Η Αστερόπη Λαζαρίδου είναι η κεντρική ηρωίδα της ζωής της. Όπως όλοι μας. Με τη μόνη διαφορά πώς εκείνη αποφάσισε να γράψει βιβλίο και επιβεβαιώνει –αυτό που υποπτευόμασταν όλοι- ότι αν αντιμετωπίζεις τη ζωή σου σαν ταινία δεν πρόκειται να την βαρεθείς ποτέ. Του έδωσε τον τίτλο «Μην πατάς ξυπόλυτη».

Δεν είναι απλά μια ημερολογιακή, χιουμοριστική, καταγραφή της καθημερινότητας μιας γυναίκας. Αυτό το βιβλίο είναι η πιο ειλικρινής εξομολόγηση που όλους μας ενώνει. Δεν έχουμε τις υπέροχα κατασκευασμένες ζωές που ποστάρουμε στα social media μας. Είμαστε αμαγάλματα, γεμάτα αντιφάσεις, ακέραιας ατέλειας και τελειότητας.

Αστερόπη,  τι κοινό έχεις με την μέση αναγνώστρια σου;

Δεν θέλω να αφήνουμε απέξω το ανδρικό κοινό, για εμένα, το μεγάλο στοίχημα αυτού του βιβλίου, ήταν να διαβαστεί και από άντρες και χαίρομαι πολύ που το κέρδισα. Το κοινό που έχω λοιπόν με τη μέση αναγνώστρια και τον μέσο αναγνώστη μου, είναι ότι είμαστε πλάσματα ατελή και ημιτελή, με χίλιες δυο ανασφάλειες και ρωγμές που δεν τολμούμε να ομολογήσουμε, από φόβο ότι θα μείνουμε ολομόναχοι στον κόσμο. Τα μηνύματα που παίρνω από ανθρώπους που διάβασαν και αγάπησαν το βιβλίο, εξομολογούνται λοιπόν ακριβώς αυτό: “χαίρομαι που δεν είμαι ο μόνος/η μόνη που τα σκέφτομαι και τα νιώθω όλα αυτά”.

Γιατί είναι ταμπού στην ελληνική κοινωνία να επιστρέψεις στο πατρικό σου στα 40 σου;

Θεωρείται τεράστια ήττα και πισωγύρισμα. Είναι σα να τα ξαναφτιάχνεις με τον πρώτο σου έρωτα επειδή δεν βρίσκεις κάτι καινούριο. Για εμένα πάντως, όπως γράφω και στο σχετικό κεφάλαιο, τελικά λειτούργησε πολύ θεραπευτικά. Επέστρεψα το 2017 εκεί ύστερα από έναν πολύ επώδυνο χωρισμό και συγκατοίκησα με τον μπαμπά και τον σκύλο μου-η μητέρα μου είχε πεθάνει. Έκανα πολλές ειλικρινείς κουβέντες με το φάντασμα της εφηβείας μου, με το φάντασμα της μητέρας μου και το σημαντικότερο, κατάφερα να έχω 4 ολόκληρους μήνες με τον πατέρα μου, να τον καταλάβω όπως δεν τον είχα καταλάβει ποτέ. Μετά τους 4 μήνες, εκείνος πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό, σα να μου έλεγε “είμαστε εντάξει τώρα, θα σε αφήσω, αλλά στην πραγματικότητα, κάπου εδώ γύρω θα είμαι. Μην φοβάσαι”. 

Ήρθες στην ελληνική λογοτεχνία για να κανονικοποιήσεις το γυναικείο αυνανισμό;

Μια χαρά κανονικός είναι ο γυναικείος αυνανισμός, δεν χρειαζόταν εμένα για να γίνει! Το συγκεκριμένο κεφάλαιο, είναι ίσως το πιο αγαπημένο μου, ακριβώς επειδή κοιτάζει κατάματα όλα τα εκνευριστικά κοινωνικά ταμπού που κάνουν τόσα χρόνια μία γυναίκα να νιώθει άβολα για τον ερωτισμό της. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ένας άντρας που έχει καλή σχέση με το σώμα του θεωρείται μέγας εραστής, ενώ μία γυναίκα, εξώλης και προώλης. Αν ήμουν άντρας και έγραφα για τον αντρικό αυνανισμό, και έγραφα καλά για αυτόν, θα με θεωρούσαν τον νέο Μπουκόφσκι. Τώρα δεν ξέρω τι με θεωρούν, αλλά ειλικρινά, χαίρομαι τόσο πολύ που το έγραψα, και ακόμη περισσότερο, αν διαβάζοντάς το, ένα νέο κορίτσι, καταφέρει να αγαπήσει τον εαυτό του από νωρίς, αποτινάσσοντας από πάνω του όλα τα γελοία ταμπελάκια που τρέχουν να κολλήσουν πολλοί πάνω στο απαλό της δέρμα.

Η ηρωίδα σου είσαι εσύ. Είναι αυτός ο λόγος που το βιβλίο πάει για την τρίτη του έκδοση;

Μπορεί και ναι! Άλλο ένα μεγάλο στοίχημα που χαίρομαι που έχω κερδίσει. Προτού κυκλοφορήσει, είχα εισπράξει από διάφορους και ειρωνικά σχόλια του τύπου “τι είναι δηλαδή αυτό… οι περιπέτειες της Αστερόπης;”. Η απάντησή μου είναι πως γράφω για τον εαυτό μου επειδή τόσο καλά, δεν ξέρω κανέναν άλλο. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε 87 ετών για να γράψουμε τα προσωπικά μας βιώματα. Και αν το καλοσκεφτούμε, όλοι για τον εαυτό τους δεν γράφουν καθημερινά στα social media;

Είναι η παρέα και η φροντίδα (όπως γράφεις) τελικά αυτά που όλοι έχουμε ανάγκη;

Ω ναι! Και είναι ευλογία αν καταφέρουμε να τη βρούμε χωρίς ψιλά γράμματα και αστερίσκους. Αυτό το “άνευ όρων”, που καταλογίζουμε ως ελάττωμα στους σκύλους, επειδή σε κοιτάζουν στα μάτια και σου είναι πιστοί για μια ζωή, τι κρίμα να λείπει από εμάς, τα δίποδα. Παραμένω κουταβίσια ρομαντική, αγαπάω σαν σκύλος.

Γράφεις για τον έρωτα στα χρόνια του Facebook. Ποιο είναι το πιο περίεργο και το πιο ωραίο μήνυμα που έχεις λάβει μετά την κυκλοφορία του βιβλίου σου;

Χωρίς να έχει ερωτικό πρόσημο αυτό που θα σου πω, με συγκίνησε βαθιά ένας αναγνώστης που μου έγραψε “μέσα από ένα κεφάλαιο του βιβλίου σου, κατάλαβα γιατί με χώρισε η γυναίκα μου”. Το βρήκα πολύ θαρραλέο εκ μέρους του. Το πιο περίεργο, είναι από κάποιον που μου έγραψε με υφάκι σχολιάζοντας ένα κεφάλαιο στο οποίο περιγράφω μία σύντομη αλλά πολύ έντονη ερωτική ιστορία: “Καλά, τι περίμενες, δεν έβλεπες ότι ο τύπος ήταν ό,τι να ναι; Πάντως γενικά, ωραίο ήταν το βιβλίο σου. Αγόρασα δύο”. Γέλασα πάρα πολύ!

Νιώθεις ότι η κοινωνία δεν έχει πολύ χώρο για τις γυναίκες που δεν είναι κομμάτι μιας σχέσης; Είναι η single γυναίκα απειλητική;

Η single γυναίκα αντιμετωπίζεται από την (ελληνική) κοινωνία σαν τη μονή κάλτσα που θα βρεις μέσα στο πλυντήριο. Δεν ξέρεις τι να την κάνεις. Δεν μπορείς να τη ζευγαρώσεις, δεν καταλαβαίνεις τι συνέβη και κατέληξε μόνη. Όλοι οι άνθρωποι είναι απειλητικοί όταν δεν ξέρεις πού να τους κατατάξεις. Το γράφω και στα «Σκληρά Κουφέτα», ένα πολύ δικό μου κεφάλαιο: “είμαστε αυτοί που αφήνουμε τον αριθμό μονό, αζευγάρωτο. Που τρώμε πόρτα στην κιβωτό του Νώε, κι ας ρίχνει καρεκλοπόδαρα”. Κάπως έτσι…

Πόσο σου πήρε να γράψεις το πρώτο σου βιβλίο και πότε δήλωσες πρώτη φορά «συγγραφέας»;

Αυτό το βιβλίο το έγραφα επί 20 ολόκληρα χρόνια μέσα στο κεφάλι μου, το αποτύπωνα σε τετράδια, σημειώσεις, μηνύματα που έστελνα στον εαυτό μου για να μην ξεχάσω τι θέλω να πω, όταν τελικά στρωθώ να γράψω. Όταν τελικά στρώθηκα, το τελείωσα μέσα σε 2 μήνες, είναι παιδί του δεύτερου λοκντάουν, γι’ αυτό εξάλλου έχει και ολόκληρη ενότητα περί εγκλεισμού και τη ζωή εν κόβιντ. Μπορεί να ακούγεται σοκαριστικό, αλλά εγώ έτσι λειτουργώ. Γράφω γρήγορα, λες και κάποιος μου τα υπαγορεύει μέσα στο κεφάλι μου. Από πολύ μικρή έτσι ήμουν, η γραφή ήταν η πιο άμεση διέξοδος από τους τσακωμούς των γονιών μου, τις φοβίες μου, τις πρώτες αγχωτικές χαρές μου. Είναι να μην καθίσω να γράψω. Ετσι και καθίσω, όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Όμως, συγγραφέα δεν με έχω αποκαλέσει ακόμη. Είναι μία λέξη με πολύ ειδικό βάρος, δεν ξέρω αν θα την ξεστομίσω ποτέ, όσα βιβλία κι αν καταφέρω να φέρω στον κόσμο. Προτιμώ να χρησιμοποιώ το ρήμα «γράφω…».

Πόσο χιούμορ χωράει σε μια σελίδα;

Όσο μπορούμε να αντέξουμε! Εμένα το χιούμορ με σώζει σε καθημερινή βάση. Ο,τι κι αν μου συμβεί, είναι σα να γυρίζω, να κοιτάζω μία αόρατη κάμερα και να πετάω μία ατάκα για να γελάσω είτε μόνη μου, είτε με όποιον βρίσκεται κοντά μου εκείνη τη στιγμή. Είμαι σαν τις υπηρέτριες του Γκολντόνι ή του Ιονέσκο, που όταν λείπουν από τη σκηνή οι φαινομενικά κεντρικοί ήρωες, γυρίζουν στο κοινό και λένε τα δικά τους.

Σε μια εποχή που όλοι έχουν ανάγκη για αυτοπροβολή, επίδειξη και επιβεβαίωση (όπως λες στο βιβλίο) πόσο εύκολο είναι να τα βρεις με τον εαυτό σου;

Είναι πολύ δύσκολο. Ο ναρκισσισμός θερίζει, οι χειριστικές σχέσεις τόσο σε ερωτικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο είναι στο αποκορύφωμά τους. Δεν ξέρω τελικά αν τα βρίσκεις ποτέ με τον εαυτό σου. Προσωπικά, έχω τουλάχιστον σταματήσει να με μαλώνω σαν αυστηρός γονιός. Και πλέον, δεν επιτρέπω και σε κανέναν άλλο να με μαλώνει. Είτε είναι φίλος, σύντροφος, εργοδότης, ταξιτζής, ο θεός ο ίδιος.

Μετά την ξυπόλυτη τι άλλαξε στην ζωή σου;

Είναι σα να μπήκαν όλα σε μία σειρά. Σα να ένιωσα για πρώτη φορά, στα 43 μου χρόνια, ότι φτάνω και περισσεύω. Πάντα ένιωθα, και μου το έλεγαν και οι γύρω μου, ότι λόγω πληθωρικής προσωπικότητας, είναι δύσκολο να ταιριάξω κάπου, ότι πρέπει να κόβω ταχύτητα, να μην λέω πολλά, να μην γελάω δυνατά, να μην, να μην, να μην…Με το βιβλίο λοιπόν και όλες τις εξομολογήσεις εντός του, είναι σα να άνοιξα μια τεράστια αγκαλιά και μπήκαν μέσα όλοι όσοι ήθελαν και μπορούσαν. Απέκτησα αυτοπεποίθηση για πρώτη φορά στη ζωή μου. Επίσης, επειδή είχα μία αποβολή πριν από μερικά χρόνια που μου κόστισε πολύ, αυτό το βιβλίο λειτούργησε και σαν κανονική γέννα, το αγαπώ σαν παιδί μου. Η δημιουργία και η ολοκλήρωση έρχεται με διαφορετικές μορφές στον καθένα.

Έχεις δύο κεφάλαιο για τη μητρότητα και την ιστορία του αγέννητου παιδιού που είναι ανατριχιαστικά ειλικρινή. Γιατί θέλησες να τα συμπεριλάβεις στο βιβλίο σου;

Σε πρόλαβα στην παραπάνω απάντηση-είδες; Ήθελα να μιλήσω για αυτά για να απενοχοποιηθεί άλλο ένα ταμπού που βασανίζει τόσες γυναίκες. Ξέρω υπέροχες υπάρξεις που δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν παιδί και άλλες τόσες που ήθελαν σαν τρελές αλλά δεν μπορούσαν, είτε λόγω προβλημάτων υγείας, είτε επειδή δεν βρήκαν ποτέ τον κατάλληλο άντρα. Μετά την αποβολή μου, μιλούσα ανοιχτά για αυτό παντού. Στο κομμωτήριο, στις παρέες, παντού. Και με μεγάλη μου έκπληξη άρχισαν και άλλες γυναίκες να μου ανοίγονται και να μου μιλούν και για τις δικές τους ατυχείς ιστορίες. Μία γυναίκα νιώθει ενοχικά όταν δεν θέλει ή δεν καταφέρνει να φέρει ένα παιδί στον κόσμο. Μακάρι να σταματήσει κάποια στιγμή (και) αυτό.

Αν σου πει κάποιος γιατί δεν έφευγες νωρίτερα από μια κακοποιητική σχέση θα του φέρεις το βιβλίο στο κεφάλι;

Όχι, γιατί δεν θέλω να πονέσω το βιβλιαράκι μου. Θα φύγω όμως εγώ, μετά τη συγκεκριμένη ερώτηση. Η ενδοοικογενειακή βία έχει χιλιάδες πρόσωπα και όπως δυστυχώς αποδείχτηκε μέσα από τις ανατριχιαστικές πρόσφατες γυναικοκτονίες με θύτες «τα καλά παιδιά της διπλανής πόρτας» και όχι κάποιους τρομακτικούς μέθυσους όπως για χρόνια πρόσταζε το βολικό στερεότυπο, είναι πολύ πιθανό να πέσεις πάνω σε έναν κακοποιητικό άνθρωπο. Το πότε θα βρει η καθεμία τη δύναμη να φύγει, είναι εντελώς δική της υπόθεση. Εύχομαι να καταφέρνουμε να τους μυρίζουμε από μακριά και να αλλάζουμε πεζοδρόμιο, όσο μεγάλη ανάγκη κι αν έχουμε από λίγη προσοχή.

Γιατί έχουμε ανάγκη περισσότερες σύγχρονες γυναίκες στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή;

Οι γυναίκες είναι πολύ συνδεδεμένες με τα συναισθήματά τους, έχουν τρομακτικά καλή διαίσθηση και δίνουν σημασία στις λεπτομέρειες. Όσο περισσότερες, τόσο το καλύτερο λοιπόν, χωρίς να υποβιβάζουμε και τους άντρες συναδέλφους, πολλοί εκ των οποίων είναι πραγματικά υπέροχοι!

Έχεις αγαπημένο κεφάλαιο;

Έχω 2-3. Σίγουρα το «Δεν μου κάνει, θα το πάρω» που μιλάει για τον γυναικείο αυνανισμό, το ομώνυμο «Μην πατάς Ξυπόλυτη» που μιλάει για τον θάνατο της μητέρας μου και όσες φορές κι αν το διαβάσω πάντα κλαίω και τα «Σκληρά Κουφέτα», επειδή μου θυμίζουν ότι κατάφερα να επιβιώσω από τα μεγαλύτερα σκοτάδια της ζωής μου.

Ξέρεις τον τίτλο του επόμενο βιβλίου σου;

Τον ξέρω, είναι πολύ ωραίος, αλλά ακόμη δεν μπορώ να σου τον αποκαλύψω.

Τι πιστεύεις ότι ψάχνει ο μέσος άνθρωπος στα ράφια των βιβλιοπωλείων;

Τον εαυτό του. Όπως και σε ο,τιδήποτε κι αν κάνει. Θέλουμε να συνδεθούμε, να νιώσουμε και να επικοινωνήσουμε. Καλή μας τύχη!

Φωτογραφίες: Έφη Γούση, Πέτρος Πουλόπουλος