Οι ηθοποιοί που αγαπά το αθηναϊκό θεατρικό κοινό και ακολουθεί πιστά σε κάθε παράσταση που συμμετέχουν ή ανεβάζουν δεν είναι πολλοί. Κι εννοώ τους ηθοποιούς που δεν κάνουν λαϊκές απογευματινές και γεμίζουν τα θέατρα πέριξ του Συντάγματος. Αυτοί κουβαλούν το κοινό της τηλεόρασης και του σερβίρουν – με ελάχιστες πλην τίμιες εξαιρέσεις- ξαναζεσταμένο φαγητό, κοπιάροντας ανερυθρίαστα τις παραστάσεις που βλέπουν στο Λονδίνο.
Η Μαρία Πρωτόπαππα προτιμά το δύσκολο θέατρο. Και τι εννοώ δύσκολο, είναι αδόκιμος όρος, μην το υιοθετήσετε. Είναι πχ. το θέατρο του Τόμας Μπέρνχαρντ. Απαιτεί από το κοινό μια γνώση και μια αισθητική. Απαιτεί από το κοινό μια θεατρική κουλτούρα. Να έχεις δει δηλαδή θέατρο φεστιβαλικό, της Στέγης, της Λυρικής, του Εθνικού, του Βογιατζή, του Τέχνης, του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο Νέο Κόσμο, του Καραθάνου. Αυτού του είδους την τριβή απαιτεί από τον θεατή. Στο σημείο αυτό θα με αποκαλέσεις σνομπ. Και έχεις όλα τα δίκια μαζί σου. Αναθεωρώ και ζητώ συγγνώμη για το επικάλυμμα ντεμέκ ξερολίασης και μεγαλοπρέπειας που ενδύθηκα . Το «δύσκολο» θέατρο ίσως δεν χρειάζεται έναν απαιτητικό θεατή. Ίσως, έχει ανάγκη απλά ένα θεατή που σε βλέπει πρώτη φορά στη σκηνή και καταφέρνεις να τον συγκινήσεις με το παίξιμό σου. Και μάντεψε, κι αυτό το καταφέρνει η Μαρία Πρωτόπαππα. Ανατριχιαστικά καλά.
Προσωπικά, την τελευταία φορά που είδα την Μαρία Πρωτόπαππα στο θέατρο τη σκηνοθετούσε ο ταλαντούχος Γιάννος Περλέγκας στο Θέατρο Τέχνης, στο αριστούργημα του Λουίτζι Πιραντέλλο «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Η κυρία Πρωτόπαππα έχει ένα τεράστιο χάρισμα. Μπορεί να παίζει σε μια παράσταση που δεν σου αρέσει το ανέβασμά της αλλά η ερμηνεία της παραμένει καθηλωτική και είναι αυτή που κουβαλάς μαζί σου μετά το τέλος της παράστασης. Δεν στέκεται ποτέ αμήχανα απέναντι σε ένα ρόλο της. Βυθίζεται σε αυτόν. Την καταπίνει.
Την είχα δει και στην παράσταση «Αύγουστος». Και εκεί ήταν το ίδιο τρυφερή και ορμητική η ερμηνεία της. Κυρίως, βαθιά ανθρώπινη. Έχει ως φυσική παρουσία κάτι πάρα πολύ οικείο. Κρατά μια απόσταση από μανιέρες και το υπερβολικό παίξιμο. Είναι μια τέλεια ηθοποιός για να πει ένας σκηνοθέτης μια ανθρώπινη ιστορία. Έχει μια ασυνείδητη ενόρμηση το παίξιμό της. Απεικονίζει πάντοτε τον ψυχισμό της ηρωίδας της. Και χωρίς πολλά λόγια. Πολλά πολλά χρόνια πίσω την είχα δει στο περίφημο Τροχόσπιτο του Φεστιβάλ. Με λίγα λόγια, είμαι φαν της. Κι έχω χάσει πολλές παραστάσεις της, δυστυχώς.
Φυσικά, ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που βλέπω το Σασμό. Αναγνωρίζοντας τα ελαττώματα της σειράς, δεν παύω να συγκινούμαι από τις ερμηνείες των ηθοποιών που συμμετέχουν. Γιατί το πέρασμα στη mainstream δημοφιλία δεν είναι εύκολο. Στεναχωριέμαι που δεν την είχα δει στην τηλεόραση όταν έπαιζε στο «Νησί» και στη σειρά «Η λέξη που δεν λες».
Η Μαρία Πρωτόπαππα πλέον δεν είναι η δικία μου αγαπημένη ηθοποιός. Το ταλέντο της εντυπωσίασε όλη την Ελλάδα και ο θρήνος της μάνας που έχασε άδικα το γιο της έχει κάνει το τηλεοπτικό κοινό να κλαίει μαζί της. Το δικό της “γιατί” ακόμη αντηχεί στα αυτιά μας. Δεν γνωρίζω πολλούς που θα διαφωνούσαν ότι αν υπήρχαν ελληνικά Emmy’s, το βραβείο για την καλύτερη γυναικεία ερμηνεία της χρονιάς θα πήγαινε στη Μαρίνα του Σασμού. Είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Μιας γυναίκας που το μόνο φτιασίδι που έχει ανάγκη είναι το μεγαλείο του ταλέντου της.
Πάντα ντρεπόμουν να πάω στα καμαρίνια των ηθοποιών και να δώσω συγχαρητήρια. Συγχαρητήρια Μαρία Πρωτόππαπα, έχεις ανεβάσει ψηλά τον πήχη και τις απαιτήσεις του κοινού για τους γυναικείους ρόλους ελληνικών τηλεοπτικών σειρών. Κι αυτό είναι σπουδαίο επίτευγμα.