Ίσως δεν υπάρχει πιο αναγνωρίσιμος τρόπος να αναφερθείς στην Τιτίκα Σαριγκούλη από το να παραθέσεις κάποιο από τα πολλά βίντεο, τα οποία συγκεντρώνουν τα μπινελίκια που κατέβαζε ως γιαγιάΤζούλια στη σειρά «Μπαμπά, μην τρέχεις». Στο άκουσμα τους ακόμα και ο Λοχίας Χάρντι από το «Full Metal Jacket» θα έσκυβε ταπεινά το κεφάλι και θα ζητούσε αυτόγραφο. Ήταν και είναι τέτοια η δύναμη ενός πετυχημένου τηλεοπτικό ρόλου ώστε να εγκλωβίζει ένα ηθοποιό μέσα στα όριά του. Η Σαριγκούλη μετρούσε μια υποκριτική καριέρα 5 δεκαετιών, αλλά τελικά εδραιώθηκε στο μυαλό πολλών ως η αθυρόστομη ηλικιωμένη κι ας τη γνωρίσαμε ως τέτοια για 28 μόλις επεισόδια. Οι επόμενοί της -τηλεοπτικοί- ρόλοι πάτησαν πάνω σε αυτό το μοτίβο.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί αδικία, ωστόσο με έναν τρόπο αυτοί οι ρόλοι που ήρθαν στα τελευταία χρόνια της σταδιοδρομίας της έρχονταν να φωτίσουν λιγότερο γνωστά σημεία της προσωπικότητάς της. Διότι οι χαρακτήρες που υποδυόταν δεν ήταν απλώς χαρακτήρες που έβριζαν. Το γαμωσταυρίδι, η βλάσφημη επίκληση στα θεία, η κατάφωρη προσβολή ήταν τα όπλα τους για να απορρίψουν κανόνες, ήταν ένας βρώμικος δρόμος που χάριζε ελευθερία.

Αν δεν υπήρχε η στερεοτυπικά δοσμένη φιγούρα της πεισματάρας, αθυρόστομης γιαγιάς, τότε ίσως να μην καταλαβαίναμε ότι αυτή είναι εικόνα του ανθρώπου που ορθώνει τη φωνή του απέναντι τους οικείους, αλλά και στις κοινωνικές συμβάσεις που αυτοί υπηρετούν. Και αυτή η εικόνα του ανθρώπου που μιλά σκωπτικά και σατυρίζει έχει ρίζες στις απαρχές του θεάτρου και της κωμωδίας, είναι τόσο παλιά σχεδόν όσο και τα πρώτα μπινελίκια που ξεστόμισε ο άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη.

Αν δεν υπήρχε φιγούρα της πεισματάρας, αθυρόστομης γιαγιάς ίσως να μην βλέπαμε ποτέ ότι σε όλη τη ζωή η Σαριγκούλη είχε πάντα βαθιά πίστη στον αγώνα του ανθρώπου για την ελευθερία από συμβάσεις και σχήματα που καθιστούσαν δέσμιο τον ίδιο και το πνεύμα του. Πιστή κομμουνίστρια, πάντα μιλούσε ανοιχτά και ξεκάθαρα για τις ιδέες της, έκανε κριτική στον καπιταλισμό και «τα γενόσημά του», όπως τα χαρακτήριζε, αμφισβητούσε τις εξουσίες και τα βραβεία τους, ένιωθε ασφυκτικά στις συμβάσεις που όριζαν οι θεσμοί. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλεγόταν και ο θεσμός της οικογένειας. «Δεν παντρεύτηκα ποτέ γιατί δεν  μπορούσα να ανεχθώ έναν άνθρωπο να βάλω συνέταιρο στην ελευθερία μου. Δεν δέχθηκα ποτέ πρόταση γάμου. Ποιος θα βάλει στο κεφάλι του ένα διάολο;», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της.

Αν δεν υπήρχε η φιγούρα της πεισματάρας , αθυρόστομης γιαγιάς ίσως να μην αντιλαμβανόμασταν πόσο αρμονικά συμπλήρωνε τη φιγούρα της οικουμενικής μαμάς, της μαμάς που πάντα θα έχει χώρο στην αγκαλιά της να χωρέσει ένα ακόμα μοναχικό παιδί που ψάχνει να βρει τη θέση του στον κόσμο, είτε τελικά ήταν είτε δεν ήταν δικό της. Αυτόν τον ρόλο υποδύθηκε στην «Ακαδημία Πλάτωνος».

https://www.youtube.com/watch?v=EB3aiFe8D2U

Και τέλος, αν δεν υπήρχε η φιγούρα της πεισματάρας, αθυρόστομης γιαγιάς ίσως να μην ακούγαμε ποτέ ότι πίσω από τον συγκροτημένο λόγο και ευγενικό λόγο της αληθινής γυναίκας, όχι του χαρακτήρα. Έναν λόγο γεμάτο ενσυναίσθηση για την κοινωνία και τις ανάγκες της, πάντα οξυμμένο όσα χρόνια και αν περνούσαν. «Ο κόσμος δεν βγαίνει έτσι, τυχαία και μοιραία. Δεν βγήκαν τυχαία οι μηχανικούδες το 1857 στους δρόμους. Γιατί βγήκαν; Για να έχουν ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Γιατί έγιναν στο Σικάγο το 1886 αυτά που έγιναν; Για το 8ωρο έγιναν. Τι μου λες τώρα ‘‘ενοχλώ την Αθήνα’’. Και την Αθήνα θα ενοχλήσω και το κεφάλι σου θα ενοχλήσω». Αυτά ήταν η τελευταία γνωστή δημόσια δήλωσή της, το καλοκαίρι που μας πέρασε, όταν συζητιόταν το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις.

Η Σαριγκούλη είχε πει ότι ποτέ δεν φοβόταν τον θάνατο. Η γιαγιά Τζούλια και εκείνη το ίδιο ατρόμητη έδειχνε και θα το έριχνε και ένα μεγαλοπρεπές “άντε γαμήσου κι εσύ, μαλάκα”. Αν χωράει ένα μπινελίκι σε αυτό το κείμενο, ας είναι αυτό.