Πώς θα αισθανόσουν αν σε ηλικία 18 ετών κατάφερνες να στήσεις τα πιο δημοφιλή live κάτω από την Ακρόπολη και ο κόσμος ανταποκρινόταν με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό στις εμφανίσεις σου; Ποια θα ήταν η επόμενη μέρα στη ζωή σου, γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα της τέχνης σου αποτελεί ένα εξωτικό χαρμάνι και μία διέξοδος στην πίεση της καθημερινότητας; Σίγουρα ευλογημένος και εκστασιασμένος γι’ αυτήν την πρωτόγνωρη εμπειρία που λίγοι έχουν την ευκαιρία να ζήσουν. Αυτού του είδους την ευλογία και έκσταση είχε την τύχη να απολαύσει η Μαρίνα Σπανού. Ένα 18χρονο κορίτσι που μέσα σε λίγο διάστημα έχει καταφέρει να στήσει τα πιο επιτυχημένα live, να κυκλοφορήσει τον πρώτο της δίσκο με τίτλο “Κι αν ποτέ μαραθεί” και τα live της στο Lunar Space (12 και 26 Σεπτεμβρίου) στην Αθήνα και στο Block33 (18 Σεπτεμβρίου) στην Θεσσαλονίκη να έχουν γίνει ήδη sold out.
Οι εμφανίσεις σου στα Lunar Sessions της Αθήνας στις 12 και 26 Σεπτεμβρίου έχουν γίνει ήδη sold out. Πώς αισθάνεται ένα 18χρονο πρωτοεμφανιζόμενο κορίτσι με αυτήν την επιτυχία;
Είμαι ενθουσιασμένη. Όταν με πήραν από την παραγωγή να μου πουν πως είμαστε sold out άρχισα να φωνάζω στα 25 τετραγωνικά του δωματίου μου. Αρχικά είχα κλείσει μόνο μια ημερομηνία, στις 12 Σεπτεμβρίου. Ο κόσμος όμως ανταποκρίθηκε τόσο γρήγορα που αποφασίσαμε να ανοίξουμε δεύτερη ημερομηνία, στις 26. Μια μέρα μετά είμαστε ξανά sold out. Επίσης ήδη από την πρώιμη εποχή της Αρεοπαγίτου ήθελα πολύ να ανέβω Θεσσαλονίκη για ένα gig. Με αφορμή λοιπόν τις δύο συναυλίες στην Αθήνα κλείσαμε και στο block 33 της Θεσσαλονίκης για τις 18 Σεπτεμβρίου.
Το παιδί και ο ενήλικας μέσα μου είναι από τις λίγες φορές που είναι εξίσου ορμητικά συγκλονισμένοι. Ανυπομονώ.
Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές επιρροές σου και από πού αντλείς έμπνευση για τη μουσική σου;
Τα πρώτα μου βρεφικά ακούσματα ήταν Χατζιδάκις και Θεοδωράκης γιατί ήταν οι αγαπημένοι της μαμάς μου. Όταν ξεκίνησα πιάνο στα 4 περιτριγυριζόμουν από κλασική μουσική, Μπαχ, Μπετόβεν, Σοπέν και όλα τα συναφή. Μετά από λίγο καιρό μάθαινα τα τραγούδια από όλες τις παραστάσεις που έπαιζε ο πατέρας μου ή δίδασκε η μητέρα μου. Το μεγάλο breakthrough όμως ήταν όταν ανακάλυψα την ποπ αγγλική μουσική, από εκεί τη μουσική για musical, την jazz, blues, την indie. Ξαφνικά στην πρώτη καραντίνα του ‘20 πέφτει στα χέρια μου το Δε θέλω πια να ξαναρθείς του Χιώτη σε διασκευή Imam Baildi. Εκεί ξεκίνησε μια άλλη πορεία προς το ελληνόφωνο alternative, indie, ρεμπέτικο, παραδοσιακό, ποπ και δε συμμαζεύεται. Έτσι φτιάχτηκε το ρεπερτόριο που έχω σήμερα αλλά και επηρεάστηκαν οι δημιουργίες μου.
Η ελληνόφωνη μουσική, η μουσική της μητρικής μου γλώσσας ήταν και είναι μια άλλη δίοδος περισσότερο πυρηνική. Αυτό που έβλεπα στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπως μπορούσα να το ονοματίσω, έτσι μπορούσα να το τραγουδήσω, χωρίς παρεμβολές. Αυτό που αισθανόμουν, όπως μπορούσα να το μελοποιήσω, έτσι μπορούσα πιο εύκολα να το κατανοήσω. Πιστεύω πολύ στις ρίζες με απόλυτο σεβασμό σε οτιδήποτε αλλοτινό. Οι καρποί αμυγδαλιών όσο και να τους ποτίσεις δε θα γίνουν γιασεμιά.
Το πρώτο σου album “Κι αν ποτέ μαραθεί” κυκλοφόρησε στο Youtube και τα τραγούδια είναι μια σειρά από ονολοκλήρωτες ερωτικές ιστορίες στην Αθήνα. Πώς προήλθε η έμπνευση αυτού του urban project; Αποτελούν αποκλειστικά δικές σου εμπειρίες ή συνδέονται με ιστορίες γνωστών και φίλων σου;
Το άλμπουμ είναι μια ενιαία διαδρομή από 6 ανολοκλήρωτες ερωτικές ιστορίες που εκτυλίσσονται στο κέντρο της Αθήνας, 6 σημεία αναμονής, 6 περιοχές-σταθμούς. Ο δίσκος είναι μια συλλογή από δικές μου ιστορίες.
Η ιδέα προέκυψε όπως προκύπτουν όλες: ερωτεύτηκα και άλλαξε ο κόσμος μου. Άλλαξε λοιπόν και ο τρόπος που έβλεπα την πόλη μου γιατί πλέον δεν την περπατούσα μόνη. Η Αθήνα είχε μια γλυκιά μελαγχολία κι ένα χρώμα αποχωρισμού που ήθελα να κρατήσω ζωντανά -έχω και μια τάση κινηματογραφισμού που είναι εγωκεντρική-. Οπότε άρχισα να φωτογραφίζω αυτά τα καρέ που τα νιώθω περισσότερο σαν διαφορετικά κομμάτια ενός περίπλοκου παζλ μιας απλής -και μάλλον παιδικής- ζωγραφιάς. Εξού και οι διαφορετικές μουσικές προσεγγίσεις του κάθε κομματιού αλλά και οι επαναλαμβανόμενες λέξεις και έξεις και οι διαδοχικές εικόνες.
Αν έπρεπε να επιλέξεις ένα τραγούδι, ποιο είναι εκείνο που θα λέγαμε πως είναι περισσότερο “Μαρίνα Σπανού”;
Το τραγούδι που φωνάζει «Μαρίνα Σπανού», που μοιάζει εκγυμνωτικό και ρομαντικώς ωμό δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα. Είναι σε φάση ωρίμανσης. Ελπίζω μέσα στην επόμενη χρονιά να βρει τη στιγμή του να ξεγλιστρήσει. Δεν αναφέρω κομμάτι άλλου καλλιτέχνη γιατί όσο κι αν αγαπώ την ταύτιση σέβομαι την μητρική σχέση του τραγουδιού με τον ίδιο.
Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, έστησες τα πιο επιτυχημένα live στη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Ήσουν η απόλυτη εκτόνωση για τη γενιά σου. Όλο αυτό ξεκίνησε εντελώς ξαφνικά. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε ώστε να πάρεις την απόφαση;
Τα live στην Αρεοπαγίτου ξεκίνησαν το καλοκαίρι του ‘20 στην εκπνοή της πρώτης καραντίνας. Η πρόφαση δεν ήταν τόσο η καραντίνα αυτή καθ’ αυτή. Όμως αυτή επέσπευσε την γέννηση κάποιων αναγκών. Ήθελα να μοιραστώ και ο πιο γρήγορος και άμεσος τρόπος ήταν να πάρω την κιθάρα μου και να βγω έξω στο πρώτο πεζούλι που θα βρω. Βέβαια, η Αρεοπαγίτου δεν ήταν το πρώτο πεζούλι που βρήκα αλλά ήταν ένα μέρος αποφόρτισης για μένα. Δε χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω. Με την άγνοια κινδύνου και την κάψα στο κέντρο μου, Κυριακή μετά από το μάθημα μου πήρα τον φρέσκο μου εξοπλισμό και το ημιτελές μου πρόγραμμα, δύο φίλους και λίγες μπύρες και τράβηξα για Ακρόπολη. Και τα live, τα οποία δεν ήταν παραπάνω από 10 στο σύνολό τους, έφτασαν στο σημείο που αποτυπώσαμε στο γύρισμα του βίντεο κλιπ της «Πλάκας».
Και ξαφνικά οι φίλοι και οι 5 περαστικοί που έκατσαν να σε ακούσουν έγιναν 100. Πώς μπορείς να δικαιολογήσεις όλη αυτήν την επιτυχία; Κάνοντας μία γρήγορη αναδρομή, τι πιστεύεις πως ήταν αυτό που έκανε το γκελ στον κόσμο;
Η έννοια επιτυχία με φέρνει λίγο σε αμήχανη θέση. Ίσως επειδή τη μετράω διαφορετικά και αναιρώ τον αντικειμενικό της ορισμό. Πιστεύω πως μιλάμε για μια στιγμή αρκετά κατάλληλη ώστε να ταυτιστούν οι ανάγκες οι δικές μου με αυτές του κόσμου. Την αιτία δεν είμαι σε θέση να την κρίνω εγώ. Θέλω να το γευτώ όσο μπορώ και σκέφτομαι πως αν μπω σε μια διαδικασία να ψάχνω λόγους τότε θα αναλώνομαι σε προσπάθειες να τους επαναλάβω.
Επιτυχία λοιπόν για μένα δεν ήταν τόσο ο αριθμός των ανθρώπων που συσσωρεύτηκε σε ένα σταυροδρόμι αλλά η ευαισθησία με την οποία αντιμετώπιζαν το δρώμενο. Θα δώσω ένα παράδειγμα: το γύρισμα της «Πλάκας» πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια ενός live. Χωρίς σκηνοθεσία, χωρίς οδηγίες, εκτός από την ιστορία που έτρεχε παράλληλα (το αγόρι με το σημείωμα). Ήμουν υποχρεωμένη να ζητήσω τη συγκατάθεση του κόσμου προτού βγάλουμε την κάμερα ανάμεσα στο ημικύκλιο. Ανακοίνωσα την πρόθεση μας και συνέστησα σε όποιον δε συμφωνεί με αυτή να αποχωρήσει. Όχι μόνο δεν αποχώρησε κανείς αλλά έβλεπα τους ανθρώπους να τηλεφωνούν στις παρέες τους να έρθουν για να συμμετέχουν, να χειροκροτούν, να φωνάζουν, να χορεύουν και να μου στέλνουν όλη τους τη θετική ενέργεια προκειμένου να έχουμε μια όμορφη ατμόσφαιρα ως συνοδεία του τραγουδιού.
Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη ζωή σου το γεγονός πως μεγάλωσες σ’ ένα σπίτι με δύο καλλιτέχνες γονείς;
Απόλυτο και ίσως μοναδικό. Οι γονείς μου στα μάτια μου φέρουν έναν πλούτο καλλιτεχνικό τον όποιον μου γνώρισαν πολύ νωρίς. Παρασκήνια, πρόβες, παραστάσεις, περιοδείες, μαζώξεις εναλλάξ με πάνες, κουταλιές φρουτόκρεμας και πιπίλες.
Η διαδρομή μου προς την ενασχόληση με τη μουσική και οποιαδήποτε μορφή τέχνης ξεκίνησε μιμητικά. Ήθελα να δημιουργώ αυτή την αίσθηση που έδινε σε μένα και στο κοινό η μαμά μου όταν την έβλεπα να παίζει πιάνο. Προσπαθούσα να πλησιάσω κάθε της κίνηση, καθόμουν στο σαλόνι και παρατηρούσα τα χέρια της, το σώμα της, τα μάτια της και μετά έτρεχα να σκαρφαλώσω στο σκαμπό και να τεντωθώ για να φτάσω τα πλήκτρα.
Η ζημιά με τη σκηνή όμως έγινε σε μικρότερη ηλικία. Είχαμε πάει να δούμε μια παράσταση που έπαιζε ο μπαμπάς μου και με κρατούσε η μητέρα μου στην αγκαλιά της στο άνω διάζωμα. Κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια του έργου γύρισε να κοιτάξει πάνω και όλο το κοινό στράφηκε προς το μέρος μου. Όπως μου τα περιέγραψε η μαμά, ηλεκτρίστηκα ολάκερη και εκείνη τη μέρα η ίδια συνειδητοποίησε πως τα βάσανα δε θα σταματούσαν για την οικογένεια Σπανού χαχαχα
Εκτός από τις ερωτικές ιστορίες, το album είναι και μία ωδή στην Αθήνα. Ποια είναι η αγαπημένη σου γειτονιά και τι πιστεύεις θα πρέπει ν’ αλλάξει στην πρωτεύουσα;
Νιώθω ενοχές ήδη τώρα που διαβάζω την ερώτηση χαχαχα. Δε θέλω να αδικήσω καμία και η αγαπημένη μου αλλάζει ανά εποχές. Πέρυσι είχα φάει τρελό κόλλημα με το Παγκράτι. Κατέβαινα Ευαγγελισμό μόνη μου και χτυπούσα χιλιόμετρα. Τώρα νομίζω έκλινα προς το Κουκάκι λόγω καλοκαιριού αλλά ο Σεπτέμβρης θέλει πάντα Αποστόλου Παύλου και Αρεοπαγίτου. Κάπου εκεί θα με βρεις μέχρι η βραδινή ζακέτα να γίνει πλέον απαραίτητη και το μεσημέρι.
Το έχω ξαναπεί, είμαι ερωτευμένη με την πόλη μου. Σίγουρα όμως τσακωνόμαστε πότε πότε για την κίνησή της και τα δρομολόγια των μέσων.
Θεωρώ πως έχουν ωριμάσει οι συνθήκες ώστε να μας αποκαλύψεις τι έγραφε τελικά το ραβασάκι του βίντεο κλιπ στο τραγούδι “Πλάκα”.
Όποιος έρθει σε live ίσως μάθει, ίσως πάλι όχι. Θα το αφήσω ξανά εδώ και θα προχωρήσω ψύχραιμα στην επόμενη ερώτηση χαχαχ
Ανήκεις σε μία γενιά που έχει γαλουχηθεί στα social media και ενδεχομένως σε μία πιο κυνική προσέγγιση του έρωτα. Πώς θεωρείς πως η Gen Z μπορεί να διασφαλίσει τον ρομαντισμό στις σχέσεις;
Δέχομαι ότι η γενιά μας, επειδή στην πλειοψηφία της είναι αρκετά ευφυής και ορθολογιστική, τρομάζει σε μια ιδέα που ξαφνικά τη βγάζει εκτός του ασφαλούς χώρου που έχει ορίσει συνειδητά έτσι ώστε να τον κατανοεί. Μπορεί και τις προηγούμενες γενιές να φρίκαρε τους ανθρώπους αυτή η αίσθηση αλλά στην εποχή μας η εγκράτεια και οτιδήποτε συνοδεύεται από αρνητικά πρόσημα έχει δίοδο να προβληθεί περισσότερο τώρα.
Ωστόσο, έχω γνωρίσει συνομηλίκους που έχουν άφθονο ρομαντικό κόσμο μέσα τους.
Νομίζω πως ο μόνος τρόπος που μπορούμε -προπάντων να τον ανακαλύψουμε και μετά- να τον διασφαλίσουμε είναι η δημιουργία της προσωπικής μας πινακοθήκης (μιλά με γρίφους ο γέροντας αλλά θα εξηγήσει). Εγώ μέσα σε αυτή έχω συλλέξει τις πλέιλιστ μου, ένα γράμμα που είχα γράψει μια μέρα πολύ δύσκολη, μια μισοτελειωμένη μπύρα που κράτησα ένα βράδυ δίπλα μου γιατί θα ήθελα να την είχα μοιραστεί, ένα λουλούδι που βρήκα πατημένο σε μια στροφή, μια αφιέρωση σε ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου σε ένα παλαιοπωλείο, μια διαδρομή κόκκινης γραμμής που έκανα μπρος-πίσω ενώ μένω στην μπλε και κάθε τι από το οποίο προσπαθώ να κρατιέμαι κάθε φορά που νιώθω ότι στενεύω. Εικόνες λοιπόν. Τις αγαπάω πολύ, αυτές θα μας σώσουν.