Φεβρουαρίου, μέρα που είναι λες και της έχει αφιερωθεί ολοκληρωτικά, ανέτρεξα στη “Σαββατογεννημένη”, βιβλίο με κείμενά της από το Symbol. Ακολουθώντας τα ηλίθια χρώματα των χρωματιστών μαρκαδόρων και των υπογραμμίσεων που έχουν μουτζουρώσει αυτό το χιλιοτσαλακωμένο βιβλίο, ξανάπεσα πάνω στα παρακάτω αποσπάσματα, που οι σελίδες τους μυρίζουν ακόμα κάτι από αλάτι και σκόνη από βότσαλα από την Έμπλυση, της Κεφαλονιάς, που τα διάβασα για πρώτη φορά.
ΓΡΙΛΙΑ
[…] Πώς σου φαίνεται αυτή η πρόταση, κοινή γνώμη; «Θα αγκαλιαζόμαστε και τα δάχτυλα εκείνου θα γλιστρούν στη ράχη μας». Από βιβλίο είναι, χαζή. Κανένα κατάλληλο κηρυγματάκι για την περίσταση; Προκαλείσαι από αυτή την πρόταση, κοινή γνώμη; Πρόκληση: ό,τι δεν τολμάς, ενώ το θέλεις. Φτάνει μια πρόταση από βιβλίο, ηλίθια, για να προκληθείς. Όχι κηρύγματα σ’εμένα, λοιπόν, πνεύμα της υποκρισίας. Καίγεσαι για να νιώσεις τα δάχτυλα εκείνου να γλιστρούν στη ράχη σας. Εξάγνισε τον πόθο σου με ευχέλαιο. Με κατάρες για αυτούς που δεν σου επιτρέπουν να θέλεις και να τολμάς. Εσύ που κρυφοπηδάς τη γυναίκα του φίλου σου. Που κληρονομείς ασμένως τον πατέρα που μίσησες. Που μακελεύεις το παιδί σου με όνειρα διευθυντή. Τη γυναίκα σου, με όλα τα ισοδύναμα της τρομοκρατίας. Πάρε τους βιβλικούς αφορισμούς σου και δρόμο. Εδώ δεν έχεις θέση. Όχι τρομοκρατίες εδώ. Εδώ υπάρχουν άνθρωποι, με πολλή αγάπη μέσα τους. Που δεν μακελεύουν για να γεμίσουν το κενό της ανούσιας ζωής τους.
ΠΙΚ
[…] Σάββατο με Μπαχ-τζούνιορ και σκύλο. Έξυπνη φίλη έρχεται και μου ανακοινώνει πως χωρίζει. Βρήκε την πρώτη αντένδειξη. «Δεν θα με πιάσει εμένα κορόιδο», λέει. «Μέχρι στιγμής τηρώ τους κανόνες και τις αρχές μου. Γι’ αυτό δεν έχω χάσει από άντρα. Γιατί στην πρώτη αντένδειξη φεύγω».
Απαλή φίλη, λεπτεπίλεπτη. Και ήδη δυσκολεύεται. Ήδη ψάχνει με αγωνία τον επόμενο. Αυτού του είδους η επιβιωτική ευφυΐα, σκέφτομαι. Είναι για τη γυναίκα ό,τι το αγκάθι για τον σκαντζόχοιρο. Δεν έχω από πού να την πιάσω. Μεταξωτή γυναίκα, γεμάτη αγκάθια. Τα έχει χάσει όλα, νομίζω, γιατί έχει τρέμει μην τυχόν και χάσει. Πολλές φορές απορριμμένη, υποψιάζομαι. Αυτή είναι η μοίρα όσων δεν χάνουν. Η λυπημένη φάρσα. Του να παρατάνε πρώτοι αυτούς που πρώτοι τους απέρριψαν. Λίγα πράγματα χωρίζουν το φρικαλέο από το κωμικό. Την ξέρω τη μάρκα. Άνθρωποι που φεύγουν όχι για την αντένδειξη. Όχι επειδή το θέλουν. Αλλά επειδή οσμίζονται την απόρριψη που έρχεται. Το επιβιωτικό «ποιος αφήνει ποιον» τίθεται πάνω από το «ποιος θέλει ποιον και πώς τον διεκδικεί».
Ξύπνιοι και επουσιώδεις. Φίλοι και τους αγαπάμε. Στα ερωτικά τους, ράτσα δεύτερη, χαμηλή. Σάββατο πρωί. Ερωτευμένοι, λένε, και όμως. Χωρίζουν για να μην τους χωρίσουν. Διαλύονται για να μην τους πιάσουν κορόιδο. Άκυρη εξυπνάδα.
[…] Εμένα κάνε με κύκλο ομόκεντρο, να νιώθω τη συγγένεια. Και τότε η καλύτερή σου είναι η καλύτερή μου. Αλλά ομόκεντρο. Αλλιώς ζηλεύω. Και όταν ζηλεύω γίνομαι έξυπνη. Και όταν γίνομαι έξυπνη τα καταστρέφω όλα. Χάριν του κίβδηλου ενστίκτου που αφορά τους χαμηλούς. Και που το λένε αυτοσυντήρηση.
Δεύτερο κοινότοπο θέμα του πρωινού δελτίου: «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε. Είχε υπόνοιες πως αυτή δημιούργησε άλλο δεσμό. Ο νους του θόλωσε. Πήρε την καραμπίνα…».
ΦΛΙΝΣΤΟΟΥΝΣ
[…] Δεύτερο κοινότοπο θέμα του πρωινού δελτίου: «Τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε. Είχε υπόνοιες πως αυτή δημιούργησε άλλο δεσμό. Ο νους του θόλωσε. Πήρε την καραμπίνα…».
«Είναι πιο δυνατό από μένα». Η δουλοπρέπεια του ερωτευμένου μπροστά στο δήθεν μεγαλειώδες των συναισθημάτων του. Η τόση αγάπη τους τούς φταίει. Αυτή τους αποδυναμώνει. Αγάπη «αυταρχική αφέντρα» οπλίζει το φονικό χέρι τους. Υπέρμετρη αγάπη και τους κάνει έρμαια. Ερωτευμένοι της παραλογοτεχνίας και της παραμεθορίου. Χιμπατζήδες. Αν της άνοιξε το κεφάλι, το έκανε από έρωτα. (Να κυλήσει τώρα το δάκρυ μου; ) Αν του πέταξε τασάκι στο κεφάλι, είναι από αγάπη. Η ζήλια είναι αγάπη κι αυτή. Η ασχημοσύνη είναι αγάπη. Η κλοτσοπατινάδα είναι αγάπη. Η καραμπίνα είναι αγάπη. Τα καυτά ψάρια είναι αγάπη. Όλα είναι αγάπη. Θιγμένη αγάπη. Όποιος αγαπάει, παιδεύει.
Κανένας δεν σκέφτεται πως είναι ένας κακόμοιρος που απλώς δεν μπορεί να αγαπήσει καταργώντας το γαμημένο του Εγώ. Κανένας δεν σκέφτεται πως η αγάπη δεν είναι για τους αδύναμους. Αδυναμία σημαίνει: αργά ή γρήγορα βία. Ο αδύναμος που ισχυρίζεται πως αγαπάει -ξανά η Χάνα Άρεντ- θα επιχειρήσει οπωσδήποτε να ασκήσει τρομοκρατία. Γιατί τρομοκρατία είναι αυτό που γεννιέται όταν η βία, έχοντας καταστρέψει όλη της τη δύναμη, δεν παραιτείται. Τότε ακριβώς, για να κρύψει την αδυναμία της, προτάσσει άλλοθί της: Αγάπη. Αξίες. Πάθος. Ιδανικά. Και τότε «αγάπη δίχως κάψιμο δεν έχει νοστιμάδα».
Αν έχεις ζήσει την κτηνωδία του φυσικού τοκετού, μετά είναι ντροπή σου να πας να κάνεις μια εγχείρηση και να ζητήσεις αναισθησιολόγο. Απ’ όταν ήμουν παιδί, τίποτα δεν μου είπε περισσότερα για τη μοίρα της γυναίκας όπως την αποδέχεται από αυτό το αποτρόπαιο «φυσικό» γεγονός.
ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΑ
[…] Ξεφυλλίζω τις εφημερίδες. Νέα φλογερή καταγγελία. “Οι γιατροί κάνουν καισαρικές και όταν δεν χρειάζεται”. Η είδηση μου φαίνεται ακόμα πιο παράλογη από τα γυναικόπαιδα και από τις απαγορευμένες εκτρώσεις. Στα παράθυρα, γιατροί. «Όχι, όχι, δεν κάνουμε στα καλά καθούμενα καισαρικές. Μόνο στην ανάγκη. Αδίκως μας κακολογούν». Η καισαρική, λύση ανάγκης. Και βγαίνουν ανερυθριάστως και το λένε. Σαν να είναι το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο. Σε μια εποχή πλήρους αποφυσικοποίησης των πάντων, υπερασπίζονται ακόμα τον θεσμοποιημένο κανιβαλισμό τού να αποκτάς ακόμα παιδιά με «φυσικό» τρόπο. Κι αντί να προπαγανδίσουν την καισαρική, δικαιολογούνται που την έκαναν. Που δεν άφησαν, δηλαδή, έναν άνθρωπο να περάσει ένα Βιετνάμ. (Υπάρχει, βέβαια, και το παραμύθι. Οι γυναίκες αντέχουν στον πόνο. Φυλάξτε τα αναλγητικά για άντρες με κολικό νεφρού. Πόσο ζυγίζει μια πέτρα; Μισό γραμμάτιο; Πάντως, όχι τρία οκτακόσια.) Το θέμα, που εν πολλοίς είναι θέμα αξιοπρέπειας, θα περίμενε κανείς να απασχολήσει τη γυναίκα του 20ου αιώνα. Αλλά δεν την απασχόλησε. Γιατί είναι γυναικόπαιδα. Ιδίως οι γυναίκες γιατροί θα έπρεπε να είχαν κάνει προσηλυτισμό υπέρ της καισαρικής. Αλλά δεν το έκαναν. Ρωτήστε τες γιατί. (Εμένα, που έψαχνα στα δεκαεφτά μου γιατρό να μου κάνει καισαρική, μη με υπολογίζετε. Εγώ είμαι τρελή. Και οι τρελοί δεν ξέρετε τι εαυτούληδες είναι. Αρνούνται να πονάνε. Αρνούνται να φάνε την προαιώνια κατάρα στη μούρη.)
Το να γεννάς με αυτόν τον απαράδεκτα αναξιοπρεπή τρόπο είναι, λοιπόν, κάτι φυσικό. Και το να βγάζεις το δόντι σου με τανάλια στην κουζίνα είναι επίσης φυσικό και θεάρεστο. Και το να εγχειρίσεις τη σκωληκοειδίτιδά σου με νυχοκόπτη θα μπορούσε να είναι επίσης φυσικό, όπως το να γερνάς. Όσο για τις αμυγδαλές, τράβα τες με το δάχτυλο. Πονάει λίγο, αλλά δεν σου αρέσουν τα τεχνητά πράγματα. άλλωστε, με λίγη καλή διάθεση, μια γυναίκα που έχει γεννήσει φυσιολογικά είναι βετεράνος. Μπορεί να αντέξει τα πάντα. Ιδίως τον δημόσιο βιασμό και τη διαπόμπευση.
Αν έχεις ζήσει την κτηνωδία του φυσικού τοκετού, μετά είναι ντροπή σου να πας να κάνεις μια εγχείρηση και να ζητήσεις αναισθησιολόγο. Απ’ όταν ήμουν παιδί, τίποτα δεν μου είπε περισσότερα για τη μοίρα της γυναίκας όπως την αποδέχεται από αυτό το αποτρόπαιο «φυσικό» γεγονός. Φανταστείτε την. Περνάει από το κατώφλι του μαιευτηρίου. Την μπάζουν από εκεί που λέει: Είσοδος ασθενών. Της παίρνουν τα τιμαλφή, την αποψιλώνουν. Όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Η αποψίλωσης δεν γίνεται για λόγους υγιεινής, αλλά για λόγους ταπείνωσης», γράφει η Γκριρ. Έτσι ταπεινωμένη αναγκάζεται να καθίσει σε διάφορους μαθητευόμενους που την ψάχνουν σαν το κοτόπουλο. Μετά, το παραφουσκωμένο Βοκτάς το πετάνε σε ένα δωμάτιο, μαζί με άλλα Βοκτάς που ουρλιάζουν, βρίζουν ή παρακαλάνε να έρθει ο γιατρός. Ο γιατρός εκείνη την ώρα τρώει καραβιδόψιχα στον Δουράμπεη. Δεν έρχεται παρά μόνο την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε, όποιος περνάει από δίπλα σου με άσπρη ρόμπα έχει το δικαίωμα να πασπατέψει το Βοκτάς, για να δει πώς πάει η γέμιση. Είναι φυσικό. Η μαία σε μαλώνει: Μην κάνεις έτσι. Δεν είναι τίποτα.
[…] Να το προχωρήσω; Πώς μια γυναίκα βρίσκει λογικό το να προσπαθεί να περάσει ένα πιάνο με ουρά από έναν φωταγωγό; Πώς ένας άνθρωπος, που τρώει ψημένη την τροφή του και δεν σκαρφαλώνει πια στα δέντρα, θα επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το σεξ έπειτα από όλο αυτό το Βιετνάμ; Θα σου μιλήσουν για τις χάρες της ψυχοπροφυλακτικής. Θα σου πουν πως τίποτα φυσικό δεν πονάει. Υπάρχει η επισκληρίδιος. Την προτείνουν όλο και περισσότεροι. Ένεση στη σπονδυλική στήλη, την τελευταία ώρα. Ένα μικρό λάθος, και μένεις παράλυτη. Άσε που νομίζω πως αυτό που ενοχλεί μερικούς δεν είναι η επιμονή σου στην καισαρική (που τρώει χρόνο στον γιατρό) όσο η διάθεσή σου να μην ξεφτιλιστείς. Σκέφτομαι πως γυναίκες που δέχονται να φάνε την προαιώνια κατάρα του «εν λύπαις τέξη τέκνα» είναι ή βουδίστριες ή ξεγραμμένες ή ύποπτες για συνεργία. Με αυτούς που τις κατατάσσουν στα γυναικόπαιδα. Αδύναμα, εκτεθειμένα στον φόβο και στον πόνο πλάσματα που αρνούνται τη σωματική αυτοδιαχείριση. Για να καταλήξουν σύντομα να μην έχουν πια διόλου σώμα.