Το 2016, η θαρραλέα γυναίκα με το όνομα Άνεκε Λούκας, διηγήθηκε την ιστορία της. Η ιδρύτρια του Liberation Prison Yoga και επιζώσα κυκλώματος παιδοφιλίας, έπιασε την προσωπική της ιστορία από την αρχή και σήμερα, Ιούλιος του 2021, η ιστορία αυτή μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Η Άνεκε εκδιδόταν από την ίδια της τη μητέρα, καλούμενη να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες σεξουαλικές φαντασιώσεις μελών της Βελγικής ελίτ από τα έξι της χρόνια. 

Η ιστορία της Άνεκε:

«Όταν ήμουν κορίτσι ακόμη, στη γενέτειρα μου –το Βέλγιο- με έβαλαν να δουλέψω σαν σκλάβα του σεξ. Η μητέρα μου πρακτικά με πούλησε και πήγαινε όπου και όποτε την καλούσα. Το αφεντικό της ήταν ο αρχηγός ενός δικτύου παιδεραστίας και επίσης ήταν υπουργός. Οι πελάτες ήταν μέλη μίας ελίτ ανθρώπων που μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει, επειδή τους έβλεπε στην τηλεόραση. Τα πρόσωπα τους ήταν αναγνωρίσιμα στο κοινό, ενώ εγώ ήμουν αντιμέτωπη με τη σκοτεινή πλευρά τους, τον εθισμό στην εξουσία, μια πτυχή που κανείς δεν θα πίστευε ότι υπάρχει. Κάπως έτσι γνώρισα διάσημους, Ευρωπαίους ηγέτες, ακόμη και ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας.  

Ήταν στα έκτα μου γενέθλια, το 1969, όταν με οδήγησαν για πρώτη φορά σε ένα όργιο που οργανώθηκε σε ένα κάστρο. Χρησιμοποιήθηκα για ένα σαδομαζοχιστικό event, πάνω σε σκηνή, δεμένη και φορώντας μεταλλικό κολάρο για σκύλους, αναγκασμένη να φάω ανθρώπινα περιττώματα. Μετά, με άφησαν να κείτομαι εκεί, σαν σπασμένο αντικείμενο. Ένιωθα απόλυτα ταπεινωμένη, εξαφανισμένη. Κάτι έπρεπε να κάνω για να σώσω την ψυχή μου, διαφορετικά –και γι’ αυτό ήμουν απολύτως σίγουρη- αργά ή γρήγορα θα πέθαινα.

Σηκώθηκα πάνω και έμεινα να κοιτάω το αλλόκοτο πλήθος των αριστοκρατών που ντυμένοι σαν χίπις, λικνίζονταν με τη μουσική, διατρέχοντας διάφορα στάδια σεξουαλικής διαστροφής, ανταλλάσσοντας διάφορα χάπια και στριφτά τσιγάρα, που τους προσφέρονταν πάνω σε πολυτελείς δίσκους από απολύτως νηφάλια γκαρσόνια. Έτρεμα από τον φόβο μου, αλλά ένιωθα το κορμί μου να στέκεται άκαμπτο, ακριβώς όπως το βέλος πριν εκτοξευθεί από το τόξο. Άκουγα τη φωνή μου, σαν μην ήταν δική μου, να λέει σε όλους αυτούς τους ενήλικες πόσο τρομερό ήταν αυτό που μου ‘χαν κάνει, πως θα τους κατέδιδα και θα πήγαιναν όλοι τους φυλακή.

Οι περισσότεροι, μέσα σ’ όλη αυτή τη φευγάτη μουσική και όλη αυτή τη θολούρα ήταν τόσο μαστουρωμένοι για να με προσέξουν καν. Μόνο ένας άντρας που φορούσε κοστούμι με κοίταξε για μια στιγμή. Φαινόταν κι αυτός φοβισμένος, αλλά συνέχισε να με παρατηρεί, σα να με συμπονούσε. Μετά εξαφανίστηκε. Δεν τον είδα ποτέ ξανά σ’ αυτές τις συναντήσεις, παρά μόνο χρόνια αργότερα τον εντόπισα σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Είχε γίνει ένας πολλά υποσχόμενος Βέλγος πολιτικός.

Εκείνο το ίδιο βράδυ με οδήγησαν ήσυχα στο κελάρι. Ήμουν σίγουρη ότι θα με σκότωναν, όμως, αντιθέτως ήθελαν να μου δείξουν το ζεστό ακόμη σώμα ενός θύματος σαν κι εμένα που μόλις είχε δολοφονηθεί. Αυτό ήταν ό,τι έπρεπε για να με φοβίσουν και για με κρατήσουν σιωπηλή. Την υπόλοιπη εβδομάδα συνέχισα να πηγαίνω κανονικά στο σχολείο. Ήμουν ένα ντροπαλό κορίτσι, με πολύ λίγους φίλους. Θυμάμαι, μια φορά, νομίζω στην Τρίτη Δημοτικού, ο δάσκαλος μου έκανε μια ερώτηση, κάνοντας όλα τα βλέμματα να στραφούν σ’ εμένα. Αντί να απαντήσω, ένιωσα τόσο άβολα που βυθίστηκα στη σιωπή, ενώ όλη η τάξη γελούσε.

Στο σχολείο ήμουν ένα μηδενικό και στο σπίτι δεν νοιαζόταν κανείς για ‘μένα. Ως παιδί την μεγαλύτερη προσοχή που μπορούσα να εισπράξω, την εισέπραττα από το δίκτυο παιδόφιλων. Από ένα σημείο και μετά ήταν τέλεια η αίσθηση του να με προσέχουν ως το πιο όμορφο, τέλειο, αισθησιακό πράγμα που τους είχε συμβεί ένας σωρός αντρών με εξουσία.

Αυτό ήταν το μόνο θετικό που συνέβαινε στη ζωή μου, και υπέκυπτα σ’ αυτό, σα να ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας σε μια θάλασσα ντροπής και αυτοταπείνωσης. Μετά από 4 χρόνια επιβίωσης στο δίκτυο των παιδόφιλων, όταν πια ήμουν 10 χρονών, στον κύκλο εισχώρησε ένας νέος επισκέπτης συνοδευόμενος από τον 20χρονο γιο του: ψηλός, όμορφος, ξανθός με γαλανά μάτια. Όταν ήρθε κοντά μου του χαμογέλασα και τότε με αποκάλεσε μικρή πόρνη. Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια σιωπής μέσα σε όργια, εξοργίστηκα και δεν δίστασα να εκφράσω αυτό που πραγματικά ένιωθα.

«Νομίζεις ότι μου αρέσει εδώ;», του είπα.

Αυτή η πρώτη επαφή ήταν η έναρξη του πιο έντονου έτους στη ζωή μου μέχρι τότε. Ποτέ άλλοτε δεν με αγάπησαν τόσο, δεν ασχολήθηκαν τόσο μαζί μου, δεν με κακοποίησαν τόσο. Όλα αυτά από τον ίδιο άντρα. Έναν χρόνο αργότερα, και όταν πλέον είχε τελειώσει τη σχέση του μαζί μου, δεν είχα καμία αξία για το δίκτυο των παιδόφιλων και το επόμενο βήμα ήταν το σχέδιο εξόντωσης μου. Όταν ξεκίνησε το αληθινό βασανιστήριο,  αυτός στεκόταν ακριβώς απέναντι μου, γελώντας. Ήθελε να παρακολουθεί.

Αυτή ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που ολόκληρη η ύπαρξη μου γέμισε από μία αλλόκοσμη δύναμη. Μια άγρια περηφάνια με κρατούσε όρθια, ενώ έκαιγαν τα χέρια μου με αναμμένα τσιγάρα. Με είχε πλημμυρίσει η σκέψη ότι δεν τους χρειάζομαι, ότι η ζωή μου δεν εξαρτάται από όλους αυτούς. Τον κοιτούσα με όση ενέργεια μου είχε απομείνει μέσα σ’ εκείνα τα μπλε μάτια που ήταν ένας ωκεανός από προβλήματα, σα να αναζητούσα ένα ίχνος αγάπης, παρά το κακό που μου είχε προκαλέσει.

Τελικά με οδήγησαν σε ένα μικρό δωμάτιο και με έδεσαν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με πάγκο χασάπη. Ο άντρας που με βασάνισε ήταν ένας τους κατηγορούμενους, λίγα χρόνια μετά, στην υπόθεση του διαβόητου Μαρκ Ντιτρού.  Παραδόξως, όταν έσπασε το απόστημα αυτής της υπόθεσης το 1996, πολλοί πίστευαν ότι θα έσπαγε και το απόστημα της παιδοφιλίας στο Βέλγιο. 

Δυστυχώς, αντί γι’ αυτό, 8 χρόνια αργότερα, ο Ντιτρού θα καταδικαζόταν απλώς σε ισόβια. Λογικά, θα έπρεπε να πεθάνω πάνω στον πάγκο εκείνου του χασάπη, εκείνο το βράδυ του 1974, αλλά κάτι έσωσε τη ζωή μου το τελευταίο λεπτό.  Όσο εγώ υπέφερα από τα βασανιστήρια πάνω σ’ εκείνο τον άθλιο πάγκο, ο νεαρός με τα μπλε μάτια διαπραγματευόταν με τον πολιτικό που ήταν επικεφαλής του δικτύου παιδεραστίας. Έκαναν μια συμφωνία: θα δούλευε εκείνος για να καλύπτει όλες τις άθλιες δουλειές του πολιτικού και σε αντάλλαγμα θα μου χάριζε τη ζωή μου. Αυτή η μία καλή πράξη που έκανε τελικά, σώζοντας τη ζωή μου, κόστισε τη δική του. Βλέπετε, σε αυτό του είδους τις κλίκες, η παραμικρή πράξη ανθρωπιάς, είναι θανάσιμη αδυναμία. Μου έκαναν τη χάρη να ζήσω και με ανάγκασαν να σιωπήσω για πάντα. Μου πήρε 40 χρόνια πριν αποφασίσω να μιλήσω για όσα έζησα. 

“Βιάστηκα πολλές πολλές φορές. Δεν έχω σημάδια για να σας δείξω πόσες φορές βιάστηκα. Συνέβαινε όλο το βράδυ της Παρασκευής και τα Σαββατοκύριακα και έτσι υπολογίζω ότι βιαζόμουν επί 6 ώρες την εβδομάδα, δηλαδή 1716 ώρες πριν κλείσω τα 12 μου”

Το 1988, όταν πια ήμουν 25 χρονών, ενώ περπατούσα στο κέντρο του Λος Άντζελες, με χτύπησε μια μυρωδιά ανθρώπινων περιττωμάτων, ξυπνώντας μου την πιο οδυνηρή, την πιο προσβλητική ανάμνηση που θα μπορούσε να έχει ποτέ ανθρώπινο ον. Ξαφνικά ξύπνησαν όλες εκείνες οι μνήμες της άγριας ταπείνωσης που είχα ζήσει ως παιδί. Στιγμιαία σκέφτηκα: «Αν αυτό που θυμάμαι έγινε στ’ αλήθεια, τότε απλώς πρέπει να αυτοκτονήσω».

Με είχε τόσο διαποτίσει αυτή η εμπειρία, ήταν τόσο μεγάλη η ντροπή μου, δεν ήμουν καν έτοιμη να την αντιμετωπίσω γι’ αυτό και την απώθησα όσα πιο γρήγορα γινόταν. Θα χρειάζονταν πολλά ακόμη χρόνια ψυχοθεραπείας για να μπορέσω να μοιραστώ, έστω με έναν και μόνο άνθρωπο αυτό που έζησα.
Πλέον, για πρώτη φορά, μιλώ ανοιχτά για όλα αυτά, ακριβώς επειδή βρήκα τον τρόπο να θεραπεύσω την ψυχή μου και γιατί τώρα πια ξέρω πού έβρισκα όλη αυτή τη δύναμη και τις στιγμές διαύγειας, ενώ ακόμη ήμουν σκλάβα του δικτύου παιδεραστίας. Επίσης, πιστεύω ότι πλέον ο κόσμος είναι πιο οχυρωμένος στο να αντιμετωπίζει το σκοτάδι, αυτού του είδους τους ανθρώπους. Πρέπει να είμαστε έτσι, αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως είδος.

Ξέρω ακόμη ότι όλοι όσοι επέζησαν από μία αιμομικτική σχέση, από σεξουαλική κακοποίηση ή από κάποια μορφή τράφικινγκ έχουν τη δική μου δύναμη. Παρά το ότι υποφέρω μέχρι σήμερα από βαριάς μορφής μετατραυματικό στρες – για παράδειγμα, μου είναι απολύτως αδύνατο να ακούω κάπως trippy μουσική, χωρίς να θέλω να κάνω εμετό ή να με πιάσει ναυτία- έχω απόλυτη επίγνωση των καταλυτών που μπορεί να με σπρώξουν στο παρελθόν και τους ελέγχω, προκειμένου να μην κάνουν καθημερινή κατάληψη σε ολόκληρο το είναι μου. Χρειάζεται τεράστια δύναμη και ενέργεια για να επιβιώσεις όχι μόνο από τη σωματική κακοποίηση και τη βία, αλλά και για να αντέξεις τα κατάλοιπα που αφήνει στην ψυχή όλο αυτό – για να αντέξεις να κουβαλήσεις την ντροπή.
Το να αντέχεις την καθημερινότητα, ενώ προσπαθείς να γιατρευτείς από τα τραύματα της σεξουαλικής κακοποίησης που έχεις υποστεί ως παιδί, απαιτεί 1000 φορές τη δύναμη που χρειάζεται κάπως απλώς για να τα καταφέρει στην καριέρα του ή στις σπουδές του, για παράδειγμα.  Ακόμη και έτσι, η κοινωνία εξακολουθεί να ιεραρχεί πιο ψηλά τον καριερίστα από τον επιζώντα.

Εθισμένοι στην εξουσία, παγκόσμιοι ηγέτες και διεφθαρμένοι πολιτικού που κακοποιούν παιδιά, είναι οι ίδιοι σαν παιδιά που ποτέ δεν μεγάλωσαν, που οδηγήθηκαν στην εξουσία ακριβώς για να αποφύγουν κάθε αίσθημα ταπείνωσης, που ασυνείδητα αναζητούν εκδίκηση σε ένα μέρος φτιαγμένο από πληγές, που απλώς συνεχίζει τον φαύλο κύκλο της κακοποίησης. Στερούνται του κουράγιου και της δύναμης να γιατρευθούν.

Όσοι από εμάς έχουν υποφέρει από κάτι από τα παραπάνω – αιμομιξία, κακοποίηση, σωματεμπορία- πρέπει να μάθουν να αξιοποιούν τη δύναμη που η δική τους επιβίωση τους χάρισε. Πρέπει να διοχετεύσουν την εμπειρία ίασης τους και να ανοίξουν ένα μονοπάτι, το οποίο θα κατακτήσει όλα τα πρώην θύματα –που έγιναν θύτες- μέσω της αγάπης, της κατανόησης και της συμπόνιας».